Δεν είμαστε όλοι ίδιοι

-Στη Λαϊκή με έναν Αντισυμβατικό υποψήφιο Δήμαρχο-


Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης



«ή θ’ ανοίξουμε δρόμους και πόρτες στους παθιασμένους και ικανούς ομοίους μας, ή το παιχνίδι το χάσαμε

Μου είπαν «έλα να τον δεις θα πάθεις πλάκα. Εσύ που κάθε τόσο τα βάζεις με τους επαγγελματίες πολιτικούς και την οικογενειοκρατία, έλα να δεις έναν αλλιώτικο υποψήφιο Δήμαρχο. Ένα γνήσιο παιδί του λαού, έναν από εμάς,  που δε μασάει τα λόγια του».

Τους είπα «έχω τα χρονάκια μου και αρκετές εμπειρίες σε Ελλάδα και εξωτερικό με τους δημάρχους και δεν εκπλήσσομαι εύκολα».

Μου είπαν «έλα στη Γλυφάδα να τον δεις και μετά τα λέμε. Ο άνθρωπος είναι αντισυμβατικός, είναι τρελός. Είναι το πρότυπο του Αντι-Μαυρογιαλούρου».

Τελικώς πείστηκα απ’ την επιμονή τους αλλά και για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί ο κύριος αντίπαλός του είναι ένας, συμπαθέστατος μεν εμφανισιακά και με θετική απ’ ότι λέγεται παρουσία στο κοινοβούλιο, αλλά από «πολιτικό τζάκι», «Μυκονόβιος», σκαφάτος και ολίγον γιάπης. Θα μου πείτε «τι έχεις ρε φίλε με τους γιάπηδες και τους γόνους πολιτικών οικογενειών; Είσαι κι εσύ ένας φθονερός και κομπλεξικός επαρχιώτης»;

Όχι φίλοι μου. Απλώς, δεν πάω τις οικογένειες που άλωσαν τη βουλή και τώρα έβαλαν στο μάτι και τους δήμους. Η φεουδαρχία έχει καταργηθεί εδώ και αιώνες. Εχω άλλωστε μια αλλιώτικη εικόνα για το........
πώς πρέπει να είναι ο ιδανικός δήμαρχος. Η δουλειά του δημάρχου είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής των δημοτών του και τίποτα άλλο. Ο δήμαρχος, ο ιδανικός ΔΗΜΑΡΧΟΣ, πρέπει να είναι τις λιγότερες ώρες στο γραφείο του  και τις περισσότερες στους δρόμους, στις γειτονιές και στα εργοτάξια του δήμου του, όχι μόνο με ανασκουμπωμένα τα μανίκια αλλά και με ανεβασμένα τα μπατζάκια μέχρι τα γόνατα όπως οι ψαράδες και όχι όπως οι σκαφάτοι με ενδυμασία Κωνσταντάρα στο ρόλο του «Φαντασμένου». Ο  ιδανικός ΔΗΜΑΡΧΟΣ δεν πρέπει να περιμένει να δεχτεί τους πολίτες στο γραφείο του για κάποιο πρόβλημα. Πρέπει να προλαμβάνει τα προβλήματα και να πηγαίνει ο ίδιος στους δημότες του, στις γειτονιές τους, στα καφενεία, στις καφετέριες, στις λαϊκές  και γενικώς στους δημόσιους χώρους και όχι να μιλάει μαζί τους «κεκλεισμένων των θυρών και των συναλλαγών». Τα μεγάλα θέματα αναπλάσεων που θ’ αλλάξουν την πόλη και τη ζωή των πολιτών του, ο  ιδανικός ΔΗΜΑΡΧΟΣ τα φέρνει προς συζήτηση σε δημόσιες διαβουλεύσεις και όχι σε συνέδρια «ειδικών». Αυτό είναι στην πράξη Αμεση Δημοκρατία του Δήμου και όχι των «ειδικών». Οι «ειδικοί» έχουν φέρει τη χώρα και τις πόλεις μας σ’ αυτό το χάλι. Κανένας «ειδικός» στον κόσμο, ακόμα και ο πιο ειδικότερος, δεν μπορεί να γνωρίζει τα ειδικά προβλήματα των δημοτών καλύτερα απ’ τους ίδιους.

