Άνθρωποι και ζώα

(Οι λεοπαρδάλεις, ο λύκος και τα πρόβατα)

Του Ιστορικού συγγραφέα Ματθαίου Χ.΄Ανδρεάδη

Διάβασα στην «Καθημερινή» της 28ης 3.2010 μιά κριτική παρουσίαση ανάμεσα σ΄άλλα (στη θαυμάσια κάθε Κυριακή στήλη της Ελισ.Κοτζιά), με τίτλο:

΄Ανθρωποι και ζώα.

«Το τελευταίο κείμενο της συλλογής του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου «Ο θησαυρός των Αηδονιών» (Γαβριηλίδης, σελ. 107) ανοίγει μια διαφορετική θεματολογία στη διηγηματογραφία του. Ονομάζεται «Παιδαριώδεις ιστορίες» και κάτω από τον τίτλο του στεγάζει πέντε εξιστορήσεις που δεν ξεπερνούν τις δύο σελίδες η καθεμία. Πρωταγωνιστές όλων των ιστοριών είναι τα ζώα - ένας χοίρος, ένα σκυλί, ένα μουλάρι, ένας τράγος, τα υποζύγια γαϊδούρια ενός νησιού. Η δομή τους είναι ίδια με εκείνην που έχει ολόκληρη η πεζογραφία του ολιγογράφου αυτού μεταπολεμικού συγγραφέα: κάθε διήγημα του Η. Χ. Π. αποτελείται από μια πρωτοπρόσωπη συνήθως ιστορία την οποία αφηγείται με εξαιρετική λιτότητα. Αφορμή για την εξιστόρησή προσφέρει είτε μια ανάμνηση που αναδύεται από το .....
παρελθόν, είτε μια παρατήρηση που σχολιάζει το κοινωνικό παρόν, αλλά και ένα όνειρο, η συνάντηση μ’ έναν φίλο. Κοινό τους χαρακτηριστικό, εκτός από την κομψότητα λόγου και την πνευματώδη διεισδυτικότητά τους, είναι ότι ένα έντεχνο γύρισμα στο τέλος δημιουργεί μια ισχυρή συγκινησιακή φόρτιση στον αναγνώστη. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως η διηγηματογραφία του Η. Π. Χ. ανήκει στην παράδοση των «Δουβλινέζων» του Τζόυς. Διότι στο κλείσιμο κάθε διηγήματος η τεχνική αυτή επιφυλάσσει μια μικρή, όχι θεαματική αλλά πολύ ουσιαστική αποκάλυψη, μια έλλαμψη, μια «επιφάνεια», όπως την έχει χαρακτηρίσει μέσα στο έργο του ο Ιρλανδός κλασικός πεζογράφος.

Τα ζώα στις «Παιδαριώδεις ιστορίες» είναι κατοικίδια, ζουν πλάι στον άνθρωπο, τον συντροφεύουν και τον εξυπηρετούν. Σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο τα ζώα θεωρούνται πράγματα. Στα κείμενα του Η. Π. Χ. τα ζώα είναι ωστόσο υποκείμενα. Ανάμεσα στον ιδιοκτήτη τους και σ’ αυτά γεννιέται μια σχέση. «Λύκε, λύκε/ δεν πιστεύω ό, τι και να λες/ ξαίρω ότι είσαι μόνος/ και τα βράδια κλαις…». Το τετράστιχο αυτό αποτελεί το μότο των διηγημάτων. Και όταν έχει τέτοιο βάθος συναισθήματος ένας άγριος λύκος, πόσω μάλλον τα φιλικά κατοικίδια. Δεν είναι έτσι χωρίς ηθικές συνέπειες το είδος της συμπεριφοράς που τους επιφυλάσσουμε εμείς. (Διότι η ευθύνη για το είδος του βίου τους, η διάρκεια, η ποιότητα και ο τρόπος του τέλους τους σε μεγάλο βαθμό μας ανήκει). Απ’ τη στιγμή δηλαδή που τα ζώα θα τοποθετηθούν στις παρυφές ή και μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα, μας φαίνεται πως δεν υπόκεινται πια κατ’ αποκλειστικότητα στους νόμους της Φύσης. Η συμπεριφορά τους ερμηνεύεται με ανθρώπινους όρους, είτε γιατί προβάλλουμε πάνω στις ενστικτώδεις κινήσεις τους τα δικά μας χαρακτηριστικά είτε γιατί τα ζωντανά έχουν πράγματι συναισθήματα. Δεν γελούν μεν και δεν μιλούν, η στάση τους όμως μπορεί να εκφράσει, πιστεύουμε, φιλία, κέφι, πίστη, ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη. Ετσι μάλιστα που τα συναισθήματά τους είναι πρωτογενώς στοιχειώδη, η εξέλιξή τους μοιάζει να είναι συνάρτηση της δικιάς μας συμπεριφοράς. Η μοίρα των αθώων εξαρτημένων όντων πάντοτε μας αφορά.

