Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να…συγκλη(ι)θεί!

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Ευαίσθητος άνθρωπος αυτός ο Αντώνης Σαμαράς, αλλά πολύ αγχωμένος πολιτικά.
Εκεί που πάει να καβαλήσει το άρμα της εξουσίας, αυτή η άτιμη μοιάζει να του ξεγλιστρά, ενώ εκείνος μοιάζει να συγκλίνει στο άρμα.  Και όσο του ξεγλιστρά, τόσο την ποθεί απεγνωσμένα, με αποτέλεσμα να μετεωρίζεται πολιτικά. Τώρα μάλιστα τελευταία, όποτε διαβάζω νέα του, συμβαίνει να τρέχουν στο μυαλό μου οι στίχοι από ένα παλιό αγαπημένο μου τραγουδάκι: «ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί, ό,τι ποτέ δεν έζησε μες τ' όνειρό του ζει μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή…».

Δεν είναι όνειρο αυτό που ζει. Εφιάλτης είναι στο πρόσωπο της Ντόρας! Είναι όμως αυτός λόγος να θέλει να «συγκλίνει» με το Γιώργο Παπανδρέου και μάλιστα α λα Σόκρατες, ώστε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ να συνεργασθούν για να καταστρώσουν από κοινού ένα οικονομικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων στο πνεύμα του μνημονίου, εμφανιζόμενοι όμως να αντιστέκονται στους συντάκτες του μνημονίου;
Αν και στην Πορτογαλία η συναίνεση επιδιώκεται για να μην ενταχθεί η χώρα τους στον νέο μηχανισμό της ευρωζώνης, ο κ. Σαμαράς φέρεται πρόθυμος να συνεργήσει κατόπιν εορτής, για να............. «αλλάξει το μίγμα πολιτικής» στην Ελλάδα, όπως δηλώνουν συνεργάτες του. Δηλαδή να αραιώσει το δηλητηριώδες για την κοινωνία διάλυμα της τρόικας, θα έλεγα, για να είμαι ακριβής. Το μνημόνιο είναι διάλυμα και όχι μείγμα, μην μπερδευόμαστε! Δεν θα ήταν διάλυμα, αν δεν αποτελούσε νόμο το κράτους. Δεν πρόκειται για πρόταση διακυβέρνησης, αλλά για κανόνες άσκησης της πολιτικής οικονομίας στην χώρα μας, εγκεκριμένους από το κοινοβούλιο, που μάλιστα φέρονται – αντισυνταγματικά - να περιβάλλονται με αυξημένη ισχύ.

Άρα, ο α λα Σόκρατες πολιτικός λόγος της ΝΔ, είναι μάλλον πολλαπλά ατυχής. Εάν επιθυμεί ο κ. Σαμαράς να συμπράξει με τον κ. Παπανδρέου, ας επιλέξει έναν πολιτικά πρωτότυπο τρόπο για να μην εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Ας κάνει λίγες μέρες υπομονή να μεταβληθούν τα διλήμματα του Γιώργου Παπανδρέου προς την κοινωνία, εξ αιτίας της αλλαγής κλίματος στις Βρυξέλλες και τότε ας κάνει το κουμάντο του.