Μπαίνοντας στο γραφείο του, ένα απλό γραφείο δίχως ιδιαίτερη διακόσμηση, ούτε καν μια γλάστρα με λουλούδια, κατάλαβα ότι δεν πρέπει να περνάει και πολύ ώρα καθισμένος στην πολυθρόνα του. Καθώς τον πέτυχα σε μια τηλεφωνική επικοινωνία, μου έκανε νεύμα να καθίσω, δίχως να δείχνει ανήσυχος αν άθελά μου κρυφάκουγα τη συνομιλία του.  Λένε, πως στα πρώτα 90 δευτερόλεπτα σχηματίζεις μια πρώτη εικόνα για τον συνομιλητή σου που δύσκολα την αλλάζεις. Είδα  λοιπόν έναν συμπαθή αλλά απλό και συνηθισμένο άνθρωπο της «διπλανής πόρτας», που θα πέρναγε σχεδόν απαρατήρητος αν έμπαινε σε ένα δημόσιο χώρο.  Μια εικόνα που σε λίγο θα άλλαζε  ραγδαία. Δεν προλάβαμε καν να συστηθούμε καλά-καλά….

«Εμπρός φύγαμε πάμε στη λαϊκή της Ευρυάλης. Ξέρεις ποια ήταν η Ευρυάλη», μου είπε στον ενικό, σαν να μιλούσε σε έναν παλιόφιλο.

………«Μ’ έπιασες αδιάβαστο» του είπα μετά από λίγη σκέψη. «Παρότι η ιστορία και η ελληνική μυθολογία είναι απ’ τις αδυναμίες μου,  ομολογώ πως δεν έχω καν ακούσει το όνομα».

«Δίχως να θέλω να σου κάνω τον ξύπνιο, επειδή βλέπω ότι σου αρέσει η  μυθολογία, μάθε ότι υπάρχουν δυο Ευρυάλες. Η μια ήταν γοργόνα, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος. Η άλλη ήταν η Κόρη του Μίνωα, που γέννησε με τον Ποσειδώνα τον γίγαντα Ωρίωνα».

«Ηδη σε συμπάθησα, παρότι δεν είμαι πασόκος» ήταν η απάντησή μου.

«Μη σε νοιάζει φίλε μου. Οι περισσότεροι φίλοι μου δεν είναι πασόκοι. Η μάνα μου κι ο πατέρας μου, μ’ έμαθαν να μην ξεχωρίζω τους ανθρώπους με βάση τα πιστεύω, τα πλούτη και τα κάλλη τους αλλά με το τι κρύβουν μέσα τους». “Εξυπνος” σκέφτηκα, “διπλωμάτης και μάλλον συντηρητικός για να μου αναφέρει τη μάνα του και τον πατέρα του”. Μια δεύτερη εικόνα-εκτίμηση που σύντομα θα διαψευδόταν. Φτάνοντας στη λαϊκή, μετά απ’ τις πρώτες συνήθεις χειραψίες και τα γνωστά «πως είσαι, τι κάνει ο γιος σου ο …. και που βρίσκεται τώρα η κόρη σου η …..», πρόσεξα, ότι έμπαινε κατευθείαν στο «ζουμί». Δύσπιστος ως συνήθως, σκέφτηκα, “ή αυτές οι τυχαίες συναντήσεις δεν είναι τόσο τυχαίες και αυθόρμητες, ή ο τύπος είναι καριερίστας”, καθότι, όπως λένε οι ψυχολόγοι, οι καριερίστες διακρίνονται απ’ την ικανότητά τους να απομνημονεύουν ονόματα. Οι επιφυλάξεις μου διαλύθηκαν όταν συναντήσαμε τον πρώτο  προκλητικό αντιρρησία, έναν μεσήλικα, που καθόταν πίσω από έναν πάγκο με λαχανικά.

«Τώρα που έρχονται εκλογές μας θυμηθήκατε. Ολοι σας ίδιοι είσαστε…..»

Πριν προλάβει να συνεχίσει ήρθε η απάντηση  σαν ριπή πολυβόλου.

«Σε μένα απευθύνεσαι; Δεν πρέπει να είσαι καλά άνθρωπέ μου και δεν πρέπει να είσαι καλός επαγγελματίας γιατί έχασες έναν σταθερό πελάτη. Μόνο φέτος μ’ έχεις δει πάνω από πενήντα φορές στη λαϊκή της γειτονιάς μου, στην Ακροκορίνθου. Δεν είσαι ο τάδε που φέρνεις ντομάτες Βαυρώνος, έχεις την αποθήκη σου στην τάδε οδό και μου έχεις διαμαρτυρηθεί κιόλας για τις ταμειακές μηχανές; Εγώ δεν ήρθα εδώ σαν ένας ζητιάνος, ξένος με τα προβλήματα της πόλης μου, για να ζητήσω ψήφους που θα μου δώσουν μια καρέκλα στο δήμο. Εγώ ήρθα να συνομιλήσω με τους συμπολίτες μου και να τους ζητήσω να έρθουν μαζί μου για να φτιάξουμε από κοινού μια Γλυφάδα Πρότυπη Πόλη, όπως μας αξίζει και όπως αξίζει στο ένδοξο όνομά της».

