¨ ..… και μη πονάς λιγότερο απ΄ αυτούς που αδικούνται ¨


γράφει ο Αγγελος Αγγελίδης

Μη μιλάς. Κάνε πως δεν είδες. Βλέπε τη δουλειά σου. Προχώρα, προχώρα και μη σταματάς. Μη κοιτάς και μη μιλάς, θα μπλέξεις. Είναι οι Κανόνες της σύγχρονης κοινωνίας και της ζωής μας. Και είναι αλήθεια. Αν τολμήσεις να δεις πιο μακριά, κινδυ-νεύεις να χάσεις τα μάτια σου. Αν τολμήσεις να πεις κάτι παραπάνω, κινδυνεύεις να χάσεις για πάντα τη μιλιά σου.

Αν πεις κάποια στιγμή την αλήθεια, μόνο ο ίδιος θα την καταλάβεις και θα νοιώσεις αυτόματα παγερή μοναξιά. Θα σ΄ εγκαταλείψουν όλοι, ακόμη κι αυτοί που σου χρωστάν ανταπόδοση ψυχής και καλοσύνης. Οι δυνατοί θα υπερισχύσουν. Οι αδίστακτοι θα επικρατήσουν. Θα απογοητευτείς και θα .........
μαζευτείς. Θα συρρικνωθείς σαν προσωπικότητα και θα λιγοστέψεις απότομα, μέχρι να γίνεις ένα τίποτα. Μέχρι να εξαφανιστείς. Και τότε; Αν δεν έχεις αντίληψη και νου, αν δεν διαθέτεις τη στοιχειώδη λογική και το απαραίτητο ένστικτο της αυτόνομης ύπαρξης, αν δεν είσαι τίποτα, τότε όλα θα είναι καλά. Όλα τελείωσαν εκεί.

Αν όμως είσαι ακόμη ζωντανός στο στερέωμα και η ψυχή σου ελατήριο που μάζεψε ενέργεια; Τότε αρχίζεις το αιώνιο μαρτύριο. Τότε έρχεται η σύγκρουση των πεποιθήσεων, των αντιλήψεων, των επιθυμιών και των στόχων σου με τον κοινωνικά επιβαλλόμενο καταναγκασμό. Η βία που επιβάλλεται και δεν ελέγχεται από ηθικές αρχές και αξίες σε καταπιέζει αθόρυβα και ανυπόφορα. Η υπομονή δεν είναι λύση. Η λύση δεν φαίνεται πουθενά. Τότε αρχίζεις και πάλι τη σιωπή. Προσπαθείς και θέλεις να σώσεις τον εαυτούλη σου, όπως κι όπως. Δεν θέλεις φασαρίες ούτε μπλεξίματα. Αισθάνεσαι καλύτερα θεατής στην κερκίδα, παρά πρωταγωνιστής στον αγωνιστικό χώρο. Όμως εκεί που νομίζεις ότι έπεισες την αφεντιά σου για τη νομιμοφροσύνη σου, νοιώθεις τη συνείδηση σου σαν εφιάλτη. Μπήκες στο χορό της συνενοχής. Θα βλέπεις τα παράνομα και θα σιωπάς. Θα νοιώθεις τις αδικίες και θα υποφέρεις. Θα είσαι συνυπεύθυνος, αλλά και πάλι θα σιωπάς. Κι έτσι θα υπάρχεις, μα τελικά δεν θα υπάρχεις.

Καθημερινά πλέον ο άνθρωπος παραπονιέται. Παραπονιέται ο σύγχρονος αν-θρωπος για όσα συμβαίνουν μακριά του ή γύρω του ή στον ίδιο. Αυτά που προβάλλει η τηλεόραση μας πείθουν ότι ούτε ψεύτικα είναι πλέον, ούτε σενάρια φαντασίας. Το αίμα καυτό και κατακόκκινο τρέχει κάθε μέρα και ζεσταίνει το χώμα. Τα κορμιά σιγά-σιγά κρυώνουν. Η ζωή παγώνει. Η ζωντάνια και το σφρίγος παραδίδονται στο γκρίζο του θανάτου και της καταστροφής. Το όνειρο για τη γλυκιά ζωή παρελθόν. Ο θάνατος κοινός φόβος σε όλους. Τα καραβάνια και οι ανθρωπιστικές αποστολές πολλές, αλλά το αίμα τρέχει ακόμα. Μαζεύονται ρούχα και τρόφιμα απ΄ τα παιδιά των Σχολείων. Πληρώνονται και στέλνονται φάρμακα. Στέλνονται φάρμακα, στέλνονται και όπλα. Το θέατρο του παραλόγου στην παγκόσμια σκηνή συνεχίζεται. Και το αίμα τρέχει στο χώμα ακόμα, ζεστό και κατακόκκινο. Οι πόλεμοι ασταμάτητοι και αίσχιστα δικαιολογημένοι από ανθρώπους. Ναι, από ανθρώπους που σκοτώνουν ανθρώπους.