Δεν μπορώ να φανταστώ καμία περίπτωση στην οποία ο κ. Σαμαράς θα μπορούσε να επηρεάσει την πολιτική ατζέντα στην Ελλάδα, όχι διότι δεν είναι ικανός, αλλά γιατί εάν οι εξελίξεις κινηθούν στην κεντρική πολιτική σκηνή και όχι στο επίπεδο της κοινωνίας, την απόλυτη πρωτοβουλία θα έχει ο κ. Παπανδρέου. Συνεπώς ο κ. Σαμαράς θα μπορούσε να βρει τρόπο να στηρίξει την κυβέρνηση, δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να ισχυριστεί ότι έχει την δυνατότητα να παρέμβει στην ασκούμενη οικονομική πολιτική, μεταβάλλοντας προς το λαϊκότερο την κατεύθυνσή της. Αυτό θα μπορούσε να το κάνει ο κ. Παπανδρέου, αν συμφωνούσε η τρόικα και στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί χώρος για συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, η οποία θεωρητικά θα έδινε την δυνατότητα στον κ. Σαμαρά να ισχυριστεί ότι επηρέασε το timing και το μείγμα της ασκούμενης πολιτικής. Άλλωστε, όπως δηλώνει, εκλογές δεν επιθυμεί, αλλά αποκλειστικά αλλαγή πολιτικής από την κυβέρνηση. Και έτσι μεταβάλλεται η ΝΔ από κόμμα εξουσίας σε κόμμα διαμαρτυρίας. Για να πάψει να εμφανίζεται έτσι  αναγκάζεται να αναπτύξει συναινετικό λόγο στο πλαίσιο του καθ’ ημάς κυβερνητισμού.

Το ερώτημα, όμως, που θα έπρεπε να τον απασχολεί, είναι προς τα πού θα απηύθυνε τον ισχυρισμό ότι η ΝΔ μπορεί να επηρεάζει τις εξελίξεις, στηρίζοντας ουσιαστικά την κυβέρνηση. Είναι πράγματι αυτό το ζητούμενο από το σώμα των  παραδοσιακών ψηφοφόρων της ΝΔ σήμερα; Είναι αρκετό ένα πιθανό «κυβερνητικό» προβάδισμα του κ. Σαμαρά έναντι της κ. Μπακογιάννη για να συγκρατήσει τους νεοφιλελεύθερους εκλογείς που υποστήριζαν την ΝΔ , στο πλευρό του; Μπορεί, τέλος, μέσω μιας τέτοιας συνεργασίας να αντέξει μεγαλύτερο διάστημα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου;

Όχι, είναι η ρεαλιστική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, με δύο όμως κρίσιμες ενστάσεις. Η συνεργασία της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ πράγματι θα ενδυνάμωνε την πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, μετά τους ανερμάτιστους χειρισμούς Παπανδρέου στο πλαίσιο της εκλογικής διαδικασίας των περιφερειακών εκλογών, ενώ παράλληλα θα ενίσχυε την συσπείρωση στο κόμμα της ΝΔ πολιτών, που έχουν πελατειακή εξάρτηση από αυτό.

Η ουσία είναι ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται να μην μπορεί να πολιτικοποιήσει την αντιμνημονιακή ρητορεία του. Το αδιέξοδο αυτό τον οδηγεί σε μια μορφή κυβερνητισμού, που αρθρώνεται μάλιστα με τον παλαιοκομματικό λόγο που συνηθίσαμε στην χώρα μας. Είναι άλλο πράγμα η αναζήτηση συναίνεσης στην βάση της αυτό-διακυβέρνησης της χώρας και άλλο η εξεύρεση τρόπου να νομιμοποιηθεί ο δικομματισμός κάτω από την ομπρέλα της τρόικας, ή στο πλαίσιο του «Σχεδίου Β» του ΔΝΤ. Θα ήταν μάλλον ανεδαφικό αν θεωρούσα ότι η ΝΔ μπορεί να αποκτήσει ιδεολογικά χαρακτηριστικά, είναι κρίμα όμως, προσωπικά για τον Αντώνη Σαμαρά, να συμβάλλει στην διασκέδαση του αιτήματος γι’ αυτο-διακυβέρνηση. Αν το πράξει, απλώς πλέον η ΝΔ δεν θα έχει κανέναν λόγο ύπαρξης. Το κόμμα της κ. Μπακογιάννη αυτοπαρουσιάζεται ιδεολογικά αυθεντικότερο και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να εκπροσωπήσει όλες τις διάσπαρτες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις της χώρας, έτσι ώστε η Ντόρα με στυλ Hillary Rodham Clinton, να καλλιεργήσει τον θατσερισμό στην  Ελλάδα, καθώς ο τελευταίος «αδικείται» πράγματι εντός της ΝΔ!  

