Ο τουρκικός «γίγαντας» με τα πήλινα πόδια…


Του Μανώλη Κυπραίου

Πάνε σχεδόν επτά αιώνες αντιπαλότητας. Επτακόσια χρόνια όπου τα έθνη Ελλήνων και Τούρκων συγκρούονται σε αυτή την περιοχή, με την πλάστιγγα πότε να γύρει υπέρ του ενός και πότε του άλλου.
Εκατοντάδες συγκρούσεις, εκατομμύρια θύματα, με πολέμους άλλες φορές σκοπών και άλλες φορές ολοκληρωτικούς. Στις αρχές του περασμένου αιώνα και για τα επόμενα 30 χρόνια οι «Νεότουρκοι» της Επιτροπής Ενωσης και Προόδου (ΕΕΠ), αποφάσισαν να εκκαθαρίσουν με τον πλέον αποτροπιαστικό τρόπο τις εθνότητες που βρίσκονταν επί τουρκικού εδάφους μιας και είχαν γίνει «πονοκέφαλος» λόγω της εμπορικής και πολιτικής ανάπτυξής τους. Αρμένιοι, Ελληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας έπεσαν θύματα της τουρκικής θηριωδίας μετρώντας εκατομμύρια νεκρούς, κυρίως αμάχους. Ο παντουρκισμός το όνειρο μιας μεγάλης Τουρκίας που θα επεκτείνεται από την Ματζουρία και θα φτάνει μέχρι το Ιόνιο πέλαγος, το όνειρο μιας τεράστιας τουρκικής αυτοκρατορίας είχε ξαναγεννηθεί. Ονειρο που δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.
Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, με αφορμή το βιβλίο του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμετ Νταβούντογλου, σε συνδυασμό με τις ...........
δηλώσεις του περί δημιουργίας μιας νέας οθωμανικής αυτοκρατορίας ανακαλύψαμε και μια νέα απειλή…
Δυστυχώς όμως όπως έλεγαν και οι Λατίνοι «μεγάλος δάσκαλος της ζωής είναι η ιστορία» την οποία πρέπει να θυμόμαστε για να μας συμβουλεύει και όχι να μας κατευθύνει. Αλλά να τη θυμόμαστε.
Οι δηλώσεις και η έγγραφη αναφορά του Αχμέτ Νταβούντογλου, δεν έχει να πει τίποτε καινούργιο από αυτά που πρέσβευε και ο αποθανών πρόεδρος της Τουρκίας Τουρκούτ Οζάλ. Κι εκείνος μίλαγε για το όραμα της μεγάλης τουρκικής αυτοκρατορίας κι εκείνος προσπαθούσε να δημιουργήσει τον «Οργανισμό Τουρκικών Κρατών» αλλά απέτυχε παταγωδώς.
Η Αγκυρα παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι που έχει προκαλέσει πολλά ερωτηματικά, τόσο στους εχθρούς όσο και τους φίλους της. Προσπαθεί να αναλάβει το ρόλο της ηγέτιδας δύναμης του ισλαμικού κόσμου, ερχόμενη σε ευθεία αντίθεση με τις δύο άλλες «υποψήφιες» χώρες. Το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία και το όραμα του Ταγίπ Ερντογάν έχει βάλει σε «περιπέτειες» την Τουρκία.

Η τουρκική παλινδρόμηση

Κατ’ αρχήν η προσπάθεια διείσδυσης της Τουρκίας στην Κεντρική Ασία παρακολουθείται «στενά» από τη Ρωσία, η οποία βλέπει την τουρκική προσπάθεια επιθετικά, μιας και η Αγκυρα έχει εισέλθει μέσα στο «ζωτικό χώρο» της, κίνηση που δεν μένει αναπάντητη.
Η στρατηγική όμως είναι ένα αέναο «παιχνίδι» κινήσεων και τακτικής.
Και επειδή δυστυχώς στην Ελλάδα βλέπουμε το δέντρο, αλλά χάνουμε το δάσος, η Ρωσία έχει κάνει εξόχως αισθητή την παρουσία της στα σύνορα της Τουρκίας, με «μοχλό πίεσης» την Αρμενία.
Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αναπτύξει νέες βάσεις ραντάρ επί αρμενικού εδάφους, έχουν μετακινήσει εκεί αντιαεροπορικές/αντιβαλλιστικές συστοιχίες S-300 καθώς και αυτοκινούμενους πυραύλους εδάφους-εδάφους Iskander. Παράλληλα δύο συντάγματα ειδικών δυνάμεων μαζί με άρματα μάχης μετασταθμεύουν στην Αρμενία, μετατρέποντας τη «χώρα των αετών» σε βάση στρατηγικού ελέγχου της περιοχής.
Από την άλλη, ο πόλεμος μεταξύ Γεωργίας και Ρωσίας και η αποδεδειγμένη εμπλοκή των ΗΠΑ της Ουκρανίας και της Τουρκίας υπέρ των Γεωργιανών, όπου οι Ρώσοι σε μια πρωτοφανή επίδειξη ισχύος έφτασαν 100 χιλιόμετρα έξω από τη Τυφλίδα, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για το τι σκέφτεται η Μόσχα.
Φυσικά Ρωσία και Τουρκία έχουν και άλλα ανοιχτά μέτωπα, όπως αυτό της υποστήριξης τσετσένων ανταρτών από την Αγκυρα και το ζήτημα του «Ναγκόρνο Καραμπάχ» μεταξύ Αζερπαϊτζάν και Αρμενίας, που παρά τις υποσχέσεις των Τούρκων προς το Μπακού, παραμένει άλυτο λόγω της υποστήριξης της Μόσχας προς το Ερεβάν.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιπαραθέσει τις οικονομικές συμφωνίες μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας καθώς και τους αγωγούς ενέργειας. Όμως ποτέ, μα ποτέ, η οικονομία δεν κατάφερε να υπερκεράσει ή να ανατρέψει την ισχύ της γεωστρατηγικής. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το ιστορικό δεδομένο πως πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι μεγαλύτεροι οικονομικοί εταίροι ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία, οι οποίοι μετά συγκρούστηκαν ανηλεώς με εκατομμύρια θύματα ένθεν κι ένθεν.
Από την άλλη, η εμπλοκή της Τουρκίας στην υπόθεση του Ιράν, έχει εξοργίσει τους Αμερικανούς οι οποίοι εξεπλάγησαν από την πρωτοβουλία του Ταγίπ Ερντογάν και του βραζιλιάνου ομολόγού του Λουίς Ινάτσιο Λούλα Ντα Σίλβα να υπογράψουν συμφωνία με τον ιρανό πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ για τον εμπλουτισμό ουρανίου εκτός της ιρανικής χώρας. Ενδεικτικές ήταν οι απαξιωτικές δηλώσεις της αμερικανικής προεδρίας για τη συμφωνία και ακόμη πιο σαφής η νέα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για νέες κυρώσεις κατά του Ιράν.
Ετσι η τουρκική πρωτοβουλία έμεινε απλά στα χαρτιά.
Παράλληλα έχουμε και την διάσπαση του στρατηγικού βραχίονα Ισραήλ-Τουρκίας με ευθύνη της δεύτερης, προκαλώντας βαθύ ρήγμα στο γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν δημιουργήσει μια «συμμαχία της σκιάς» για τον έλεγχο της ευαίσθητης περιοχής της Μέσης Ανατολής. Ιδιαίτερα το φλερτ της Αγκυρας, με τη Συρία, το Ιράν και το Πακιστάν έχει κάνει την Ουάσιγκτον να αναρωτιέται αν προ των θυρών βρίσκεται ένας νέος Γκαμάλ Αμντέλ Νάσερ που προσπαθεί να δημιουργήσει μια πανισλαμική κρατική συμμαχία με ότι αυτό συνεπάγεται για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η σημερινή εξωτερική πολιτική της Αγκυρας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά με αυτή της «μαύρης δεκαετίας» μεταξύ 1986-1996 όπου η Τουρκία είχε χάσει τον στρατηγικό προσανατολισμό της και αναζητούσε έναν νέο ρόλο, κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις οι οποίες της κόστισαν την «απομπομπή» της από το διεθνές γεωστρατηγικό σύστημα για όλο αυτό το χρονικό διάστημα.
Εκεί οφείλεται και η αντιπαράθεση μεταξύ των «βαθέως κράτους» των Κεμαλιστών και της κυβέρνησης Ερντογάν. Οι στρατιωτικοί παρακολουθούν από κοντά αυτές τις κινήσεις και θεωρούν πως η νέα αυτή «ισλαμική» πολιτική τείνει να απομακρύνει τη χώρα από τις βάσεις που έθεσε ο Μουσταφά Κεμάλ που ήταν ξεκάθαρες. «Το βλέμμα μας πρέπει να παραμείνει προς τη Δύση» είχε πει κατά τη διάρκεια της χειμμαρώδους ομιλίας του στην τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1926, ο Κεμάλ. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, πως οι στρατιωτικοί δύο φορές έχουν σχεδιάσει να τον ανατρέψουν, με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της οργάνωσης «Ερκένεγκον». Και δεν αποκλείεται να σχεδιάζουν και την τρίτη τους προσπάθεια.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως ο Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει να αναστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, έχοντας ίσως κατά νου να γίνει ένας νέος Σουλτάνος με απόλυτη πολιτική και θρησκευτική ισχύ σε όλους του μουσουλάνους. Ενας νέος «πατισάχ». Ομως καμία μεγάλη δύναμη δεν θα του το επιτρέψει. Ένα νέο «ανατολικό ζήτημα» είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσαν σε Δύση και Ανατολή.

Η ελληνική «μη αντίδραση»

Είναι ολοφάνερο πως η Τουρκία, άσχετα με το τι πράττει στην εξωτερική της πολιτική και με το που οδεύει, σίγουρα έχει καταφέρει να νικήσει κατά κράτος την Ελλάδα, δημιουργώντας την εικόνα ενός «γίγαντα» απέναντι σε ένα «κουνούπι» τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στους κοινούς «φίλους» και «συμμάχους».
Και η Αθήνα σταδιακά το αποδέχτηκε, ανοίγοντας την όρεξη της Τουρκίας στο Αιγαίο αφενός και αφετέρου κάνοντάς την να επιδεικνύει μια πρωτοφανή αδιαλλαξία σε ό,τι αφορά το Κυπριακό.
Η Αγκυρα κατάφερε να αποσαθρώσει την Αθήνα εκ των έσω, δημιουργώντας μια στρεβλή εικόνα για το πια πραγματικά είναι, προκαλώντας το φόβο και το θαυμασμό των ελλήνων πολιτικών απέναντί της, οι οποίοι εδώ και δεκαπέντε χρόνια την αντιμετωπίζουν με την πολιτική του κατευνασμού και όχι αυτή των «ίσων αποστάσεων».
Η γειτονική χώρα μας δείχνει φραστικά και έμπρακτα πως μας απειλεί, ιδιαίτερα από το 1974 και μετά. Αμφισβητεί τα κυριαρχικά μας δικαιώματα επί καθημερινής βάσεως, φέρνοντας στα όρια μαχητικά και χειριστές στο Αιγαίο. Μας αποστέλλει καθημερινά μια αρμαθιά από λαθρομετανάστες ανακατεμένους με πράκτορες και στρατιωτικούς. Μας εφαρμόζει ψυχολογικό πόλεμο μέσα από το διαδίκτυο και ενισχύει «μικρούς» αλλά «δυναμικούς» νέους αντιπάλους μας. Εξοπλίζεται για αεροναυτικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακας και προσπαθεί να μετατρέψει το Αιγαίο σε τουρκική mare nostrum.
Και ιδιαίτερα τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την χειρότερη οικονομική κρίση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία κάνει ακόμη περισσότερο αισθητή την παρουσία της και η Ελλάδα ακόμη περισσότερο αισθητή την αποχή της από τη διασφάλιση των εθνικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Πέρα από την οικονομική κρίση, υπάρχει και ένα κράτος που συνεχίζει και πρέπει να συνεχίζει την πορεία του. Διότι οι σημερινές επιλογές, προδικάζουν και το μέλλον μας.
Αυτή ακριβώς η ελληνική εξωτερική πολιτική τύπου «Τσαμπερλέιν» γνωστή και ως «πολιτική του κατευνασμού», θα γέρνει όλο και περισσότερο τη ζυγαριά υπέρ της Τουρκίας και θα ενισχύει το προφίλ του «λύκου με την προβιά αρνιού», Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να μετατρέψει μια εσωτερική κρίση σε εξωτερική, απέναντι σε αυτόν που δεν θα αντιδράσει.
Και εμείς; Θα εκλιπαρούμε σαν ικέτες τους ξένους συμμάχους να πείσουν την Τουρκία να μη μας απειλεί;
Θα γίνουμε ριψάσπιδες παραχωρώντας μερικά στρέμματα για να έχουμε την ησυχία μας;
Αυτό σημαίνει εξωτερική πολιτική; Δίνοντας «στρέμματα» και «βράχους για πρόβατα» όπως είχε αποκαλέσει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ τα Ιμια; Ευχόμαστε κάτι τέτοιο να μη συμβεί και το κυριότερο να μη γίνουμε «Κασσάνδρες». Γιατί αυτή η χώρα δεν έχει ανάγκη από «Κασσάνδρες» αλλά από ικανούς και αποφασισμένους πολιτικούς ηγέτες που θα νοιαστούν γι’ αυτό τον τόπο.
Γιατί η ικανή ηγεσία ξέρει να ισορροπεί τη ζυγαριά ώστε το κράτος να διαθέτει και «κανόνια» για την άμυνά του και «βούτυρο» για τους πολίτες του, εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητά του σ’ ένα κόσμο που γίνεται επιθετικότερος, απαιτητικότερος και ταχύτερος.
Καιρός είναι να αντιμετωπίζουμε πλέον την Τουρκία επί ίσοις όροις. Η Τουρκία δεν είναι αυτή που δείχνει και ούτε διαθέτει καλύτερους διπλωμάτες ή Ενοπλες δυνάμεις από την Ελλάδα. Απλά εμείς φοβόμαστε γιατί οι Τούρκοι έχουν καταφέρει να πείθουν την εκάστοτε-άπειρη-πολιτική ηγεσία πως υπερέχουν.
Και όταν πας με φόβο να αντιμετωπίσεις τον αντίπαλό σου, έχεις ηττηθεί πριν ακόμη αντιπαρατεθείς μαζί του…