Τα τέσσερα από τα «Παιδαριώδη διηγήματα» είναι σπαρακτικά(…)».

Διαβάζοντας το μέρος αυτό της εργασίας της Ελισ.Κοτζιά θυμήθηκα ένα κείμενό μου που δημοσιεύθηκε την 9η 2.2007 στον «Πολίτη» το οποίο, στα κύρια σημεία του, έχει ως εξής:

«Οι λεοπαρδάλεις»

Οι προφητείες απ΄την πιο αρχαία εποχή μιλούσαν για την επανεμφάνιση της ευτυχίας του χρυσού αιώνα.Ο προφήτης Τειρεσίας της Θήβας είχε προμαντέψει,πως «θάρθει μέρα,που ο σαρκοβόρος λύκος δεν θα θελήσει να κάνει κακό στο ελαφάκι,που θάβρει τη μονιά του».

Έκτοτε, πολλοί οραματίζονταν τον γήϊνο παράδεισο. Ακόμα κι΄αυτοί, που καταδίκαζαν τις ουτοπίες, παρέμειναν σταθερά στον «ιεροκρυφισμό των τελικών σκοπών».

Ωστόσο, στην ιστορία ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να προφυλάξει ανέπαφα τα δυο αυτά ανεξάρτητα, αλλ΄αντίθετα, ζώα που είναι εμπιστευμένα στη λογική του, όπως έλεγε ο Γκουρτζίεφ.

Κατά τον γνωστό μύθο των λαών, δεν ήταν εύκολο στον άνθρωπο να μεταφέρει με τη σχεδία του απ΄την μιά όχθη του ποταμού στην άλλη, ταυτόχρονα τον λύκο, τον αμνό, την κατσίκα και το λάχανο, κι΄έτσι πάντοτε ο κίνδυνος να φάει ο λύκος την κατσίκα ή η κατσίκα το λάχανο, παρέμεινε μέχρι σήμερα απειλητικός. Και δεν το πέτυχε αυτό ο άνθρωπος γιατί έπρεπε να διασχίσει το ποτάμι όχι μόνο μιά φορά...

Ανέπτυξε, βέβαια, την εφευρετικότητά του, μεγάλωσε τον κόσμο του, αλλά όκνησε. Δε θέλησε να βρεί τον τρόπο να παλεύει με τις αδυναμίες του για να πετύχει τον σκοπό που έχει αναθέσει στον εαυτό του. Αφέθηκε στις επί μέρους βεβαιότητες που του πρόσφεραν ευχάριστο ύπνο, τα απαλά δηλαδή προσκέφαλα όλων των ειδών οι ιστορικές, προσωπικές, κοινωνικές και ιδεολογικές αναπαύσεις, αφήνοντας στο μακρυνό μέλλον τη σωτηρία.

