ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΩΣΗ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Μεταρρυθμισμός και επανάσταση, κέντρο και εξτρεμισμός είναι στρατηγικές εφαρμόσιμες μόνο στην πλουραλιστική δημοκρατία. Αντίθετα, ένα στρατηγικό μέσο χρησιμοποιείται σε όλα τα πολιτικά, ακόμα και τα αυταρχικά και τα συγκεντρωτικά : η μεταμφίεση. Συνίσταται στην απόκρυψη των πραγματικών κινήτρων και σκοπών πολιτικής δράσεως πίσω από ψευδοσκοπούς και ψευδοκίνητρα, που είναι δημοφιλέστερα… Η μεταμφίεση έχει πολυάριθμες μορφές. Η συχνότερη είναι η απόκρυψη ενός αντικειμενικού σκοπού ανομολόγητου πίσω από κάποιον άλλο, που μπορεί να ομολογηθή, σε σχέση με το σύστημα αξιών της εξεταζόμενης κοινωνίας, με μεγαλύτερη ευκολία…»

Maurice Duverger : Εισαγωγή στην Πολιτική, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, 1985, σελ. 139

«Η βελτίωση… των συνθηκών των κατώτερων τάξεων του πληθυσμού θα πρέπει να θεωρείται ως ένα πλεονέκτημα ή ως μια δυσχέρεια της κοινωνίας; Η απάντηση από πρώτη άποψη φαίνεται απόλυτα καθαρή… Αυτό που βελτιώνει τις συνθήκες της μεγάλης πλειοψηφίας δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ως μια δυσχέρεια για το σύνολο. Καμιά κοινωνία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ζει στη φτώχεια και τη δυστυχία δεν μπορεί να προκόψει και να ευτυχήσει με βεβαιότητα…»

Adam Smith : Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000, σελ. 124

«Αυτή η περιοχή απ’ όπου μόλις φύγαμε, και που μέσα στα όριά της συνεχίζεται η αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης, είναι την πραγματικότητα ένας αληθινός Παράδεισος για τα εσωτερικά δικαιώματα του ανθρώπου. Εκεί βασιλεύουν η Ελευθερία, η Ισότητα, η Ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ. Βασιλεύει η ελευθερία, επειδή τόσο ο αγοραστής όσο κι ο πωλητής ενός εμπορεύματος, ας πούμε της εργατικής δύναμης, εμποδίζονται και περιορίζονται μόνο από την ίδια την ελεύθερη βούλησή τους. Συμβάλλονται σαν ελεύθερα άτομα και η συμφωνία που κλείνουν δεν είναι παρά η μορφή της κοινής τους θέλησης με νομική έκφραση. Βασιλεύει η ............
Ισότητα, επειδή ο καθένας σχετίζεται με τον άλλο, σαν απλός κάτοχος εμπορευμάτων, και ανταλλάσσουν το ένα ισοδύναμο με το άλλο. Βασιλεύει η Ιδιοκτησία, επειδή ο καθένας διαθέτει μόνο αυτό που κατέχει. Βασιλεύει και ο Μπένθαμ, επειδή ο καθένας κοιτάζει μόνο τον εαυτό του. Η μόνη δύναμη που τους συνενώνει και τους φέρνει σε μια σχέση είναι ο εγωισμός, το κέρδος, και το ατομικό συμφέρον του καθένα. Ο καθένας κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, και κανένας δε σκοτίζεται για τα υπόλοιπα. Και ακριβώς έτσι κάνουν όλοι, από συμφωνία απέναντι στην προκατεστημένη αρμονία των πραγμάτων, ή κάτω απ’ την αιγίδα μιας Θείας Πρόνοιας που τους περισφίγγει όλους, εργάζονται από κοινού, προς αμοιβαίο όφελος, για τον κοινό πλούτο και προς το συμφέρον όλων»

George Lichtheim : Σύντομη Παγκόσμια Ιστορία του Σοσιαλισμού, εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1976, σελ. 102