«Εντάξει ρε μεγάλε πλάκα έκανα. Ποιον νομίζεις πως θα  ψήφιζα, τον μπεμπέ ή την μπουμπού».

«Αλλού οι πλάκες φίλε μου. Δεν είναι καιρός για πλάκες αλλά για δράση. Αμα θες, όταν θα ‘χουμε χρόνο, να πάμε να πιούμε έναν καφέ, να κάνουμε και την πλάκα μας. Όχι τώρα όμως».

Η επόμενη αντι-επικοινωνιακή ενέργεια δεν άργησε να  ‘ρθει.

«Είμαι εδώ και μήνες άνεργη και πολύ οργισμένη και θυμωμένη με το κόμμα σας και με σας. Δεν πρόκειται να σας ψηφίσω και να με παρακαλάτε». Ηταν μια νεαρή γυναίκα, που έδειχνε πράγματι οργισμένη.

«Κοπέλα μου, κατανοώ την οργή και το θυμό σου, το ίδιο θα έκανα κι εγώ στη θέση σου αν ήμουν άνεργος. Καλά θα κάνεις να ψηφίσεις κάποιον άλλο συνδυασμό, που ποντάροντας στο θυμό των δυσαρεστημένων έχει σαν σύνθημά της “ενώστε τον δικό σας θυμό με τον δικό μας”. Μόνο που με το θυμό αγαπητή μου δεν λύνεις κανένα πρόβλημα ούτε ασκείς πολιτική. Εκμεταλλευόμενος το θυμό απελπισμένων μπορείς να κερδίσεις συγκυριακά και προσωρινά ψήφους αλλά με το θυμό δεν διοικείς Δήμο, ούτε καν το σπίτι σου».

«Και τι έχεις εσύ να μου προτείνεις;»

«Να κάνεις το θυμό σου θετική Δύναμη. Να έρθεις μαζί μας με τη Δυνατή Γλυφάδα να αγωνιστούμε μαζί κατά της ανεργίας. Η δημιουργία ενός γραφείου εξεύρεσης εργασίας είναι μια από τις προτεραιότητές μας. Δυστυχώς, περισσότερα δεν μπορεί να κάνει ένας δήμαρχος για την ανεργία. Οποιος το πει λέει ψέματα.  Παρόλα αυτά σε συμβουλεύω να ψηφίσεις έναν άλλο συνδυασμό για να κατευνάσεις τον θυμό σου και όταν γίνω δήμαρχος έλα να τα πούμε νηφάλια να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, ακόμα και να διαδηλώσουμε μαζί. Θα χρειαστώ ενεργούς πολίτες και βλέπω ότι εσύ είσαι μια απ’ αυτούς».

Ακολούθησαν κι άλλες προκλητικές παρεμβάσεις από πολίτες, που πήραν απρόβλεπτες, αντισυμβατικές και άκρως αντι-επικοινωνιακές, για μένα, απαντήσεις.

«Πάμε τώρα να πιούμε έναν καφέ εδώ κοντά και να μου πεις τις εντυπώσεις σου», μου είπε κάποια στιγμή, έτσι ορθά κοφτά και απρόβλεπτα. Αν και Αρκάς στην καταγωγή, οι κουβέντες του μου θύμιζαν περισσότερο Λάκωνα. Κάποιες στιγμές πάλι γινόταν φλύαρος αλλά όχι κουραστικός, αρκεί να τον παρατηρούσες στο πρόσωπο και στα μάτια. Γινόταν φλύαρος όταν μιλούσε για την γενέτειρά του και για τη Γλυφάδα. Εβλεπες αυτόν τον, με την πρώτη ματιά, λιγομίλητο, νηφάλιο και φιλικό άνθρωπο της «διπλανής πόρτας», όταν μιλούσε για τη Γλυφάδα, να παθιάζεται αφάνταστα. Από το βλέμμα του και τις εκφράσεις του προσώπου του, καταλάβαινες ότι ο άνθρωπος είναι κατειλημμένος από ένα εσωτερικό δαιμόνιο, λες και είχε «μια άνωθεν εντολή» να επιτελέσει.  Όταν μου εξήγησε τι έχει κατά νου για τη Γλυφάδα και τον ρώτησα, «με τόσο μεγάλα συμφέροντα, που επιβουλεύονται τις μοναδικές δυνατότητες που προσφέρει η Γλυφάδα για κέρδη, πιστεύεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις», είδα τα μάτια του να αστράφτουν και το πρόσωπό του να παίρνει την έκφραση αετού πριν την επίθεση.

