ΤΟ ΑΙΜΑΤΟΔΟΧΕΙΟ

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Αλοίμονο! Το ρεμπελιό τούτο τση μπλεμπάγιας ενάντια στους φυσικούς τση αρχόντους τάραξε συθέμελα το κάστρο τση σιγουριάς πούχανε χτίσει με ιδρώτα κ’ αίμα οι παλαιοί! Ως τότενες οι κίντυνοι ευτούνης τση κοινωνίας που διαφέντευε τόσα χρόνια τα σύνορα τση Χριστιανοσύνης ξεκινούσανε πάντα από Όστρια και Λεβάντε : Αλγέρι, Τούνεζι, Τουρκιά… Μα τώρα ξαφνικά ταραζότανε το νησί συθέμελα κάτω από τα ίδα της τα ποδάρια! Μέσα από το χώμα του φυτρώνανε Χριστιανοί πολιορκητές που γυρεύανε να πατήσουνε το αχάλαγο κάστρο σκαρφαλώνοντας τσι πούλιο μπαλόρντες σκαλωσιές!…»
Διονύσιος Ρώμας : Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, τόμος α΄ σελ. 88

«…οι πολλές ευεργεσίες εξοργίζουν. Θέλουμε να έχουμε τ’ απαραίτητα μέσα για να ξεπληρώσουμε με το παραπάνω το χρέος μας. Από εκεί και πέρα, η ευγνωμοσύνη δίνει τη θέση της στο μίσος.»
Blaise Pascal : Σκέψεις, εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, σελ. 28
Πρέπει όμως να ανατρέξουμε στην αφετηρία για να......... μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς η αγγλική κοινωνία μπόρεσε μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια να μεταμορφωθεί… από μια κοινωνική δημοκρατία, η οποία διαπνεόταν από τις αξίες ενός μεταρρυθμιστικού και αλληλέγγυου εργατικού κινήματος, σε μια «απελευθερωμένη» από την κρατική και συνδικαλιστική παρέμβαση οικονομία, η οποία ενθαρρύνει τον ατομικισμό στις κυνικότερες, συχνά, εκφάνσεις του, κατατρέχοντας τους άπορους και τους αποκλεισμένους, με ρυθμίσεις που γίνονται ολοένα περισσότερο πειθαρχικές αν όχι ποινικές… Ο βασικός μίτος… πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία της διανόησης της μεταπολεμικής περιόδου και στους σύνθετους συσχετισμούς της με την ιδιαίτερη τότε οικονομική και πολιτική συγκυρία.
Keith Dixon : Οι Ευαγγελιστές της αγοράς, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2000, σελ. 29-30
Η Κατοχική Διοίκηση (Τρόικα), εξετάζει τούτες τις μέρες την πορεία των συμπεφωνημένων, ώστε να αποφασίσει για την εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου. Βέβαια, πιστεύω ότι τίποτα δεν εξετάζει. Όλο αυτό το θέατρο, είναι καλά στημένο εξ αρχής. Διότι εξ αρχής γνωρίζουν, όταν δηλαδή ενέκριναν τον μηχανισμό στήριξης, τι ακριβώς ήθελαν, με ποιους όρους θα παρείχαν αυτή τη στήριξη, όλα με το νι και με το σίγμα. Και επειδή οι όροι αυτοί συνεπάγονταν την ολοκληρωτική ανατροπή ενός ήδη κατακτημένου ανεκτού βιοτικού επιπέδου και ενός μοντέλου κοινωνικού κράτους, και τα δύο απαράδεκτα για τη νεοφιλελεύθερη και μονεταριστική λογική που τρεχόντως αποτελεί και το κυρίαρχο μοντέλο παγκόσμια και πανευρωπαϊκά, και προκειμένου να μην φτάσουμε σε κοινωνικές, σε λαϊκές αντιδράσεις σαν αυτές που τις μέρες