Κι΄αυτό μεταβλήθηκε σε τέρας, μεταλλαγμένο σήμερα σε «Λεοπαρδάλεις», οι οποίες καταβροχθίζουν κάθε «πλησίον», αφότου φάνηκαν στην πόλη, και όλοι μας «τρυπώσαμε στα σπίτια μας έντρομοι...Αγριεμμένες,διψασμένες για αίμα, κοιτάζανε με μάτι θολό τις κατάκλειστες πόρτες μη ξεμυτίση κανένας,να τον ξεσκίσουν.Σιγά-σιγά όμως,θέλεις το κρέας που κρεμότανε άφθονο στα τσιγκέλια των παρατημένων κρεοπωλείων και καταπράϋνε την αρχαία,την αχόρταγη πεiνα τους-θέλεις οι ωραίες λιακάδες της πόλης μας-που τις χαιρόντουσαν,χουζουρεύοντας,ξάπλα στη μέση των έρημων δρόμων-οι λεοπαρδάλεις αρχίσανε,όσο νάναι,να ημερεύουν... Ξεθαρρέψανε κάνα-δυό,τις πλησιάσανε,τις ταϊσανε με λιχουδιές,που φυλάγαν,για τέτοιες ώρες ανάγκης,στο σπίτι... Οι λεοπαρδάλεις τις φάγανε-γλείψαν και το μουσούδι τους,τεντωθήκανε...«Φανερό» είπε κάποιος,«δεν θα φάνε κ' εμάς, άμα ξέρουν πως θα τους ρίχνουμε λιχουδιές...».Έτσι,σε λίγο καιρό,ξεθαρρέψαμε όλοι,ανοίξαμε πόρτες και παράθυρα διάπλατα,κυκλοφορούσαμε στους δρόμους και στις πλατείες, άνθρωποι και λεοπαρδάλεις ανάκατα...Απ' το τομάρι πια μόνο μας ξεχώριζες...Βέβαια, παραμερίζαμε με σέβας στο διάβα τους,τους προσφέραμε τα καλύτερα κρέατα, τις εκλεκτότερες ποικιλίες αλλαντικών, δηλώναμε, φωναχτά, ο ένας στον άλλο, πως ωραιότερα ζώα απο αυτά,που η παρουσία τους τιμούσε την πόλη μας,δεν είχαμε ξαναδεί στη ζωή μας!...Μερικοί,μια φορά, παραπαίρνοντας θάρρος,καθώς βλέπανε τις λεοπαρδάλεις να μπαταλεύουν-απ' το πολύ φαί που τους ρίχναμε,τη λιακάδα, την ξάπλα και το χουζούρι φανταστήκαν πως θάταν βολετό να τις διώξουν...Μα οι λεοπαρδάλεις τους κάνανε χίλια κομμάτια,πριν προλάβουν ν'απλώσουν χέρι απάνω τους...Από τότε,το βάλαμε καλά στο μυαλό μας,το τυπώσαμε σ' ολα τα βιβλία ζωολογίας,το αποστηθίζουμε κάθε μέρα σαν προσευχή:«Δεν πειράζουν οι λεοπαρδάλεις, αν δεν τις πειράξης-μην τις πειράζης, για να μη σε πειράξουν».Ολοι πια, πρόθυμα κι'ευσυνείδητα, τις ταϊζουμε, πρόθυμα κι'ευσυνείδητα, τους φέρνουμε λιχουδιές-κι όσοι έχουνε χέρι απαλό κι΄επιδέξιο τους χαϊδεύουν τη ράχη ή το μουσούδι... Κι'οι λεοπαρδάλεις-ποιός θα το πίστευε;-τρίβονται λιγωμένες απάνω τους, αφήνοντας μικρά μουγκρητά ευχαρίστησης...Αυτός-καταλήξαμε-είναι ο τρόπος για ν'αντιμετωπίζη κανείς τις λεοπαρδάλεις. Και τον μαθαίνουμε τώρα και στα παιδιά μας, για να τον μάθουν κι’αυτά στα παιδιά των παιδιών τoυς. Να τα μάθουν ν' αγαπούν τις λεοπαρδάλεις, να σέβωνται τις λεοπαρδάλεις, να ταϊζουνε τις λεοπαρδάλεις, αφου για πάντα, όπως ξέρουμε, θάναι-έξω απο κακό ή αρρώστεια!-οι λεοπαρδάλεις αφέντες στην πόλη μας» (Από ποίημα του Φαίδρου Μπαρλά).