«Ακου φίλε μου. Εμαθα από παιδί να παλεύω και να αγωνίζομαι. Τίποτα δε μου χαρίστηκε. Ότι πέτυχα το πέτυχα με σκληρή δουλειά. Δουλεύω από τα πέντε μου χρόνια. Ξύπναγα το πρωί πριν το χάραμα, βοηθούσα τους γονείς μου στις δουλειές  και μετά πήγαινα στο σχολείο. Το σπίτι μου είναι μόνο μερικά χιλιόμετρα απ’ το ιστορικό Βαλτέτσι. Μεγάλωσα με τις ιστορίες του 21. Περπάταγα καθημερινά στα ίδια μονοπάτια που είχαν περπατήσει οι Κολοκοτρώνης και Νικηταράς και αντλούσα δύναμη, κουράγιο και θέληση να γίνω κάτι και να προσφέρω στον εαυτό μου και στον τόπο μου. Ηρθα ένα επαρχιωτόπουλο στη Γλυφάδα, αποφοίτησα από το Λύκειο Γλυφάδας και συνέχισα τις σπουδές μου στο Εθνικό Μετσόβιο πολυτεχνείο(ΕΜΠ), στο τμήμα Μεταλλειολόγων, απ’ όπου αποφοίτησα το 1983 με άριστα. Ακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές με υποτροφίες και διακρίσεις στο εξωτερικό. Οι Γλυφαδιώτες με γνωρίζουν απ’ το Super Market του θείου μου, όπου έκανα διάφορες δουλειές. Πέρασα απ’ όλα τα στάδια της βιομηχανικής παραγωγής και της διοίκησης. Εργάστηκα σαν μηχανικός σε μεταλλευτικές εταιρείες και πάνω από έξι χρόνια υπήρξα μηχανικός έρευνας και ανάπτυξης νέων υλικών στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ). Γνωρίζω λοιπόν πολύ καλά τι σημαίνει βιομηχανική παραγωγή και τι σημαίνει μεροκάματο. Διετέλεσα ενάμιση χρόνο Γενικός Διευθυντής στα ΗΛΠΑΠ και εφτά χρόνια Διευθύνων Σύμβουλος στην  ΕΘΕΛ, ο μακροβιότερος μέχρι σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι υπερήφανος, για το ότι δεν καβάλησα ποτέ το καλάμι αλλά παρέμεινα αυτός που ήμουν. Πήγαινε να ρωτήσεις όποιον εργαζόμενο θέλεις από εκεί που πέρασα για να σου πουν για τον Κώστα Κόκκορη. Βγήκαν τελευταία κάποιοι και με κατηγόρησαν ότι ήμουν στην ΕΘΕΛ το ίδιο διάστημα που ήταν υπουργός ο Μαντέλης. Ένα πράγμα έχω να τους πω. Όταν άρχισα στην ΕΘΕΛ, υπουργός ήταν ο φίλος μου ο Καστανίδης, με τον οποίο είχα μια άψογη συνεργασία. Όταν ανέλαβε ο Μαντέλης, μου άσκησε αφόρητη πίεση. Μου έθεσε το δίλημμα να ενδώσω στη βούλησή του ή να παραιτηθώ. Ημουν ο μόνος στο υπουργείο του που συγκρούστηκε μαζί του. Το αποτέλεσμα ήταν, να φύγει κάποια στιγμή ο Μαντέλης απ’ το υπουργείο αλλά όχι εγώ απ’ την Εθελ. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση, παραιτήθηκα, όχι μόνο από τη θέση μου αλλά και από το δικαίωμα της αποζημίωσης γιατί σέβομαι το δημόσιο χρήμα! Γνωρίζεις πολλούς που να έχουν κάνει κάτι παρόμοιο»;

«Βεβαίως. Γνωρίζω πολλούς που έχουν προσφύγει στα δικαστήρια για να διεκδικήσουν τις αποζημιώσεις τους παρότι διώχτηκαν από τις θέσεις τους για παραβίαση καθήκοντος. Γνωρίζω και έναν πρώην κυβερνητικό εκπρόσωπο, που αρνήθηκε να πληρώσει εισιτήριο μερικών ευρώ για να μην επιβαρύνει τον οικογενειακό του προϋπολογισμό. Αυτός όμως ήταν γιος μεγαλοδημοσιογράφου. Οποιος έχει κληρονομήσει μεγάλη περιουσία λένε πως “εκτιμάει” περισσότερο τα λεφτά από εμάς που δεν τα είχαμε ποτέ»!