Οι πόλεις σαν μεγαθήρια μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Οι πολυκατοι-κίες πολυώροφες και με πολυτέλεια περίσσεια. Τα σπάνια μάρμαρα στα μπαλκόνια και τα κρύσταλλα με το χρυσό διάκοσμο στολίζουν τις υπερμεγέθεις μονοκατοικίες, τις εξο-χικές κατοικίες και τα πολυτελέστατα οροφοδιαμερίσματα. Και λίγο πιό πέρα οι άτυχοι της ζωής. Τόσο οι άστεγοι και οι τρωγλίτες. Οσο κι εκείνοι που σφίγγουν τα δόντια από υπομονή. Δέρνουν χωρίς πολλή σκέψη, ψυχρά και ανελέητα τα παιδάκια τους καταμεσής του δρόμου. Γιατί το ένστικτο δημιούργησε την όρεξη κι η παιδική αφέλεια την επιθυμία με την γκρινιάρικη επιμονή. Ωστόσο λείπει απ΄ τη τσέπη της μάνας εκείνο το ευρό που θα έφερνε το μαλακό και λαχταριστό σουσαμένιο κουλούρι. Τρέχει το δάνειο. Ότι υπάρχει στη τσέπη θα προγραμματιστεί για την επόμενη δόση.

Κι οι μέρες περνούν κι η φτώχεια συνεχίζεται. Και τα παιδιά μεγάλωσαν με χίλια παραμύθια κι αυτά τα παραμύθια έπαιξαν το ρόλο τους και στ΄ αληθινά παραμύθια της σύγχρονης ζωής. Τα παιδιά μεγάλωσαν, άλλαξαν. Εκείνη όμως η στέρηση άφησε τα σημάδια βαθιά και η επιθυμία εκείνη δεν άλλαξε ακόμη. Ισως γι΄ αυτό οι περισσότεροι να χαίρονται ακόμη εκείνο το κουλούρι καταμεσής του δρόμου με όρεξη περίσσεια. Και η ζωή συνεχίζεται κι ο πλούτος παραμένει αδικαιολόγητα έτσι. Από ανθρώπους που αγνοούν τους ανθρώπους.

Αλεξιπτωτιστές εδώ, αλεξιπτωτιστές εκεί. Παντού αλεξιπτωτιστές. Η κοινωνία μας γεμάτη από το σπάνιο αλλά ηρωικό αυτό είδος. Βέβαια κάποιος άλλος χαρακτηρισμός θα ταίριαζε περισσότερο, αλλά τον αποφεύγουμε στη σπουδή μην αδικήσουμε πιθανόν τους εξωγήινους. Θα τους συναντήσεις πολλές φορές, στις υπηρεσίες, μπροστά σου. Επίσης στις εκλογές για τα κοινά, κι εκεί να συνωθούνται. Σε διακεκριμένες θέσεις με παχυλούς μισθούς και επιδόματα υπερβολικής εφίδρωσης, κατά πλειοψηφία. Στις πρώτες-πρώτες θέσεις σε διάφορους διαγωνισμούς ή σε καλή σειρά στους καταλόγους των αποτελεσμάτων.

Εκείνη την ίδια ώρα κάπου αλλού, το τίμιο χέρι μιας αθώας μάνας θα ανάβει το καντηλάκι ψελλίζοντας συγχρόνως προσευχή και ικεσία προς τον Μέγα Θεό. Να βγούν καλά τ΄ αποτελέσματα του γιού της. Η χαρά της προσμονής και η ελπίδα της επιτυχίας θα ζουν και θα υπάρχουν στο ταπεινό σπιτικό μέχρι τη στιγμή της αλήθειας. Ομως η αλήθεια είναι πικρή. Πικρή και δεν καταπίνεται εύκολα επειδή τις περισσότερες φορές η αλήθεια είναι μισή. Φτιαγμένη έτσι από ανθρώπους, για τους άλλους ανθρώπους.