αυτές βλέπουμε στη Τυνησία και την Αίγυπτο (οι αιτίες δεν είναι και πολύ διαφορετικές : στη «καρδιά» των γεγονότων αυτών υπάρχει η αντίδραση σε μια πολιτική σαπίλα και πολιτική παρακμή), επιλέχτηκε πολύ μεθοδευμένα η στρατηγική του σαλαμιού. Κοινωνικό κράτος! Τι είναι πάλι τούτο; Αναρωτιέται ο Νεοφιλελευθερισμός, για ν’ απαντήσει ο ίδιος ότι δεν είναι παρά μια ανώφελη «σπατάλη». Η φιλανθρωπία θα μπορούσε άνετα να το υποκαταστήσει, κι έτσι, ό,τι σχεδιάζει παράγει περισσότερους ανθρώπους που έχουν πλέον την ανάγκη ελεημοσύνης, έως ότου, πάμε ΕΚΕΙ ΠΙΣΩ, όπου η πλειοψηφία των λαών συνιστούσαν κοινωνίες βασισμένες στην ελεημοσύνη. ΕΚΕΙ ΠΊΣΩ! Όμως επί του παρόντος βρισκόμαστε στο σήμερα. Μέχρι τα χθες, παλεύαμε για το αύριο. Δεν το πετύχαμε. Μέχρι προ ολίγων ημερών, παλεύαμε να εξασφαλιστούμε από τον πνιγμό το σήμερα. Ούτε αυτό το πετύχαμε, αφού ήδη πήγαμε κάποιες δεκαετίες πίσω. Σήμερα παλεύουμε να μην πάμε ακόμα πιο πίσω. Όμως, με ποια ευκολία μιλάμε! «Παλεύαμε»! Το σωστό είναι : «παλεύαμε»; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο εξαθλιωμένος, ο πεινασμένος, ο άνθρωπος που βλέπει τη ζωή του να χάνεται μέσα απ’ τα χέρια του (πόσο μάλλον να του τη κλέβουν!), σίγουρα το μάτι του δεν εκπέμπει το ίδιο μήνυμα, την ίδια διάθεση, την ίδια πρόθεση με το μάτι του καλοβολεμένου ανθρώπου, και κυρίως δεν εκπέμπει καλοσύνη –και γιατί άραγε θάπρεπε; Και σίγουρα η διάθεσή του δεν είναι η πιο φιλική απέναντι στους θεωρούμενους απ’ αυτόν άρπαγες της ζωής του. Τούτη τη πραγματικότητα, η Κατοχική Δύναμη την είχε υπόψη της, όταν επέλεγε αυτή τη στρατηγική. Άλλωστε, η δουλειά της Νεοφιλελεύθερης Κατοχής, είναι εύκολη πια από πολιτικής πλευράς. Διότι, πριν φτάσει εδώ, (κι αυτή η παρατήρηση δεν αφορά αποκλειστικά τα καθ’ ημάς), προηγούμενα ισοπέδωσε κάθε ουσιαστική ιδεολογική διαφορά τουλάχιστον στο χώρο των κομμάτων εξουσίας, παραχωρώντας τους μόνο το δικαίωμα των ιδεολογικών ρητορειών, κι αυτό τόσο, όσο χρειάζεται ώστε να μη γίνει και ορατό δια γυμνού οφθαλμού το νέο μοντέλο διακυβέρνησης των χωρών όπου έχει εξουσία η Νέα Αυτοκρατορία, το μοντέλο της μονοκομματικής ουσιαστικά διακυβέρνησης (όπου λίγοι –δύο κατά κανόνα- διαχειριστές εναλλάσσονται στη διαχείριση της ίδιας πολυκατοικίας). Το «όλοι ίδιοι είναι», που λέγεται για τους πολιτικούς, είναι δηλωτικό τούτης της πραγματικότητας, όσο κι αν πασχίζουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να διαφοροποιούνται, κι όσο κι αν αυτό, πράγματι, βάζει στο ίδιο καζάνι δικαίους και αδίκους, αν και, είναι εξίσου αληθές, ότι πολλοί εκ των δικαίων, ενώ μπορούσαν και μπορούν να απομακρυνθούν από το «καζάνι» όχι απλά καταγγέλλοντας αορίστως την αδικία, μα και καταψηφίζοντάς της, και ονοματίζοντας όχι την αδικία μα τους αδικούντας, εν τούτοις, δεν το πράττουν.