Οι αγρότες κλείνουν τους εθνικούς δρόμους προκαλώντας τη «συμμαχική» δυσαρέσκεια ελληνικής και βουλγαρικής κυβέρνησης. Τους κλείνουν και τα βυτιοφόρα και τότε και πάλι όλοι διαμαρτύρονται επί πλέον δε και για το στέγνωμα της αγοράς από προϊόντα, πετρέλαιο και βενζίνη. Τους δρόμους των πόλεων τους κλείνουν από καιρού σε καιρό και οι δάσκαλοι εισπράττοντας την αγανάκτηση των γονιών που δεν έχουν πού να αφήσουν τα παιδιά τους όταν εργάζονται κι οι δυό. Τους κλείνουν και οι τραπεζικοί προκαλώντας αναστάτωση στη λειτουργία της αγοράς και της καταβολής μισθοδοσιών και συντάξεων που γίνονται μέσω αυτών, επομένως, νέα οργή εδώ. Τους κλείνουν και οι υπάλληλοι καθαριότητας των Δήμων (ή μάλλον, τους κλείνουν τα σκουπίδια αντί γι’ αυτούς) και ο κίνδυνος πανδημιών που απειλούν την δημόσια υγεία αρχίζει και παίζει στις τηλεοράσεις. Τους κλείνουν και τα «περήφανα γηρατειά», οι συνταξιούχοι, κλείνουν ακόμα από απεργούς μισθωτούς, μαθητές, και άλλες κοινωνικές κατηγορίες. Οι απεργίες νοσοκομειακών γιατρών και νοσηλευτών, δεν κλείνουν τόσο τους δρόμους, αφού η δική τους αποχή από την εργασία, είναι αρκετή να προκαλέσει «έμφραγμα» στη δημόσια υγεία.

Από την άλλη, οι κυβερνήσεις, ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ΧΡΩΜΑΤΟΣ, κατασκευάζουν το μύθο των «προνομιούχων διαμαρτυρόμενων» και προχωρούν σε «παραδείγματα» που «πείθουν» πώς διαμαρτύρονται οι λίγοι ευνοημένοι, τα «ρετιρέ» που πράγματι υπάρχουν σε κάθε επαγγελματικό κλάδο και επιχειρούν τη προβολή της εικόνας τους (των ρετιρέ) σ’ όλους τους υπόλοιπους της ίδιας επαγγελματικής τάξης. Παίρνουνε τα εκκαθαριστικά πέντε – δέκα μεγαλοδιευθυντών τραπεζών και τα προβάλλουμε στις τηλεοράσεις, αποκρύβοντας τι ισχύει για τη μεγάλη μάζα. Π.χ., πόσοι πράγματι γνωρίζουν, ότι υπάλληλοι στις τράπεζες (να πιάσουμε ένα κλάδο «ευνοημένο») με πτυχία και μεταπτυχιακά, με 20 και εικοσιπέντε χρόνια υπηρεσίας, που μαζί με όλα τα επιδόματα (επιστημονικά, πολυετίας, οικογενειακά, κ.λπ.), φτάνουν δεν φτάνουν τα 1500-1800 ευρώ το μήνα στο επίπεδο του απλού υπαλλήλου; (Πόσες άλλωστε είναι οι θέσεις των Διευθυντών στη κάθε Τράπεζα, ώστε οι χιλιάδες που εργάζονται σ’ αυτές να μπορούν να ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα τις καταλάβουν;) Πόσοι γνωρίζουν ότι οι «ευνοημένοι» αυτοί εργαζόμενοι, αργότερα ως συνταξιούχοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία λαβαίνουν γύρω στα 1000 ευρώ; Το ίδιο, παίρνουνε τα έσοδα πέντε δέκα μεγαλοαγροτών, δημοσιοποιούμε τα κέρδη τους, τραβάμε και καμιά φωτογραφία με τίποτα τζιπ πολυτελείας που διαθέτουν και από εκεί και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός για να θεωρηθεί «στρατός κατοχής» όλη η αγροτιά. «Στρατός κατοχής» και οι δημόσιοι υπάλληλοι, που χρεώνονται την αναποτελεσματικότητα στο τομέα της Διοίκησης όλων αυτών που έχουν την ευθύνη (αναφέρομαι στις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες) που έχοντας αναγάγει την μετριοκρατία, την ημετεροκρατία και την ευνοιοκρατία, που έχοντας κάνει «τέχνη» τον παροπλισμό και την «ψυγιοποίηση» κάθε ενός που δεν είναι αρεστός, μετακυλύουν την ευθύνη αυτή στους δημοσίους υπαλλήλους που απλά εκτελούν εντολές όλων αυτών των μετριοκρατών οι οποίοι δεν κάνουν ούτε το κόπο να μάθουν έστω στο κεφάλι του κασίδη, διότι είναι παντελώς ανεπίδεκτοι μάθησης μα και διάθεσης για μάθηση! Ακόμα και στους συνταξιούχους, σαν βγαίνουν στους δρόμους, κι εκεί το ίδιο σενάριο. Επιλέγουν κάμποσους απ’ αυτούς που έχουν σύνταξη που ξεφεύγει απ’ το «μέσο όρο», κι αρχίζουν το ίδιο παραμύθι.

