Διαίρει και βασίλευε

 Γράφει ο Δημήτρης Κακογιάννης

Όσο η παρούσα κυβέρνηση ήταν στην αντιπολίτευση, είχε εύκολο έργο, όπως κάθε αντιπολίτευση, να κρίνει εκ του ασφαλούς και ανεύθυνα τα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, για τις όποιες επιλογές της, πλασάροντας έντεχνα προς τα έξω, στο φιλοθεάμον, ευκολόπιστο και με ροπή προς την αισιοδοξία κοινό, ότι για όλα τα στραβά εκείνοι είχαν τη λύση.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, οι τότε κυβερνήτες βλέποντας το τσουνάμι του εθνικού χρέους να έχει σηκώσει τεράστια κύματα και προκειμένου να γλυτώσουν τον πολιτικό τους πνιγμό, την «έκαναν» με ελαφρά πηδηματάκια και εν γνώσει τους άφησαν το τοπίο ελεύθερο στους μέχρι τότε επικριτές τους, να εφαρμόσουν τις δικές τους επιλογές για να αντιμετωπίσουν και να υποστούν τις συνέπειες των άφρονων πολιτικών τριάντα τόσων χρόνων που....... είχαν διογκωθεί σαν μαύρα σύννεφα  και είχαν σκεπάσει τη χώρα.
Γιατί, κακά τα ψέματα, το εθνικό χρέος δεν ήταν δημιούργημα του τελευταίου χρόνου, ούτε της τελευταίας πενταετίας, ούτε της δεκαετίας.
Το χρέος άρχισε να δημιουργείται από τη μεταπολίτευση και μετά.
Αλήθεια γιατί κανείς πολιτικός, δημοσιογράφος, σχολιαστής, και λοιποί ξερόλες δεν αναφέρονται στα μεγέθη που είχε η Χώρα πριν τη μεταπολίτευση;
Η στατιστική υπηρεσία υπάρχει και θα ήταν πολύ χρήσιμο να δώσει στοιχεία για το εθνικό χρέος της τότε εποχής.
Η κάτω βόλτα ξεκίνησε από το ΠΑΣΟΚ της πρώτης δυναστείας, όταν ο τότε  αρχηγός του και πατέρας του νυν αρχηγού, εκμεταλλευόμενος την ελπίδα ενός λαού που είχε περάσει μια δύσκολη επταετία περιορισμών καθώς και ένα ισόχρονο στάδιο προσαρμογής, με το λαοπλάνο σύνθημα της «αλλαγής» κατόρθωσε να αναλάβει την εξουσία, να τάξει στο λαό, και να διπλασιάσει σε ένα βράδυ τους μισθούς του. Να δημιουργήσει αγροτικούς συνεταιρισμούς που απορροφούσαν επιδοτήσεις αγρότες και κτηνοτρόφοι από το «ίδιο συνδικάτο» την ΕΟΚ, χρησιμοποιώντας κάθε λογής κομπίνα, να «κοινωνικοποιήσει» επιχειρήσεις για να βολευτούν τα «πράσινα παιδάκια» του, και όλα αυτά με δανεικά μακρόχρονης διάρκειας, έτσι με ελαφριά καρδιά αφού ήξερε ότι όταν ερχόταν ο καιρός να πληρωθούν «άλλοι» θα έτρεχαν.
Τα συνδικαλιστικά σωματεία «.ούσαν και έδερναν» σε όλους τους χώρους με την ανοχή των κυβερνήσεων κηρύσσοντας πότε πότε και καμιά απεργία για το θεαθήναι έτσι για να δικαιολογήσουν την ιδιότητά τους και με την προσδοκία των εργατοπατέρων να καπαρώσουν έδρανο στη Βουλή.
Έτσι όλοι ζούσαμε  επί χρόνια σε μια εικονική πραγματικότητα ευημερίας και καταναλωτισμού, σίγουροι πια ότι έτσι θα ζούμε δια παντός.
Δάνεια για σπίτια, αυτοκίνητα, οικόπεδα, διακοπών, φοιτητικά, μόνο δάνεια «τελευταίας κατοικίας» δεν έχουν πουληθεί ακόμα από τις τράπεζες.
Αβέρτα διορισμοί σε δημόσιες επιχειρήσεις, μισθοί και επιδόματα το ένα πίσω από το άλλο, και η στάθμη των δανεικών να ανεβαίνει τόσο στο Δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό κουβά.
Τώρα οι κουβάδες ξεχείλισαν, και οι δανειστές θέλουν πίσω τα χρωστούμενα.
Οι τράπεζες του εσωτερικού από τους πολίτες που έχουν δανειστεί και οι τράπεζες του εξωτερικού από το Δημόσιο.