Αυτό που εξ αρχής θέλανε να κάνουν, το κάνουν απλά σιγά- σιγά, ώστε τη κάθε φορά, να έχουν απέναντί τους την εκάστοτε θιγόμενη «κοινωνική μερίδα», την οποία θεωρούν ευκολότερα διαχειρίσιμη, ώστε, όταν ξεμπερδέψουν μ΄ αυτή, να πάνε στην άλλη, και στη άλλη, και ούτω καθ’ εξής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο, ότι τη κάθε φορά που έρχονται, ανοίγει και ένας νέος κύκλος αντιπαράθεσης, με μια νέα κατηγορία «προνομίων», και «προνόμιο» είναι οτιδήποτε σου επιτρέπει να έχεις ολόκληρο το κεφάλι έξω απ’ το βούρκο της ανέχειας. Ένα τέτοιο κεφάλι με αεριζόμενο τον εγκέφαλό του, είναι πολλαπλά επικίνδυνο για την «παραγωγικότητα», για την «ανταγωνιστικότητα», για τις «επενδύσεις», κ.λπ., κ.λπ. (Και, παρενθετικά : είναι επικίνδυνο και για την ίδια την Παρακμή). Στόχος τους η βασική νεοφιλελεύθερη «αξία» : τη κρίση την πληρώνουν πάντα οι άφταιγοι, οι πολλοί. «Ιδιωτικοποίηση των κερδών, κοινωνικοποίηση των ζημιών» : και ποιος τάχα δεν τόχει επισημάνει αυτό; Ποιος άραγε δεν άκουσε τον πρωθυπουργό μας να αναφέρεται στη πραγματικότητα αυτή, όχι μια φορά μα πολλές, όταν λειτουργεί περίπου ως αντιπολίτευση της ίδιας της κυβερνητικής του πολιτικής, (ή, για να είμαστε πιο δίκαιοι, όχι της δικής «του» μα της επιβληθείσης από τη Τρόικα); Μόλις λίγες μέρες πριν ο πρωθυπουργός ξανατόνιζε : «Πολλοί νομπελίστες οικονομολόγοι, σήμερα, εντοπίζουν ως βασική αιτία αυτής της κρίσης, την τεράστια ανισότητα και μέσα, αλλά και μεταξύ των κοινωνιών μας, που έχει και πολιτικές προεκτάσεις και δημιουργεί μια ανισότητα ισχύος, αλλά και τη δυσλειτουργία των δημοκρατικών μας θεσμών, με αποτέλεσμα να φτάνουμε στην ιδιωτικοποίηση των κερδών και στην κοινωνικοποίηση των ζημιών – κάτι που θεωρώ μη βιώσιμο πολιτικά.» (Ομιλία Πρωθυπουργού Γιώργου Α. Παπανδρέου στη συνάντηση του Euro50 Group με θέμα: «Η Ευρωζώνη σε σταυροδρόμι», εις http://www.primeminister.gov.gr) ΜΑ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ; Ο πρωθυπουργός στην ίδια παραπάνω ομιλία του, εν τούτοις, βλέπει κάτι το τελείως διαφορετικό. Βλέπει ότι στη χώρα μας, τούτη τη στιγμή που μιλάμε, «…εμείς χτίζουμε κάτι διαφορετικό και καλύτερο για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες», και φυσικά επικαλείται τα γνωστά περί του εκσυγχρονισμού της λειτουργίας του κράτους, όπως επίσης και τη «δημιουργία ενός κλίματος ευνομίας»!! Μα, κύριε πρωθυπουργέ, με όλο το σεβασμό, επιτρέψτε μου να πω ότι δυστυχώς, βλέπετε πράγματα που το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας δεν βλέπει, εκτός κι αν όλοι μας, εμείς οι απλοί πολίτες, πάθαμε ένα είδος ομαδικής κοινωνικής τύφλωσης. