Οι ευγενείς και φλου στόχοι

Γράφει ο Πάσχος Μανδραβέλης

Υπάρχει ένα ενδιαφέρον κόλπο για να μένουν τα πράγματα τελματωμένα. Η συνταγή είναι απλή: 1) Θέτεις έναν ευγενή αλλά μαξιμαλιστικό στόχο. 2) Βαφτίζεις αυτόν τον στόχο ποιοτικό, οπότε δεν έχει μετρήσιμους δείκτες ώστε να αξιολογείται αντικειμενικά η πρόοδος ή η οπισθοδρόμηση. 3) Καταγγέλλεις όλες τις μικρές αλλαγές σαν οπορτουνισμό ή ρεφορμισμό, που σε απομακρύνουν από τον στόχο. Στηλιτεύεις ακόμη και τις αλλαγές οι οποίες πασιφανώς οδηγούν στον στόχο, διότι αποπροσανατολίζουν τον λαό και δεν τον οδηγούν να επιτύχει το μέγιστο. 4) Συγκρίνεις τα πάντα με αυτό το μέγιστο, αλλά φανταστικό ιδανικό, οπότε κάθε πτυχή της πραγματικότητας μοιάζει μηδαμινή. Και μετά... 5) Κάαααθεσαι και καταγγέλλεις.
Αυτό είναι το καλαμπούρι περί σοσιαλιστικής κοινωνίας στην οποία όλοι θα είναι ίσοι κι ευτυχισμένοι. Αλλά έχει εφαρμογή παντού, ακόμη και στην ανώτατη παιδεία. Εκεί ο ευγενής στόχος είναι η .......
«ποιοτική παιδεία», η οποία φυσικά δεν είναι μετρήσιμη. Πολλοί εξ ευωνύμων καταγγέλλουν τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών, «επειδή εμπορευματοποιούν την ανώτατη εκπαίδευση και βγάζουν ειδικούς επιστήμονες με δεξιότητες που προτιμά η αγορά, αντί να βγάζουν ολοκληρωμένους πολίτες ή ανθρώπους».
Το δεύτερο βέβαια δεν ορίζεται. Κανείς δεν εξηγεί πώς είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος. Δεν υπάρχει «πολιτόμετρο» ή «ανθρωπόμετρο» για να ξέρουμε πόσο ολοκληρωμένος βγαίνει κάποιος από ένα πανεπιστήμιο και συνεπώς δεν ξέρουμε πόσους ολοκληρωμένους πολίτες ή ανθρώπους βγάζει ένα πανεπιστήμιο. Επομένως δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ΑΕΙ, πρακτικές και δασκάλους. Αν ξέραμε δηλαδή ότι σύμφωνα με τις μετρήσεις το Καποδιστριακό, π.χ., βγάζει πιο ολοκληρωμένους πολίτες από το Δημοκρίτειο, θα ψάχναμε τι κάνει καλά το Καποδιστριακό και τι πρέπει να αλλάξει στο Δημοκρίτειο. Μη γνωρίζοντας όμως σε τι συνίσταται αυτή η «ποιοτική παιδεία», την οποία διάφοροι κηρύσσουν, επιτρέπεται και στο Καποδιστριακό και στο Δημοκρίτειο να συνεχίσουν αυτό που κάνουν χωρίς να αλλάζει τίποτε. Η αναπαραγωγή του τέλματος έχει και θεωρητική δικαιολόγηση.
Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των επιστημόνων που ζητεί η αγορά μπορεί να μετρηθεί. Υπολογίζεις πόσοι απόφοιτοι του Χ πανεπιστημίου βρίσκουν δουλειά συναφή με το αντικείμενο σπουδών τους και κατατάσσεις το πανεπιστήμιο ανάμεσα στα επιτυχημένα ή τα αποτυχημένα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ένα μεγάλο μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας βδελύσσεται την αξιολόγηση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Η αξιολόγηση αναγκαστικά θα καταλήξει σε κάποιους ποσοτικοποιημένους δείκτες και αναγκαστικά κάποιες κατεστημένες πρακτικές θα πρέπει να αλλάξουν. Αν διαπιστώσουμε, π.χ., ότι οι απόφοιτοι του Οικονομικού Πανεπιστημίου βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά από το ΑΠΘ, θα ξέρουμε ότι κάτι δεν πάει καλά στο Αριστοτέλειο και κάποια πράγματα θα αλλάξουν.
Φυσικά, ένα ΑΕΙ δεν κρίνεται μόνο από τον αριθμό των πτυχιούχων που βρίσκουν δουλειά, υπάρχουν κι άλλοι -δεκάδες- δείκτες που πρέπει να μετρηθούν και να αξιολογηθούν. Αρκεί να μετρηθούν. Διότι προς το παρόν τα δικά μας ΑΕΙ είναι άγνωστο πόσους «ολοκληρωμένους ανθρώπους» βγάζουν, αλλά είναι γνωστό και πόσους ανέργους παράγουν.

Πάσχος Μανδραβέλης