Και τώρα τι γίνεται ;;Η κυβέρνηση που με τόσο ζήλο προσπάθησε και έπεισε τους ψηφοφόρους ότι έχει  τη λύση στο «τσεπάκι» και ότι «λεφτά υπάρχουν», μόλις έπιασε το σκήπτρο της εξουσίας στα χέρια, άλλαξε το μοτίβο στο «δεν υπάρχει σάλιο». Από τότε το ένα ψέμα διαδέχεται το άλλο, μαχαιρώματα ακόμα και μέσα στους κόλπους της Κυβέρνησης, αφού πλέον κανείς δεν πιστεύει τίποτα και κανένα, όσο και αν προσπαθούν κάποια πρασινοσκούφικα παπαγαλάκια που σαν τον κούκο στα κανάλια των οκτώ καθημερινά αναμασούν μπερδεύοντας τη γλώσσα τους να μας πείσουν πόσο φροντίζουν οι καλοζωισμένοι ταγοί μας για το καλό μας.
Πόσο αγωνίζονται οι πατερούληδες μας να επουλώσουν τις πληγές που ανοίξαμε εμείς οι ίδιοι, που είχαμε το θράσος να καταχραστούμε τις τεράστιες μίζες των εξοπλιστικών προγραμμάτων, των δημοσίων έργων και των ύποπτων συμφωνιών.
Η αγανάκτηση έχει κτυπήσει κόκκινο από την κατά μέτωπο επίθεση της κυβέρνησης στα πορτοφόλια των πολιτών (αλήθεια γιατί κυνηγούν μόνο τους περιστασιακούς «τσαντάκηδες» και όχι τους επίσημους επαγγελματίες;) και για να αντιμετωπίσουν το διογκούμενο αυτό κύμα, άρχισαν να εφαρμόζουν την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», γνωστό και με την τριπλή λατινική εκδοχή του: «Divide et impera», «Divide ut imperas» (... για να βασιλέψεις), «Divide ut regnes».
Μανούλες σ αυτούς τους χειρισμούς από την εποχή της πρώτης δυναστείας του ΠΑΣΟΚ, από τότε που ο ιδρυτής του εκστόμισε την περίφημη ρύση «των ρετιρέ», φροντίζουν και οι σημερινοί κληρονόμοι του κινήματος απροκάλυπτα να στρέψουν τους εργαζόμενους τους μεν κατά των δε.
Εργαζόμενοι του Δημοσίου, κατά αυτών του ιδιωτικού τομέα και τούμπαλιν, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα κατά εργαζομένων στις συγκοινωνίες και των φορτηγατζήδων, των υπαλλήλων της Βουλής, των ΔΕΚΟ, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των τραπεζοϋπαλλήλων, και οι κυβερνώντες σαν άλλοι Νέρωνες απολαμβάνουν το καταστροφικό τους έργο.
Δεν οσμίζονται καν τον καπνό από τις φωτιές της ευρύτερης περιοχής μας.
Άφθονο ρίχνουν το νερό στο μύλο της διχόνοιας και δεν συνειδητοποιούν ότι έχουν ξεκινήσει ένα χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο για να περάσουν στο λαό μέτρα που άλλοι επιβάλουν, ενώ οι κυβερνήτες μας «yes men»  της συμφοράς, δεν έχουν αντίλογο να αρθρώσουν άσχετα αν τα προτεινόμενα μέτρα που διαρκώς εφαρμόζονται και διαρκώς ανανεώνονται έχουν όλο και αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα.
Αυτοί όμως καθώς και τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής, προκλητικά και ανερυθρίαστα απομυζούν αποθεματικά από τις τράπεζες ενεχυράζοντας τις επιδοτήσεις τους σε βάθος χρόνων, για να τα κάνουν τι;;;
Και γιατί οι τράπεζες χρηματοδοτούν τα κόμματα;; Υποτίθεται ότι οι τράπεζες μαζεύουν καταθέσεις και δανείζονται για να  χρηματοδοτούν παραγωγικές διαδικασίες, ανάγκες και επενδύσεις. Τα κόμματα γιατί τα χρηματοδοτούν;;
Μήπως πρέπει και εδώ η Δικαιοσύνη να επιληφθεί για να δοθεί μια απάντηση;
Γιατί εκεί έχουμε φθάσει, να μην υπάρχει καμιά εμπιστοσύνη πλέον σε πολιτικούς, σε κόμματα, και ενίοτε και στη Δικαιοσύνη και είναι ένας τρόπος να αποδειχτεί ότι στέκεται στο ύψος της.