Μόνον που ο θατσερισμός ως κοινωνικό μοντέλο και όχι ως δημοσιονομική πρακτική, εμφανίζεται να ταυτίζεται με τον «τέταρτο δρόμο» που επαγγέλλεται ο Γιώργος, πολύ περισσότερο από τον «δεξιό-κοινωνισμό» που προβάλλει ο κ. Σαμαράς. Η συνεργασία του τελευταίου με τον Γιώργο θα καταλήξει να οδηγήσει συντομότερα κεντροδεξιούς ψηφοφόρους στο κόμμα της Ντόρας, καθώς το κρίσιμο για τον λαό είναι το κοινωνικό μοντέλο και η αίσθηση της αυτο-διακυβέρνησης και όχι οι δημοσιονομικές διευθετήσεις. Και δυστυχώς, εάν η κυβέρνηση μετά από ένα διάστημα καταστροφής της ελληνικής κοινωνίας, πετύχαινε πράγματι να μειώσει το έλλειμμα, τότε το κοινωνικό μοντέλο που προασπίζεται η κ. Μπακογιάννη θα ήταν μονόδρομος για την ανάπτυξη. Στο σημείο αυτό «συγκλίνει» ο τέταρτος δρόμος με τον θατσερισμό. Αυτό, όμως, δεν έχει καμία σχέση με τις κοινωνικές διακηρύξεις του κ. Σαμαρά.

Περιθώριο συνεργασίας μεταξύ Αντώνη και Γιώργου στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει, σε αυτήν τουλάχιστον την φάση. Σε κάθε περίπτωση, χαμένος θα έβγαινε ο πρώτος. Στην χώρα μας υφίστανται τρία κρίσιμα για το μέλλον ερωτήματα, απόλυτα συνδεδεμένα το ένα με το άλλο: η αυτο-διακυβέρνηση,  το κοινωνικό μοντέλο και οι όροι ανάπτυξης. Οποιαδήποτε έννοια συναίνεσης πρέπει να περιλαμβάνει απάντηση και στα τρία αυτά από κοινού. Τούτο ιδεολογικοποιεί σε σημαντικό βαθμό τον κυβερνητισμό και διαμορφώνει νέες ανάγκες εκπροσώπησης στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού. Θέτει μάλιστα, κατά την γνώμη μου, σε αμφισβήτηση και το συνολικό πολιτειακό μοντέλο της μεταπολίτευσης. Αν ο κ. Σαμαράς ενδιαφέρεται να μακροημερεύσει στα πολιτικά πράγματα της χώρας, θα πρέπει ίσως να αφήσει τον νεοφιλελευθερισμό να τον «διαχειριστούν» άλλοι με μεγαλύτερη παράδοση σε αυτόν και να επικεντρωθεί στην αναπαράσταση της νέας ταυτότητας της Ελλάδας, αρθρώνοντας με έναν ξεκάθαρο πολιτικά τρόπο το εθνικό συμφέρον της στην συγκυρία. Απαιτείται δηλαδή, για να υπάρξει η δεξιά, να διαφοροποιηθεί ουσιωδώς τόσο από τον κ. Παπανδρέου, όσο και από την κ. Μπακογιάννη. Εάν ο Αντώνης Σαμαράς επιχειρήσει να γίνει «σφήνα» μεταξύ Γιώργου και Ντόρας, θα εξαφανιστεί σύντομα κάτω από το άρμα της εξουσίας. Στην Ελλάδα θα βιώσουμε το επόμενο διάστημα τρομακτικές αλλαγές, τις οποίες κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Συναινέσεις και συνεργασία μεταξύ των πολιτικών φορέων είναι προφανές ότι θα απαιτηθεί. Το ζήτημα είναι εάν τα κριτήρια θα είναι συντηρητικά ή προοδευτικά. Αν, με άλλα λόγια, θα κατατείνουν στην συντήρηση του καθεστώτος ή στην υπέρβασή του. Και αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν αφορά μόνον στην αριστερά, αλλά και στην δεξιά. Αν η τελευταία επιθυμεί να συμβάλει στην πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση.