ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Πολλοί πίστευαν ότι είναι το ντόμινο των εξελίξεων στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή που θα μπορούσε να «πυροδοτήσει» εξελίξεις και σε χώρες της Ευρώπης στις οποίες οι λαοί τους αντιμετωπίζουν όχι βέβαια δικτατορίες, μα, τουλάχιστον αυτό, παρόμοιες συνθήκες απαξίωσης και διαφθοράς του πολιτικού τους συστήματος, σκάνδαλα και λεηλασία του δημοσίου πλούτου. Θα προσέθετα δε, πως το γεγονός ότι η πολιτική παρακμή και η διαφθορά ανθούν εν μέσω δημοκρατικών θεσμών, δεν ξέρω αν τούτο τονίζεται, όταν τονίζεται, ως κάτι το θετικό ή κάτι το εξαιρετικά αρνητικό. (Για μένα ισχύει το τελευταίο).
Πάντως, το μήνυμα που μας έρχεται από την Ιρλανδία, είναι κατά τη γνώμη μου, πολύ πιο «ανάλογο» προς τη δική μας ιδιαιτερότητα. Ιρλανδία και Ελλάδα ανήκουν και οι δυο στην Ευρώπη με ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη «συγγένειας» σε πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, και βεβαίως, τρεχόντως και οι δυο χώρες έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και επίσης τελούν υπό ένα καθεστώς Κατοχής από τη πλευρά των δανειστών τους. Τόσο στην Ιρλανδία όσο και στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις κατηγορούνται ότι αφενός δεν έκαναν ό,τι έπρεπε να..........
κάνουν με όσους κατέκλεψαν δημόσιο χρήμα και περιουσία, αφετέρου δε, σχεδόν υπέκυψαν αμαχητί μπρος στους δανειστές των χωρών αυτών.
Στην Ιρλανδία, ο λαός έδωσε μια απάντηση όχι στα σκληρά μα στα άδικα μέτρα της  δικής του κυβέρνησης. Ήδη, αναλυτές κάνουν λόγο για «αρνητική ψήφο» (ψήφο διαμαρτυρίας). Ακόμα κι έτσι, έχει τη σημασία του το εκλογικό αποτέλεσμα που καταβαράθρωσε αυτούς που ο λαός θεωρεί υπαίτιους όχι  μόνο για τη δημιουργία του προβλήματος μα και για τη διαχείρισή του.
Εδώ στην Ελλάδα, δεν γνωρίζω τι μέλλει γενέσθαι. Είχα τη ψευδαίσθηση στις περιφερειακές τουλάχιστον εκλογές που έγιναν πριν έξη μήνες, ότι θα στέλναμε ένα αντιμνημονιακό μήνυμα. Όχι διότι προσωπικά είμαι εναντίον του συγκεκριμένου Μνημονίου, μα διότι και οι δημοσκοπήσεις έδειχναν –και δείχνουν- ότι μάλλον οι απόψεις μου επ’ αυτού συμπορεύονταν και συμπορεύονται με τη συντριπτική πλειοψηφία. Στείλαμε όντως ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα όμως που ακόμα και το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το εισέπραξε περίπου ως προσωπική του νομιμοποίηση, ένα μήνυμα που θεωρήθηκε υπέρ του Μνημονίου! Ούτε το ίδιο το ΔΝΤ δεν πίστευε στα μάτια του με ό,τι έβλεπε! Βέβαια, δε περιμένω εδώ εξελίξεις τύπου Αφρικής, και προσωπικά τις απεύχομαι για πολλούς λόγους (αν και τίποτα δεν αποκλείεται, ιδίως αν η κυβέρνηση νομίσει ότι δεν υπάρχει όριο στο σφίξιμο της ζώνης του λαού), ούτε και μπορώ να στοιχηματίσω ότι στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, θα σταλεί ένα μήνυμα ουσίας. Για ένα λόγο όχι και τόσο ακατανόητο, αλλά που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε, έχουμε υποβαθμίσει τόσο τη πολιτική διαδικασία και την έννοια της πολιτικής συμμετοχής, κυρίως δε την έννοια της πολιτικής επιλογής, ώστε πιστεύουμε περίπου, πως επιλέγοντας το φραπέ και τις παραλίες από τις κάλπες, ή προάγοντας το χαβαλέ σε πολιτική, τιμωρούμε τους εκπροσώπους της πολιτικής παρακμής, εκφράζουμε τη δυσαρέσκειά μας. Όμως, κανέναν απ’ όσους θα θέλαμε να τιμωρήσουμε δεν τιμωρούμε μ’ αυτό τον τρόπο, και κανένα ουσιαστικό μήνυμα δυσαρέσκειας δεν στέλνουμε. Αντιθέτως, παραχωρούμε όλο το γήπεδο σε όσους νομίζουμε ότι πολεμούμε με τέτοιες τακτικές.