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο λαός, όχι μόνο δεν λέει ότι δεν απαιτούνται σκληρά μέτρα, αλλά, η βασική αντίρρηση είναι το ποιος τελικά επωμίζεται αυτά τα μέτρα, και τι γίνεται με όσους, επιτρέψτε μου να το πω όσο πιο λαϊκά γίνεται, «έφαγαν το καταπέτασμα», («έφαγαν» με την έννοια του λεηλάτησαν) και εν τούτοις, για μια ακόμα φορά, ισχύει ότι οι μεγαλοαπατεώνες να βρίσκονται ελεύθεροι και οι μικροοφειλέτες στην φυλακή. Και σε ό,τι αφορά το ποιος επωμίζεται αυτά τα μέτρα, η απάντηση, εδώ κάτω στη βάση, είναι πως τα επωμίζονται όσοι θα όφειλαν να κληθούν τελευταίοι να επωμιστούν βάρη και μάλιστα, να επωμιστούν βάρη αναλόγως της συμμετοχής τους στην ευθύνη δημιουργίας του προβλήματος, ενώ συνέβη το αντίθετο : κλήθηκαν πρώτα οι άφταιγοι, και μάλιστα με ένα βάρβαρο και άδικο τρόπο, ανετράπη η ζωή τους σε βαθμό που για πολλούς σημαίνει ή θα σημάνει σύντομα, αδυναμία να αποφύγουν ακόμη και την πλήρη περιθωριοποίηση με ό,τι αυτό σημαίνει. ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΧΘΕΙ. ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ, ΕΔΩ ΚΑΤΩ ΣΤΗ ΒΑΣΗ, ΟΤΙ ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΑΤΕ ΑΜΑΧΗΤΙ! ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΗ ΑΥΤΗ Η ΑΙΣΘΗΣΗ; ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΟΜΑΔΙΚΗ ΈΛΛΕΙΨΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ; Όλα τα άλλα για μας τους κοινούς θνητούς είναι λόγια, λόγια, λόγια…  Αν τα όρια της ικανότητας του πολιτικού μας συστήματος είναι η αυξανόμενη φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση, αν αυτά τα όρια είναι η προϊούσα κοινωνική αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, τότε, αυτό το σύστημα, έχοντας φτάσει στα όριά του, πρέπει ν’ αλλάξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφού αυτό σημαίνει ότι έκλεισε τον κύκλο του και εξάντλησε τη χρησιμότητά του.
Όλα αυτά, μπορεί να έχουν ένα πρόσκαιρο ίσως αποτέλεσμα, αλλά είναι εξίσου πιθανό, ότι τελικά, αυτό το οποίο φοβούνται ενδέχεται να μη το αποφύγουν. Τι είναι αυτό; Μα, κοιτάξτε λίγο τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη Τυνησία και την Αίγυπτο, όπου έχουν βγει και τα τανκς στους δρόμους, για να δείτε τι εννοώ. Κοιτάξτε και λίγο τα προηγούμενα χρόνια, όχι πολύ πίσω, για να δείτε πόσο εύκολα, πόσο ένα «τσακ» χρειάζεται για να λαμπαδιάσει π.χ. η Γαλλία από άκρου σε άκρου (και γιατί άραγε μόνο η Γαλλία;), ή η Αθήνα τον Δεκέμβρη του 2008 (και γιατί άραγε μόνο η Αθήνα;). Εννοώ, πως όσο επιμένουν να νομοθετούν με τη πένα βουτηγμένη στο λαϊκό αιματοδοχείο, τόσο περισσότερο κοντά φτάνουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, που εκτός των άλλων, εκείνους που θα πλήξουν περισσότερο είναι αυτούς που υποτίθεται ότι μας βοηθούν οικονομικά. Και λέω υποτίθεται, διότι το έχω ξαναγράψει νομίζω, ότι τούτη η οικονομική βοήθεια, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια απλή οικονομική συναλλαγή, μα, κατά την άποψή μου πάντα, αποτελεί τον «φερετζέ» που κρύβει το αποτρόπαιο πρόσωπο άλλων επιδιώξεων, πολύ πέραν της οικονομικής αυτής συναλλαγής, επιδιώξεων που έχουν να κάνουν με αναξιοποίητους ακόμα εθνικούς μας πόρους τεράστιας οικονομικής σημασίας, όπως