Ο λύκος και τα πρόβατα

Βέβαια μιά άλλη λύση είναι να πλησιάσουμε τον λύκο, όπως την 30η.3.2007, πάλι στον «Πολίτη» είχα επισημάνει:

Οι κάτοικοι ενός χωριού, με λογής όπλα, έχουν ξεκινήσει να σκοτώσουν τον λύκο, που τους ρήμαζε τα πρόβατα.Το δρόμο τους κόβει ένας σεβάσμιος αναχωρητής:

-Για πού με τα όπλα και τόση φασαρία,αδελφοί;

-Να σκοτώσουμε το λύκο.

-Σας έδωσε το δικαίωμα ο Θεός να σκοτώσετε ένα πλάσμα του που του δίνει ζωή;

-Ο λύκος είναι οχιά.

-Και σεις είστε καλύτεροι;

-Ο λύκος είναι κακό. Κι αν πεθάνει, αυτός θα φταίει.

-Και ποιό είναι το έγκλημά του, οτι πεινάει; Ζητάω οίκτο για τον λύκο.

Κι΄ αμέσως αρχίζει έρανο,για λογής τρόφιμα,από σπίτι σε σπίτι. Ολομόναχος, μια φεγγαρόφωτη βραδυά βρίσκει τον λύκο. Αδειάζοντας τα τρόφιμα τον κάλεσε άφοβα να ζυγώσει: «Λύκε αδελφέ μου δεν είναι ελεημοσύνη.Ο πατέρας όλων μας επιβλέπει νάναι όλα του τα πλάσματα χορτάτα.Σου φέρνω το μερίδιό σου. Δεν το αφαιρείς από κανένα, το δικαιούσαι. Φάε,αδελφέ λύκε...

Και φεύγει για να ξανάλθει την επόμενη βραδυά, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος, και πάλι και πάλι, φέρνοντας, κάθε φορά, τροφή στο «θηρίο της μοναξιάς».

Μια νύχτα ο γέροντας κουρασμένος πια, προσκάλεσε τον λύκο να κατέβει στο χωριό. Και κατέβηκε κι’ έτρωγε την τροφή του απ’το χέρι των χωρικών,και τα μικρά παιδιά τον χάϊδευαν...Στο τέλος ο αναχωρητής συμβούλεψε τον λύκο να φυλάξει αυτός το κοπάδι, γιατί έπρεπε και τα σκυλιά τ’αδέλφια του, να ξεκουρασθούν. Και ο λύκος, μάζεψε γύρω του τα πρόβατα και ξάπλωσε σε μια αμμουδερή τούμπα με ανυψωμένο το ρύγχος του,κάτω απ’ το ασημένιο φεγγάρι... (Από βραβευμένο παλαιό Γαλλικό ποίημα, που είχε τίτλο «Ο Λύκος»).

