Η ειρήνη της Καρχηδόνας

 Γράφει ο Μιχάλης Μητσός

«Haus in Ordnung»: τακτικό σπίτι. Ετσι θα μπορούσε να περιγραφεί το ευρωπαϊκό δόγμα της Αγγελα Μέρκελ. Κάθε χώρα πρέπει πρώτα να βάζει τάξη στο εσωτερικό της κι ύστερα να ζητά αλληλεγγύη από τους συμμάχους της. Τα κοινοτικά όργανα δεν είναι για να αναζητούν συμβιβασμούς και να λαμβάνουν συλλογικές αποφάσεις, αλλά για να καθοδηγούν τα μέλη τους να κάνουν το «σωστό». Κι όποιος δεν μπορεί, όποιος είναι πιο δύστροπος ή πιο ευάλωτος, καλό είναι να καταλάβει ότι δεν δικαιούται να καθυστερεί τους υπολοίπους. Η ομάδα θα προχωρήσει, έστω κι αν στο δρόμο την αφήσουν οι μισοί.

Αυτή είναι η λογική που υπαγορεύει τα τελευταία χρόνια την πολιτική της Γερμανίας, η ίδια λογική βρίσκεται πίσω και από το τελευταίο εύρημα της «οικονομικής Συνθήκης Σένγκεν», ενός νέου Συμφώνου Σταθερότητας στο οποίο θα λαμβάνουν μέρος μόνο οι καλοί μαθητές της Ευρώπης. Είναι η λογική του νικητή. Αλλά η Γερμανία θα έπρεπε να............
προσέξει περισσότερο, γιατί κάποτε υπήρξε η ίδια θύμα αυτής της λογικής. Στο βιβλίο του «Οι οικονομικές επιπτώσεις της ειρήνης», ο Τζον Κέινς προειδοποιούσε (ματαίως) το 1919 ότι μια εκδικητική πολιτική απέναντι στον ηττημένο του πολέμου θα εκμηδένιζε τις πιθανότητες οικονομικής του ανάκαμψης, και άρα δημοκρατικής του αναγέννησης. Η ειρήνη, τόνιζε, κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια «Ειρήνη της Καρχηδόνας», στην τύχη δηλαδή που επέβαλε η Ρώμη στην αρχαία φοινικική πόλη μετά το τέλος του Τρίτου Καρχηδονιακού Πολέμου: οι νικητές σκότωσαν τους περισσότερους κατοίκους, πούλησαν τους υπόλοιπους για σκλάβους και κατέστρεψαν την πόλη.

Σήμερα, ο νικητής είναι η Γερμανία. Κι όπως γράφει η Μπάρμπαρα Σπινέλλι στη Ρεπούμπλικα, θα ήταν παράλογο να ακολουθήσει εκείνη απέναντι στους εταίρους της το δόγμα Delenda Carthago, «η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί». Το σκάνδαλο αυτό μας παραπέμπει στην εποχή του μεσοπολέμου και όχι στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν επιτέλους η ανθρωπότητα άκουσε τον Κέινς και από μια πραγματική διεθνή συνεργασία γεννήθηκαν οι συμφωνίες Μπρέτον Γουντς και το Σχέδιο Μάρσαλ. Η Γερμανία υπήρξε έκτοτε ένας από τους πιο ένθερμους υπέρμαχους της Ευρώπης, χάρις σε προσωπικότητες όπως ο Αντενάουερ, ο Μπραντ, ο Σμιτ ή ο Κολ. Ο τελευταίος, χωρίς να είναι ένας χαρισματικός καγκελάριος, τόλμησε να θυσιάσει – και μάλιστα παρά την αντίθετη γνώμη της Μπούντεσταγκ – το μοναδικό σύμβολο κυριαρχίας μιας χώρας διαιρεμένης, μιας χώρας που στερούνταν πολιτικής και στρατιωτικής κυριαρχίας: το μάρκο. Και το έκανε με την ελπίδα όχι μόνο να γίνει αποδεκτή η ενοποίηση της χώρας του, αλλά και να γίνει το πρώτο, αποφασιστικό βήμα για μια ισχυρή πολιτική Ευρώπη.

Αυτή η Ευρώπη δεν ήρθε. Και τώρα, μια ομοϊδεάτισσά του απειλεί είτε με την απάθειά της είτε με την αλαζονεία της, ασφαλώς όμως με την ιστορική της άγνοια, να γεμίσει την Ευρώπη με νέες Καρχηδόνες.