πετρέλαια, φυσικό αέριο, ορυκτός πλούτος, και ακόμα περισσότερο, με προσπάθεια «εθνικών διευθετήσεων» τέτοιων ώστε, να μην υπάρχουν ζητήματα εκμετάλλευσης αυτών των πόρων, ιδίως εκεί όπου προβάλλονται αιτήματα συνεκμετάλλευσης από μονίμως ανήσυχους γείτονες μας, από γείτονες με εγνωσμένη αποτελεσματικότητα στην αρπαγή, σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο της δικής μας υποχωρητικότητας και ενδοτικότητας. Και, τουλάχιστον στην δική μας την ελληνική Ιστορία, δεν θυμάμαι να υπάρχει προηγούμενο όπου οι ξένες οικονομικές «βοήθειες» ή «στηρίξεις» να μη σήμαιναν και εμπλοκή στα πολιτικά μας πράγματα, από τα πιο «εσωτερικά» (όπως π.χ. αν έπρεπε να γίνουν οι όχι εκλογές και με ποιο εκλογικό σύστημα), ως τα καθαρώς «εξωτερικά». Για να επιτευχθούν όμως αυτά, πρέπει παράλληλα να δουλέψει καλά και η επιστημονικά σχεδιασμένη προπαγάνδα, για να αφοπλίσει κάθε διάθεση αντίστασης από τη κοινωνία, από το λαό, μια προπαγάνδα, που θα εκθειάζει το Μνημόνιο ως ένα είδος Μοναδικής Λύσης του προβλήματος. Τούτη τη προπαγάνδα, τη ζούμε ήδη. Σπανίως τα «επίσημα» έγγραφα που καταγράφουν τη κάθε φορά το τι συμφωνείται στο προσκήνιο, αποδείχτηκαν στην Ιστορία οι πλέον αξιόπιστες πηγές για τη καταγραφή της. Θα αργήσουν να έρθουν στην δημοσιότητα τα «πραγματικά ντοκουμέντα» που κατασκευάζουν αυτή τη στιγμή τις προοπτικές μας, αφού η ίδια η νομοθεσία, εθνική και διεθνής, μεριμνούν ώστε τη πραγματικότητα να την αντιλαμβανόμαστε σε όλες της τις πτυχές, μόνο μετά από 30 ή 40 ή 50 χρόνια. Δεν υπάρχουν τυχαία αυτές οι ασφαλιστικές δικλείδες. Συνήθως, πολύ αργά μαθαίνουμε ότι πάντα υπήρχαν και άλλοι δρόμοι εξόν επ’ τους εκάστοτε Μονοδρόμους που αποτελούν τη μόνιμη στρατηγική και επιλογή, της Ανικανότητας στη καλύτερη περίπτωση, της Παρακμής στη χειρότερη αν και συνηθέστερη. Αν αυτό σημαίνει ότι ο λαός κρατείται σε σχετική άγνοια, ή, καλύτερα, του παρέχεται ελεγχόμενη και λογοκρινόμενη γνώση, τουλάχιστον, εφόσον γνωρίζουμε ότι στη πολιτική υπάρχει παράλληλα με το προσκήνιο και ένα παρασκήνιο, δεν δικαιούμαστε, τουλάχιστον αυτό, τόσο άκριτα να υιοθετούμε αυτό που ιστορικά διαψεύδεται, δηλαδή, τις περί μονοδρόμου θεωρίες. Και το Μνημόνιο είναι μια τέτοια θεωρία. Είναι μια θεωρία βασισμένη σε μια σειρά αυταπόδεικτων μύθων, με κυρίαρχο μύθο, αυτόν της τάχα μοναδικότητας του ελληνικού προβλήματος, ώστε να δικαιολογηθεί γιατί έπρεπε να επιβληθεί το Μνημόνιο, αποσιωπώντας γιατί άλλες χώρες στην Ευρώπη μα και αλλού που αντιμετωπίζουν ίδια, παρόμοια ή και χειρότερης έκτασης προβλήματα, εν τούτοις, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό, δηλαδή στο σημείο του εθνικού εξευτελισμού, στο σημείο όπου κατ’ ουσίαν η εξουσία του κράτους σε κρίσιμους τομείς του να έχει εκχωρηθεί σε μια ομάδα τμηματαρχών και διευθυντών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο (αφού οι άλλοι δύο «εταίροι» της Τρόικας φαίνεται να λειτουργούν μάλλον ως ανθύπατοι).
Αλλά το αίμα, έχει ένα κακό. Η οσμή του δεν φεύγει εύκολα : καθόλου μάλιστα εύκολα. Και το κυριότερο : τα θύματα απ’ τα οποία μονίμως επιχειρείται η αφαίμαξη, η αναιμική κοινωνία που συνολικά πια (με εξαίρεση όσους αποτελούν τους ευνοημένους της κρίσης, αφού και στη χειρότερη Κατοχή πάντα υπάρχουν κι εκείνοι που τελικώς πλουτίζουν αθέμιτα χάρη ακριβώς σ’ αυτή), μετατρέπεται σε ένα υποχρεωτικό αιμοδότη, όντας αναιμική, εκτός κι αν αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν, δεν είναι λογικό ότι έστω από αντανάκλαση, δεν θα αντιδράσει, με τέτοιο βαθμό βιαιότητας, όση και η εισπραττόμενη αίσθηση αδικίας; Πόσος νους χρειάζεται για να κατανοηθεί αυτό;
Και βεβαίως, μια Κατοχή, ιστορικά, δεν διαρκεί πάντα. Κάποια στιγμή έρχεται και η στιγμή της Απελευθέρωσης. Οι Κατοχικές Δυνάμεις φεύγουν, όμως, επίσης ιστορικά μιλώντας, πίσω τους αφήνουν ερείπια, τέτοιας έκτασης και φύσης, ώστε μέχρις ότου το κράτος και ο λαός «έρθουν στα ίσα τους», συνήθως, τα προβλήματα αυτά αποτελούν εστίες που στη καλύτερη περίπτωση πυροδοτούν πολιτικές και κοινωνικές ανωμαλίες, στη χειρότερη δε, πυροδοτούν εμφυλιακού τύπου εσωτερικές αναταραχές, που ευχόμαστε και προσωπικά εύχομαι, να μη γνωρίσουμε. Η γενιά μου, ανήκει σ’ αυτούς που γεννήθηκαν στην αρχή της δεκαετίας του ’50. Οι γονείς μας, όταν ήμασταν πιο νέοι, μας έλεγαν να μη γνωρίσουμε ποτέ πόλεμο και Κατοχή. Πόλεμο στρατιωτικό δεν γνωρίσαμε, αν και ζούμε συνεχώς με την απειλή ενός τέτοιου πολέμου, αν και κάποιοι συμπατριώτες μας, τον γνώρισαν στην Κύπρο το Καλοκαίρι του 1974. Γνωρίσαμε όμως μια άλλη Κατοχή, σα συνέπεια ενός άλλου είδους πολέμου, οικονομικής και πολιτικής φύσεως. Μια Κατοχή, ίσως όχι εξίσου οδυνηρή με εκείνη της περιόδου 1941-1944, αλλά, αν συνεχιστεί μέχρι τέλους το «Ελληνικό Πείραμα», να μην έχει η σημερινή Κατοχή να ζηλέψει σε τίποτα εκείνη των γονιών μας (αν και αρκετοί απ’ αυτούς, βρίσκονται ακόμα εν ζωή).
Το αιματοδοχείο, σήμερα είναι άδειο. Τη μια γέμισε για την υπογραφή του Μνημονίου, την άλλη με την προηγούμενη «επικαιροποίησή» του. Τις μέρες αυτές, ήδη η Τρόικα πρόκειται να αξιώσει νέα «πράγματα». Στο στόχαστρό της, αυτή τη περίοδο, οι «τυχεροί» που θα αποτελούν το κομμάτι του σαλαμιού που πρόκειται να κοπεί αυτή τη περίοδο. Συνεπώς, χρειάζεται νέο «αίμα» για το αιματοδοχείο, έως την επόμενη φορά, οπότε και θα κληθούν άλλοι «τυχεροί» για να υποβληθούν σε υποχρεωτική αιμοληψία.
Αλλά η Κατοχική Διοίκηση κάνει τη δουλειά της, και υπό μια έννοια καλά την κάνει. Ποτέ μου δεν υπήρξα τόσο ανόητος διεθνιστής, γι’ αυτό άλλωστε και δεν είμαι υπέρ της παγκοσμιοποίησης, ώστε να πιστεύω ότι κάποιοι «καλοί ξένοι» θάρθουν εδώ να σώσουν τη χώρα μου και μαζί μ΄ αυτή να σώσουν και μένα. Τέτοιοι «διεθνισμοί», μονάχα οδύνες έφεραν. Οι μόνοι πραγματικοί διεθνισμοί που υπήρξαν και συνήθως αιματοκύλισαν την Υφήλιο, ήταν οι διεθνισμοί των συμφερόντων των εκάστοτε Παγκόσμιων Νέων Τάξεων Πραγμάτων, που η αναζήτηση ζωτικού χώρου πήγαινε πλάι – πλάι με το αίμα : μια διαρκής επαναδιατύπωση με τα ίδια ή παραπλήσια λόγια, του ναζιστικού Blut und Boden [αίμα και έδαφος] (βλ. Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 163). Γι’ αυτό και δεν πιστεύω στην αλληλεγγύη τούτης της Ανώνυμης Εταιρίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που λειτουργεί απροκάλυπτα ακριβώς μ’ αυτό που είπα, ως Εταιρία. Αλλά εγώ, ήμουν, και εξακολουθώ να είμαι, υπέρ μιας Ευρώπης των Λαών, στα πλαίσια μιας ελεύθερης συνένωσης, που επίσης θα εξασφαλίζει και την ελεύθερη αποχώρηση, μιας Ευρώπης που δεν θα αποφασίζει ένα «διοικητικό συμβούλιο» το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνεται, μα στα σπουδαία ζητήματα, μέσω δημοψηφισμάτων θα πρέπει να αποφασίζουν οι ίδιοι οι Λαοί, μιας Ευρώπης, όπου ο κάθε Λαός θα διατηρεί την πολιτιστική του αυτοτέλεια, χωρίς βίαιες πολιτισμικές «επιδρομές» του ενός ενάντια στον άλλον.
Ένα δάκρυ έχει κρυσταλλώσει στην άκρη του ματιού του Ανθρώπου. Η πορεία του κοπιαστική, τίποτα δεν του δίνεται, τα πάντα είναι υποχρεωμένος να τα κατακτήσει μέσα από αγώνα, ιδρώτα και αίμα, και όχι σπάνια, με τη ζωή του την ίδια. Μπορούμε άραγε να μην εκχωρήσουμε το όραμα για μια κοινωνία χωρίς πόνο, θλίψη και αναστεναγμό στο βασίλειο του θανάτου, και να επιδιώξουμε κάπως να το ιδιοποιηθούμε ως προοπτική εδώ στο επίγειο βασίλειό μας;