«Μ΄ έκανες να γελάσω αλλά νομίζω πως έχεις δίκιο. Οποιος έχει πονέσει, έχει αγωνιστεί και έχει δουλέψει σκληρά όλη του τη ζωή, έχει ανακαλύψει σημαντικότερα πράγματα στη ζωή από το χρήμα. Μετά την παραίτησή μου από την ΕΘΕΛ, ανέλαβα Γενικός Διευθυντής στην ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με πάρα πολύ καλή αμοιβή όπως θ’ αντιλαμβάνεσαι. Λίγους μήνες αργότερα, μόλις μου ζητήθηκε να κατέβω υποψήφιος δήμαρχος της παράταξης Δυνατή Γλυφάδα  παραιτήθηκα. Δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλοί που θα έκαναν κάτι παρόμοιο, δίχως λίγη τρέλα για τα κοινά.  Με ρωτάς λοιπόν αν θα τα καταφέρω κόντρα στα τόσο μεγάλα συμφέροντα που επιβουλεύονται τη Γλυφάδα; Ένα έχω να τους πω. Ας έρθουν να δοκιμάσουν. Στις προηγούμενες εκλογές, ήμουν ο μόνος υποψήφιος που συγκρούστηκε ανοιχτά και μετωπικά μ’ αυτά τα συμφέροντα. Το πλήρωσα αλλά δε λύγισα. Συνέχισα απτόητος τέσσερα χρόνια σαν μείζονα αντιπολίτευση να αγωνίζομαι για τα συμφέροντα των πολιτών και όχι των επιβουλευτών της πόλης μας. Μου είπες πως δεν είμαι τόσο επικοινωνιακός. Μπορεί να έχεις δίκιο. Εμένα δεν με ενδιέφερε ποτέ η Επικοινωνία αλλά η Κοινωνία…Και κάτι τελευταίο, που νομίζω πως είναι το δίλημμα όλων των ανθρώπων καθώς πλησιάζουν στο τέλος της διαδρομής τους. Με ρώτησε κάποτε ο πατέρας μου που ζει στο χωριό “πες μου γιε μου, πιστεύεις πως τα κατάφερα στη ζωή μου…είσαι υπερήφανος για μένα” …συγκινούμαι ακόμα όταν θυμάμαι τη σκηνή. Παρότι είμαι αρκετά νέος ακόμα, προετοιμάζομαι από τώρα γι αυτή την έσχατη ερώτηση που την περιμένω κι εγώ κάποτε απ’ τα παιδιά μου. Αλίμονο στους απροετοίμαστους».

Ενιωθα πως τα πίστευε. Ηταν τόσο παθιασμένος, κατειλημμένος και αληθινά συγκινημένος, που δεν μπορούσε να κρυφτεί.

Απέφυγα να του κάνω άλλες ερωτήσεις γιατί δεν ήθελα να φύγω βράδυ απ’ τη Γλυφάδα.  Η Ποσειδώνος δεν είναι και ο πιο ασφαλέστερος δρόμος της Αττικής. Εύχομαι, όταν γίνει Δήμαρχος, να την υπογειοποιήσει για να ενώσει την πάνω Γλυφάδα με την Παραλία της, όπως ακριβώς γράφει στο πρόγραμμά του

«Σ’ ευχαριστώ Δήμαρχε. Ηταν μια ευχάριστη εμπειρία μαζί σου. Ραντεβού τον επόμενο χρόνο στο Δημαρχείο.»

«Να ‘σαι καλά. Σ’ ευχαριστώ κι εγώ για το χρόνο που διέθεσες για εμένα».

Στο δρόμο, μου ‘ρθε στο νου μια ρήση του Χάϊντεγγερ, που πάντα με κατάτρυχε:

 «Ο άνθρωπος είναι ότι του επιτρέπουν οι ικανότητές του, ή θ’ ανοίξουμε δρόμους και πόρτες στους παθιασμένους και ικανούς (ομοίους μας), ή το παιχνίδι το χάσαμε»