Εμειναν με τα μάτια ορθάνοιχτα οι γείτονες για το επεισόδιο που συντελέστηκε δίπλα τους και διάβασαν στις εφημερίδες. Ξαφνιάστηκαν και απορούσαν. Εσκιζαν τα ιμάτιά τους και έπαιρναν μέχρι και όρκο μερικοί απ΄ αυτούς, για το απροσδόκητο του γεγονότος. Όλα αδικαιολόγητα, όλα απρόσμενα κι όλα ένα ανεξήγητο αποτέλεσμα κακιάς στιγμής. Μέχρι που ο θερμόαιμος της ίδιας γειτονιάς δεν άντεξε άλλο σ΄ αυτά τα σαχλοακούσματα. Δεν άντεξε να ακούει τα συνηθισμένα ψέματα και τα άρρωστα παραμύθια. Δεν άντεξε την υποκρισία και τις στημένες φάσεις. Δεν άντεξε το χρυσωμένο χάπι που βολεύει, ούτε το βαρύ άρωμα που σκεπάζει τη δυσωδία. Εκείνων των θρασύδειλων που βασανίζονται πάντα απ΄ τη βαριά κατάρα του ξερόλα τύπου. Εκείνων που θα έχουν να πουν για κάθε θέμα έστω και κάτι. Ομως τι ; Την αντικειμενική αλλά δύσκολη αλήθεια ή το εύκολο ψέμα που βολεύει ;

Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο μέθυσος πατέρας παρα-μελούσε τα παιδιά του, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι ο ένας γιός διέπραξε κλοπές ; Και ενώ χρόνια ήταν κοινό μυστικό στη γειτονιά ότι ο εγκαταλειμμένος απ΄ την οικογένειά του πατέρας κατάντησε μέθυσος και αβοήθητος, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κάηκε μόνος μέσα στο σπίτι του; Και ενώ ήταν σ΄ όλους γνωστό ότι η κακόμοιρη γριά ζούσε εδώ και καιρό ολομόναχη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι έπεσε θύμα ξυλοδαρμού και ληστείας; Και ενώ όλοι ήξεραν ότι η μάνα ήταν άνεργη και χρόνια άρρωστη, γιατί ξάφνιασε η είδηση ότι κατάντησε σε ψυχίατρους με ψυχοφάρμακα ; Πώς δικαιολογείται η τόση αδιαφορία κι αυτή η υποκρισία ; Των ανθρώπων για τους τους συνανθρώπους.

Τότε το ερώτημα μπαίνει σκληρό και αμείλικτο σ΄ εμάς. Πού βρισκόμαστε εμείς ; σε ποιό σημείο, σ΄ αυτές τις καθημερινές ιστορίες θα συναντήσουμε τον εαυτό μας ; μήπως είμαστε οι καλύτεροι και οι άλλοι οι χειρότεροι ; η αδιαφορία και η απάθεια, η ιδιοτέλεια και ο ατομικισμός, η υποκρισία και η ανευθυνότητα είναι των άλλων ; η αδικία και το συμφέρον, ο παραλογισμός και η βία είναι των άλλων ; η πονηριά, η ενοχή, η δειλία, ο φόβος είναι των άλλων ; μόνο των άλλων ;

Τί είναι δικό μας ; κι αν δεν έχουμε τίποτε απ΄ όλα αυτά, τότε εμείς ποιοί είμαστε;

Μήπως είμαστε εκείνοι που έχουν μόνο συνείδηση ;

Τώρα πρώτος το λίθο θα βάλλω κι αν κι είναι οδυνηρό και σκληρό θα δεχτώ, ότι απ΄ τη συνείδησή μας, μας απέμειναν μόνο οι τύψεις.

Τις παραπάνω σκέψεις, η ταπεινότητά μου αφιερώνει με θείο σεβασμό στην μεγαλοσύνη των λόγων εις τους αιώνας, του ιερού Χρυσοστόμου :

¨ όταν λοιπόν συμβαίνει κάτι παράνομο κι άδικο,

κανείς μη παραμείνει νωθρός και αδιάφορος.

Τότε να γίνεται πιο καυτός κι απ΄ τη φωτιά.

Και να μην πονάει λιγότερο από εκείνους που αδικούνται,

διότι έτσι μόνο θα σταματήσουν τα περισσότερα απ΄ τα κακά ¨.