Όμως, το τι θα γίνει ή δεν θα γίνει, τελικώς θα το δείξει ο χρόνος. Μέχρι τότε όμως, οι εξελίξεις που συντελούνται στις χώρες (ευρωπαϊκές ή μη) στις οποίες οι λαοί τους μάχονται κατά της διαφθοράς και μάχονται επίσης για την εθνική τους ανεξαρτησία (και έναντι των δανειστών τους), έχουν ένα ενδιαφέρουν για το πώς τις εκλαμβάνουν οι πολιτικές δυνάμεις των χωρών εκείνων στις οποίες ακόμα η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν έχει εκδηλωθεί με την ίδια ένταση και στην ίδια έκταση, αλλά, τη κοινωνική ανάφλεξη όλοι τη φοβούνται αν δεν την αναμένουν περίπου ως βεβαία. Μια απ’ αυτές τις χώρες με τον λαό στην «αναμονή» είναι και η Ελλάδα. Μιας και η κυβέρνηση έχει διακηρυγμένη τη πίστη της στη πολιτική της, και μιας όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις περίπου το 70-80% του λαού θεωρεί τη πολιτική αυτή περισσότερο από σκληρή ως άδικη, το ερώτημα παραμένει για τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο (πλην της κυβέρνησης) : τι κάνει η αντιπολίτευση πέραν από το να καταγγέλλει τη κυβέρνηση και να ζητά παραιτήσεις υπουργών; Γιατί οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο λαός δεν εμπιστεύεται ούτε την αντιπολίτευση; Βγαίνουν κάποια πολιτικά συμπεράσματα; Και ποια; Ποια δράση λοιπόν θα έπρεπε να υιοθετήσει η αντιπολίτευση συνολικά και η αξιωματική αντιπολίτευση ειδικότερα, ώστε να δώσουν ένα εναλλακτικό όραμα, μια πειστική απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα, όχι αποσπασματικά μα μέσα από ένα ολοκληρωμένο κυβερνητικό πρόγραμμα, με βάση τα νέα δεδομένα που έχουν προκύψει;
Όσο δεν προκύπτουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, και σε άλλα ενδεχομένως που παρέλειψα να θέσω, η χώρα και το πολιτικό σύστημα συνολικά θα βολοδέρνει στον (επί του παρόντος) αδιέξοδο λαβύρινθο στον οποίο έχει εισέλθει, χωρίς να υπάρχει όμως εδώ, όπως στο μύθο, μια Αριάδνη, για να μας βοηθήσει να βρούμε την άκρη, και φυσικά, χωρίς να υπάρχει στις πολιτικές μας ηγεσίες ένας ανάλογος μαχητής Θησέας ικανός να αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο που ήδη έχει αποκαλυφθεί και επεκράτησε αμαχητί, ελλείψει αντιπάλου! Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Χρειαζόμαστε δύο πράγματα : μία Αριάδνη και ένα μαχητή πρόθυμο και ικανό να τα βάλει με τον Μινώταυρο. Η Αριάδνη εν προκειμένω είναι ένα ολοκληρωμένο ΕΘΝΙΚΑ ΕΠΩΦΕΛΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, και ο Θησέας είναι η πολιτική ηγεσία που θα δώσει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ με τον Μινώταυρο, ώστε να επιβάλλει το σχέδιο, είτε στο σύνολό του, είτε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην παραβιασθούν οι κόκκινες γραμμές που είναι εκείνες οι ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τον χαρακτήρα του ΕΘΝΙΚΑ ΕΠΩΦΕΛΟΥΣ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΟΥΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ χαρακτήρα της όποιας συμφωνίας.