Σαν να ανήκουν στο ίδιο έθνος

 Γράφει ο Μιχάλης Μητσός

Ο Καµί είναι ένας φοιτητής από την επαρχία που έρχεται να σπουδάσει στην πρωτεύουσα και ονειρεύεται την επανάσταση. Η Ζάχρα είναι η θεία του, σταρ του σινεµά την εποχή του Sάχη, που µοναδική της παρέα είναι ένας γάτος. Ο Μπαµπάκ είναι ένας οµοφυλόφιλος που του αρέσουν µόνο οι στρατιώτες. Η Νιλουφάρ Χαντιντιάν είναι φοιτήτρια και κόρη ενός πλούσιου βουλευτή. Και η µαντάµ Σαφουρέχ είναι µια ηλικιωµένη µυθοµανής που της αρέσει να διηγείται το φανταστικό της παρελθόν και µια µέρα φεύγει για την Ιαπωνία. Τα πέντε αυτά πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές του τελευταίου βιβλίου του ισραηλινού συγγραφέα Ρον Λέσεµ µε τίτλο «Νιλουφάρ». Και δεν ζουν στην Ιερουσαλήµ, αλλά στην Τεχεράνη.

Γιατί ένας Ισραηλινός να ασχοληθεί στις µέρες µας µε ένα ιρανικό θέµα; Επειδή η νεολαία της µιας χώρας µοιάζει τόσο πολύ µε τη νεολαία της άλλης. «Είναι απίστευτο, νοµίζεις ότι........ ανήκουµε στο ίδιο έθνος», λέει ο Λέσεµ σε συνέντευξή του στη Λιµπερασιόν. «Η µόνη διαφορά είναι ότι οι γυναίκες στο Ιράν είναι πιο κοµψές». Εκείνος δεν µπορεί βέβαια να επισκεφθεί το Ιράν. Την οµοιότητα αυτή τη διαπίστωσε λοιπόν κάτι νύχτες που δεν µπορούσε να κοιµηθεί κι έκανε chat στο Internet. Οι Αιγύπτιοι τον περιφρονούσαν, δεν ήθελαν να µιλούν µε έναν «σιωνιστή». Αλλά οι Ιρανοί ήταν θερµοί και τρυφεροί µαζί του, ήθελαν τόσο πολύ να του εξηγήσουν ποιοι είναι. Τους έκανε ερωτήσεις για την καθηµερινότητά τους, τα µπαρ στα οποία συχνάζουν, τα βιβλία που διαβάζουν. Κι έναν απ’ αυτούς τον συνάντησε σ’ ένα ταξίδι του στο Παρίσι.

Το πρώτο πράγµα που τον ρώτησε ήταν τι έβλεπε στην τηλεόραση όταν ήταν µικρός. Περίµενε να του πει «την τζιχάντ για παιδιά». Του είπε «µια σειρά ιαπωνικών κινουµένων σχεδίων µε τίτλο Marco». Πήγε να βάλει τα κλάµατα: την ίδια σειρά έβλεπε κι εκείνος, όπως κι όλα τα παιδιά στο Ισραήλ ήξεραν απ'έξω τα 70 της επεισόδια. Υστερα ο ιρανός φίλος του τού µίλησε για τη ζωή του. «Μη νοµίζεις πως δεν ξέρουµε τι είναι ελευθερία», του είπε. «Εχουµε µια underground ζωή, όργια, σεξ, χάπια έκσταση, αλκοόλ, µουσική, απαγορευµένα βιβλία». Ο Ρον τον ρώτησε αν φοβάται ότι θα συλληφθεί από την αστυνοµία. «Οχι», του απάντησε εκείνος, «η αστυνοµία θέλει να ζούµε έτσι, το καθεστώς θέλει να είµαστε µαστουρωµένοι και να νοµίζουµε πως είµαστε ελεύθεροι. ∆εν θέλει να κυκλοφορούµε στον δρόµο, θέλει να κάνουµε πάρτι µέρα και νύχτα».

Τι θλιβερό, σκέφτηκε ο Ρον. Κι ύστερα συνειδητοποίησε ότι και στο Τελ Αβίβ είναι µαστουρωµένοι. «Η γενιά µου περνά τη ζωή της σε ακριβά εστιατόρια, δεν διαδηλώνει, δεν βλέπει ειδήσεις, δεν ενδιαφέρεται αν οι άλλοι υποφέρουν, γιατί πιστεύει ότι τίποτα δεν θα αλλάξει, οι πολιτικοί θα συνεχίσουν να κλέβουν κι ο εχθρός να µας σκοτώνει».

Και ξαφνικά, ένας απελπισµένος αυτοπυρπολείται σ’ ένα µακρινό χωριό και δίνει το σύνθηµα της εξέγερσης.