Ένα Όχι που δεν ήταν και τόσο Όχι. Ή αλλιώς το «ΟΧΙ» του Μεταξά στην αποπληρωμή του δανείου του 1925.

 Γράφει ο Γιώργος Σωτηρόπουλος

Τον τελευταίο καιρό, λόγω της κρίσης στην Ελλάδα, έχουν προβληθεί πολλές απόψεις σχετικές με το πώς θα έπρεπε να δράσει η κυβέρνηση σχετικά με τη σύναψη του δανείου με το ΔΝΤ. Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα έπρεπε μονομερώς να κηρύξει αδυναμία αποπληρωμής του δανείου αυτού, όπως έκανε ο Μεταξάς το 1936. Η ιστορική αλήθεια, βέβαια, είναι λίγο διαφορετική...
Αυτό, φυσικά, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου της Κοινωνίας των Εθνών, στο οποίο βρέθηκε κατηγορούμενη η Ελλάδα για την άρνησή της να αποπληρώσει το δάνειο του 1925. Προλογικά, λοιπόν, να ειπωθεί ότι η Ελλάδα τότε, παρόλο που......
βρισκόταν υπό μεταξική δικτατορία, δε βροντοφώναξε ακριβώς «ΟΧΙ», αλλά παρακάλεσε «Μπορώ να αποπληρώσω λίγο αργότερα, γιατί τώρα δεν μπορώ;»
Το ιστορικό, λοιπόν, έχει ως εξής: το 1925 η Ελληνική Κυβέρνηση συνήψε δάνειο με τη βελγική τράπεζα ‘Societe Commerciale de Belgique’, με το οποίο δάνειο θα χρηματοδοτούταν η κατασκευή και επισκευή του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδας. Στη σύμβαση του δανείου υπήρχε η ρήτρα διαιτησίας, με την οποία τα δύο μέρη, στην περίπτωση που υπήρχε κάποια δυσαρμονία, θα προσέφευγαν στη διαιτητική επιτροπή για την επίτευξη συμφωνίας, πριν προσφύγουν οριστικά στη δικαιοσύνη.
Η Ελληνική Κυβέρνηση, όμως, είχε τη δυνατότητα να αποπληρώσει την πρώτη δόση του δανείου και όχι τις επόμενες. Η τράπεζα αναγκάστηκε να διακόψει τη χρηματοδότηση των έργων και να προσφύγει στη διαιτητική επιτροπή ζητώντας από την Ελληνική Κυβέρνηση να ικανοποιήσει την οικονομική της υποχρέωση. Η διαιτητική επιτροπή έκρινε υπέρ της βελγικής τράπεζας αλλά η Ελληνική Κυβέρνηση δεν απάντησε ούτε στις επιστολές της τράπεζας, με τις οποίες αυτή ζητούσε να προωθηθεί περαιτέρω συμφωνία με βάση τις αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου.
Έτσι, λοιπόν, η βελγική τράπεζα, μέσω της Βελγικής Κυβέρνησης, προσέφυγε στη δικαιοσύνη και στο δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών το Μάιο του 1938. Η απόφαση εξεδόθη ένα χρόνο αργότερα, το 1939. Το βασικό επιχείρημα της βελγικής πλευράς ήταν να αναγνωρίσει το Δικαστήριο ότι οι αποφάσεις της διαιτητικής επιτροπής ήταν νόμιμες και δεσμευτικές για όλα τα μέρη και ότι η Ελληνική Κυβέρνηση με το να αθετήσει την υποχρέωση να αποπληρώσει το δάνειο, είχε στην ουσία παραβιάσει το διεθνές δίκαιο.
Από την άλλη πλευρά, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Κυβέρνησης ήταν τα κάτωθι: λόγω της οικονομικής δυσκολίας η ελληνική πλευρά αδυνατούσε να αποπληρώσει το συγκεκριμένο δάνειο σε συγκεκριμένο χρόνο και ζητούσε ένα διακανονισμό, αναγνωρίζοντας, όμως, την βασική υποχρέωσή της για την αποπληρωμή του δανείου. Επικουρικά, ζητούσε να αναγνωριστεί αυτό, το δάνειο, ως μέρος του γενικού εξωτερικού χρέους της χώρας, δηλαδή να «περάσει» στα έξοδα του Κράτους και να μην παραμείνει μία ανεξάρτητη δανειακή σύμβαση.
Το Δικαστήριο έκρινε, λοιπόν, ότι οι αποφάσεις της διαιτητικής επιτροπής ήταν δεσμευτικές για τα μέρη και δήλωσε ότι δεν ήταν στη δικαιοδοσία του να κρίνει θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή να κρίνει εάν όντως ήταν σωστός ή όχι ο ισχυρισμός της ελληνικής πλευράς για το ότι βρισκόταν η Ελλάδα σε αδυναμία αποπληρωμής λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Επομένως, οι αντιμαχόμενες πλευρές καλούνταν να προβούν σε συνεννόηση για τις λεπτομέρειες και την αποπληρωμή της δανειακής σύμβασης. Για την ιστορική αλήθεια, καλό θα ήταν να γραφτεί ότι το δάνειο αυτό διακανονίστηκε οριστικά το 1957 και αργότερα το 1962.


Πηγές




Νομικό λεξιλόγιο
ρήτρα διαιτησίας: με αυτήν αποφασίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, πριν προσφύγουν στη δικαιοσύνη, να επιλύσουν τις διαφορές τους πιο «φιλικά». Είναι συχνά προτιμότερη γιατί είναι πιο φτηνή ως διαδικασία, με λιγότερη δημοσιότητα και ταχύτερη από την κανονική Δικαιοσύνη. Οι αποφάσεις μία διαιτητικής επιτροπής, όμως, δεν είναι δεσμευτικές για τα μέρη και αυτή είναι η βασική αδυναμία του θεσμού της Διαιτησίας.