Βέβαια, στην ιστορία του ανθρώπου για αιώνες μέχρι τις σύγχρονες κοινωνίες, οι λύκοι για τους δογματικούς δεν φάνηκαν να «φείδονται του ποιμνίου». Τουναντίον, παρά πολλές φορές «εισήλθον εις την ποίμνην» (Πράξ.Αποστ. Κ.29) και κατασπάραξαν το ποίμνιο. Γι΄ αυτό, κατά την πίστη αυτών, είναι αδιανόητο ο λύκος να πλαγιάσει ειρηνικά με το πρόβατο, όπως σήμερα, για παράδειγμα, ο Άραβας με τον Ισραηλινό, ο μουσουλμάνος, γενικά, με τον χριστιανό, άλλοι με άλλους κ.ο.κ. Και τούτο, για πολλούς λόγους αλλά και για ένα πολύ βασικό, καθώς υποστηρίζουν ορισμένοι: Στον άνθρωπο «είναι έμφυτη η ανθρώπινη σχιζοφυσιολογία» που δεν θεραπεύεται με τίποτα, ούτε με τεχνητά μέσα...

Ετσι, λένε, «δεν μπορούμε να περιμένουμε υπομονετικά την αλλαγή στις καρδιές μας που θα έκαναν, προοδευτικά ή απότομα, να επικρατήσουν η αγάπη, η ειρήνη και η γλυκειά λογική». Γιατί οι άνθρωποι «δεν έχουν πια τη βεβαιότητα της αθανασίας, ούτε τον απεριόριστο χρόνο να περιμένουν τη στιγμή που θα συμβεί η συμβίωση του λύκου με το πρόβατο».

΄Εζησαν μεγάλα χρονικά διαστήματα με αλληλοσφαγές και καταπιέσεις. Απ’ τα 600 π.Χ.,μέχρι το 2.000 μ.Χ.,έγιναν περίπου δυο χιλιάδες πόλεμοι, επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο υπολογίζεται πως έχουν γίνει πάνω από εκατό δευτερεύοντες πόλεμοι και εμφύλιες συρράξεις. Οι ιστορικοί εξάλλου λένε ότι ο πληθυσμός της γης στις αρχές της Χριστιανικής περιόδου ήταν γύρω στα 250 εκατομμύρια, εκ των οποίων 60 ήταν ο πληθυσμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Και απ’αυτούς, οι πόλεμοι και οι επιδημίες, ως τα 65 μ.χ., άφησαν 45 εκατομ. Στα μισά του 17ου αιώνα ο πληθυσμός έφτασε στα 500 εκατομ. Και στα μέσα του Ι9ου αιώνα ένα δισεκατομμύριο. Ως τα 1925 ο πληθυσμός αυτός διπλασιάσθηκε. Κατά το 1959 ήταν 2.900 εκατομμύρια, ενώ το 2.000 περίπου 7-8 δισεκαταμμύρια.Το 2035 υπολογίζεται να είναι 15 δισεκατομμύρια.

Σε όλα αυτό το διάστημα οι 4 καβαλλάρηδες (θάνατος, πόλεμος, λιμός και λοιμός) έχουν επέμβει εξολοθρευτικά. Ολ΄αυτά δεν επέτρεψαν «στις θαυμαστές δυνατότητες της ανθρώπινης λογικής ν΄ ασκηθούν». Τις κατάντησαν «υπηρέτριες συγκινησιακών πεποιθήσεων και παθών», τουτέστιν πίστεων, θεολογικών ή κοσμικών,συστημάτων, δογμάτων, ιδεολογιών κ.λπ. Η πειθώ, το παράδειγμα, ο λόγος δεν άρκεσαν στην ιστορία. «Η ανθρώπινη ράτσα», λένε, «έγινε ψυχικά άρρωστη και κουφή στην πειθώ», παρ΄ ότι προφήτες, ο Ιησούς και σοφοί ως σήμερα παρουσιάσθηκαν. ΄Ετσι, προσθέτουν, πως δεν μπορεί η ανθρώπινη φύση αυθόρμητα μόνη της ν΄ αλλάξει. Το έχει πεί ο Σουίφτ: «Προσαρμόσαμε τη θρησκεία για να μισούμε αλλ΄ οχι ν΄ αγαπάμε αλλήλους».

ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!-ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΔΕΛΦΟΙ !