Το φως στην άκρη του τούνελ


Γράφει η Ελλη Τριανταφύλλου

Είναι τόση η λαχτάρα να ακούσεις μία ελπιδοφόρα σκέψη αυτές τις μέρες του διάχυτου φόβου και των σεναρίων της απόλυτης καταστροφής, που όταν αρθρώνεται από κάποιον κυριολεκτικά τη ρουφάς. Ετσι μου συνέβη κι εμένα όταν έπειτα από μία επίσκεψη ρουτίνας ο γυναικολόγος μού ανακοίνωσε χαμογελώντας ότι, παρά τη μαυρίλα και τη σκοτεινιά, ο ίδιος παραμένει αισιόδοξος. «Τα σημερινά μωρά, η κόρη σου κι η κόρη μου, θα είναι τυχερά παιδιά», μου είπε σχεδόν με βεβαιότητα. Χαμογέλασα κι εγώ, ολίγον μουδιασμένα ομολογώ. Γιατί, άραγε, να είναι τυχερή η γενιά των ασυγκράτητων spreads και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, διερωτήθηκα. Μα, γιατί θα ξεκινήσουν από την αρχή, μου απάντησε. Περίπου όπως έκαναν οι παππούδες και οι πατεράδες μας, που έπειτα από έναν πόλεμο οι πρώτοι και μία χούντα οι δεύτεροι, μπορούσαν να ονειρευτούν ότι θα ζήσουν σε μία χώρα που αλλάζει και εκσυγχρονίζεται. Οτι θα παλέψουν σκληρά, αλλά θα .........
κατορθώσουν να φτιάξουν και να αφήσουν κάτι πίσω τους. Θα μάθουν από τα πρώτα τους βήματα ότι δεν χρειάζονται πενήντα dvd με παραμύθια γιατί η ζωή δεν είναι παραμύθι, ούτε όμως και κενή περιεχομένου. Θα εκπαιδευτούν να χαίρονται με τα λίγα και να αναζητούν την ουσία των πραγμάτων και όχι τα πράγματα. Θα κατανοήσουν αυτό που ήξεραν τα παιδιά των παλαιότερων. Οτι δεν περιφρονούμε αυτά που έχουμε, γιατί κοπιάσαμε για να τα αποκτήσουμε. Και ίσως θα έχουν την ευκαιρία πραγματικά να δημιουργήσουν, ζώντας σε μία χώρα που ξαναφτιάχτηκε από τα θεμέλια, αφού προηγουμένως έπιασε πάτο και που στη δική τους εποχή της ανάπτυξης και της δημιουργίας θα μπορεί να επαίρεται ότι απομονώνει τη λογική της ήσσονος προσπάθειας και επιβραβεύει τους τίμιους, δημιουργικούς μαχητές της ζωής.

Καλό ακούγεται, γιατρέ μου. Το πρόβλημα είναι τι θα γίνει με τους σημερινούς εικοσάρηδες που τα χρόνια της δικής τους «φόρας» θα συμπέσουν με το ξε-στήσιμο όλου αυτού του στρεβλού μοντέλου που χρόνια τώρα κάποιοι οικοδομούν χωρίς απολύτως καμία συναίσθηση της ιστορικής τους ευθύνης. Τι θα γίνει με όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους που δεν έχουν απολύτως καμία ευθύνη και που εθνικά ταπεινωμένοι καλούνται να πληρώσουν για όσα άλλοι αδίστακτα έπραξαν.

Χθες, μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο, ο πρωθυπουργός είπε πως «είναι ιστορικό χρέος να πάρουμε κάθε απόφαση που θα αποτρέψει τα χειρότερα»... Φοβάμαι ότι κανείς από τους ταγούς της πολιτικής δεν έχει συνειδητοποιήσει σε όλη του την έκταση και το βάθος ότι η Ελλάδα οδεύει προς τη μεγαλύτερη κοινωνική και οικονομική ανατροπή των μεταπολιτευτικών της χρόνων. Οσοι πατούν πιο στέρεα στην πραγματικότητα έχουν πλήρως αντιληφθεί ότι δεν μπορούμε πια να παραμείνουμε σ’ αυτή την όχθη της επίπλαστης αφθονίας και ότι πρέπει να καταφέρουμε να περάσουμε το επικίνδυνα ορμητικό ποτάμι για να περάσουμε απέναντι.

Το πάρτι τελείωσε και μαζί του ξόφλησαν οι υπερβολές και τα προνόμια των συντεχνιών και των πάσης φύσεως ευνοημένων του πελατειακού κράτους. Και η πολιτική λογική της μεταπολίτευσης. Κι αυτή ξόφλησε. Οι επόμενοι θα γνωρίζουν πλέον ότι δεν μπορείς για πάντα να μεταθέτεις τις αποφάσεις στο μέλλον ούτε να διαβιείς σαν να μην υπάρχει αύριο.

Οτι αυτό το τεράστιο, αντιπαραγωγικό, διεφθαρμένο, αναξιοκρατικό και βολεμένο ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έχει βάλει τον ελληνικό λαό σε μία πορεία οικονομικής εξόντωσης και μαρασμού, πρέπει να ξηλωθεί από τα θεμέλια. Οτι όσο κι αν μας βάζουν στις μυλόπετρες, η χώρα δεν σώνεται αν δεν εκλείψουν η η σπατάλη, η διαφθορά, η ασυδοσία, η ατιμωρησία και η ασυλία.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η γενιά των 700 ευρώ ίσως πρέπει να αισθάνεται αισιόδοξη. Ισως, στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα να διαγράφεται μία πραγματική ευκαιρία, την οποία, φυσικά, για να αξιοποιήσουμε θα στριμωχτούμε πολύ. Ισως, όταν οι εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ θα αποχωρούν από την Αθήνα, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή τους, να μπορούμε να διαμορφώσουμε τη νέα εποχή με καλύτερους όρους. Εμείς, ή τουλάχιστον τα παιδιά μας.

Ελλη Τριανταφύλλου