Δεν θα εξαντλήσω όλο τον κατάλογο που άλλωστε ενδεικτικά ανέφερα παραπάνω. Δεν έχει νόημα. Δυό τρία μονάχα σχόλια θάθελα να κάνω ;

Πρώτον : έχει σημασία αν κάποιος έχει κέρδη ή μισθό μεγάλο ή σύνταξη μεγάλο, ή το αν αυτά τα κέρδη κι αυτές οι αποδοχές είναι προϊόν κόπου και προσπαθειών (εννοώ πάνω στη δουλειά κι όχι κόπος και προσπάθεια να μπω στην αυλή των κομματικών κολάκων ή να τα «κονομάω» με την παρανομία και τη διαπλοκή –διότι κι αυτά θέλουν «κόπο»), κι αυτές οι μεγάλες συντάξεις αντικατοπτρίζουν πράγματι μεγαλύτερες ασφαλιστικές εισφορές;

Δεύτερον : δεν είναι απάτη όταν προκειμένου να δικαιολογήσουν την κάθε επιβολή αύξησης και φόρου επικαλούνται τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και δεν λένε τίποτα για τα αντίστοιχα εισοδήματα εκεί; Σύγκλιση μονάχα σε ό,τι έχει σχέση με την αφαίμαξη; Που είναι η σύγκλιση στις αποδοχές, στις συντάξεις, στα μεροκάματα, στα προνοιακά επιδόματα, στις κοινωνικές παροχές; Το δυστύχημα δε είναι το πόσο αστόχαστα ο ίδιος ο λαός πολλές φορές, παίζει το παιχνίδι τους αυτό με το να διαμαρτύρεται για τους «μεγάλους» μισθούς και τις «μεγάλες» συντάξεις των δικών μας «ρετιρέ», όταν τα δικά μας «ρετιρέ» αποτελούν τους «πιο κάτω ορόφους» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, αντί όσοι εδώ έχουν κατώτερες αποδοχές και συντάξεις, υπερψηφίζουν την προς κάτω εξίσωση (όχι δηλαδή να βελτιώσουν τη δική τους θέση, μα απλά να φέρουν στη δική τους θέση όσοι «έχουν κάποια μοίρα στον ήλιο»), φυσικά προς μεγάλη ανακούφιση των εκάστοτε κυβερνώντων, οι οποίοι, φυσικά, δεν θα έβλεπαν με καθόλου κακό μάτι η Αθήνα να κλείσει από αγανακτισμένους εξαθλιωμένους, οι οποίοι να μην διεκδικούν την δική τους άνοδο προς τα «ρετιρέ» μα την εξίσωση όλων στην εξαθλίωση και την γενικευμένη φτωχοποίηση.

Και μετά από την σύντομη όσο κι ενδεικτική αυτή παρέκβασή μας, ας ξανάρθω στο «ψητό» : το ζήτημα των μέσων του αγώνα.

Τι λέγει μονότονα η κάθε εξουσία. Προσοχή! Όχι οι άνθρωποι της κάθε εξουσίας, διότι ΟΙ ΙΔΙΟΙ άνθρωποι όταν είναι εκτός εξουσίας και τη διεκδικούν λένε άλλα.

Τι λέει λοιπόν; Ότι «γνωρίζουν» το δίκαιο των αιτημάτων ή έστω κάποιων απ’ αυτά, ότι «αντιλαμβάνονται» τη κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι απεργοί, «ΟΜΩΣ» αυτός ο τρόπος, δηλαδή η απεργία που φέρνει αναστάτωση στο κοινωνικό σύνολο, δεν είναι ο «ενδεδειγμένος» τρόπος διαμαρτυρίας, και καλούν σε «συζητήσεις» για τα «θεσμικά» -κυρίως- αιτήματα.

Αναστάτωση και θεσμικά αιτήματα : ιδού τα δυό σημεία που πρέπει να προσεχθούν.

Ας αρχίσουμε με την «αναστάτωση».

Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση εκείνη, που είναι καταδικαστέα και απαράδεκτη, όπου οι κινητοποιήσεις εξελίσσονται σε καταστροφές, πυρπολήσεις και δηώσεις καταστημάτων και περιουσιών, είναι ζήτημα κοινής λογικής να αντιληφθεί κανείς, ότι μάλλον θα πρέπει να βρίσκεται σε άλλο πλανήτη με κοινωνίες διαφορετικά συγκροτημένες, αν υποστηρίξει ότι είναι δυνατό μια εξουσία να συγκινηθεί και κυρίως να της «ξινίσει ο τραχανάς» αν η όποια κινητοποίηση δεν επέφερε καμιά κοινωνική πίεση. Π.χ., οι δάσκαλοι να απεργούν τον Ιούλιο που είναι ούτως ή άλλως κλειστά τα σχολεία, οι γιατροί να απεργούν αλλά να μην απέχουν απ’ την εργασία τους, ή γενικότερα, οι απεργοί (αγρότες, εργάτες, υπάλληλοι, συνταξιούχοι, κ.λπ.) απεργούσαν ευρισκόμενος ο καθένας στον εργασιακό του τόπο (και οι συνταξιούχοι βέβαια στο σπίτι τους) διαμαρτυρόμενοι κάπως έτσι : με το να έχουν –ας πούμε- κρεμασμένο στη πλάτη τους και στο στήθος τους, ένα κομμάτι χαρτόνι όπου με μεγάλα γράμματα θα γράφουν «ΑΠΕΡΓΩ – ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ».

Δεν τον βρίσκετε αυτό τον τρόπο très sic; Και κυρίως πολύ αποτελεσματικό; Φαντάζεστε πόσα πολλά θα πετύχετε με τέτοια «μέσα» αγώνα; Άλλωστε και η Ιστορία δεν διδάσκει, ότι η Ανθρωπότητα ό,τι κέρδισε το κέρδισε με αγώνες διεπόμενους από το savoir vivre, με δρόμους ανοιχτούς, με πικετοφορίες μέσα στα σπίτια μιας (άντε και στο πεζοδρόμιο έξω απ’ αυτά), με συζητήσεις μέσα σε σαλόνια υπουργικών γραφείων και τη διεξαγωγή ημερίδων όπου το κάθε μέρος αντάλλασσε τα «οράματα» και τις προτάσεις του (αλλά μέχρι εδώ!); Δεν είναι η σημερινή μας ευημερία, «διδάσκουν» τούτοι εδώ, αποτέλεσμα των ανοιχτών δρόμων, της απρόσκοπτης λειτουργίας των αγορών, της τάξης και της συμμόρφωσης προς αυτές τις απαιτήσεις των «αγορών»; Αυτά δεν διδάσκουν οι δάσκαλοι και καθηγητές εκείνοι που «ξέρουν» την ιστορία, που «μορφώνουν» τα παιδιά μας, που πλέον «γνωρίζουν» ότι την 25η Μαρτίου έγινε ο πόλεμος με τους Γερμανούς και την 28η Οκτωβρίου ο πόλεμος με τους Τούρκους, τα παιδιά που όπως λένε οι ειδικοί την ελληνική γλώσσα την γνωρίζουν μέσα από ένα λεξιλόγιο 500 λέξεων; Τώρα θα πει κάποιος, υπάρχουν κι εκείνοι που λένε ότι –δυστυχώς θέλετε; δυστυχώς λέω κι εγώ, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα- από πλευράς εξουσίας και «αγορών» ΔΕΝ δόθηκε αυτοβούλως ούτε ένας κουλούρι χωρίς να πέσει ξύλο, χωρίς να κλείσουν δρόμοι, χωρίς ακόμα-ακόμα να πέσει αίμα –και στο παρελθόν, πάρα πολύ αίμα- ώστε να μπορούμε σήμερα εμείς να μιλάμε ελεύθερα, να διεκδικούμε ελεύθερα, και κυρίως, να πετυχαίνουμε και κάτι. Αλλά βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι αιρετικοί και οι διαστρεβλωτές της «πραγματικότητας», που είτε ξύπνιοι είτε στον ύπνο τους, ονειρεύονται ταραχές και διασάλευση της δημόσιας τάξης. Διότι μη έχοντας άλλη δουλειά να κάνουν, όλοι αυτοί που κλείνουν δρόμους (δάσκαλοι, μισθωτοί, συνταξιούχοι, μαθητές, γιατροί, αγρότες, κ.λπ., κ.λπ.), δεν είναι παρά όσοι αντιμάχονται το γενικό καλό, όσοι φθονούν τις κακές προοπτικές που θα δρομολογούνταν αν κάθονταν στα αυγά τους.

Α! τι ωραία που θα ήταν αν μας μείωναν –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας- τις συντάξεις μας, αν μας αύξαναν –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας- τα χρόνια εργασίας, αν μας μείωναν –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας- τους μισθούς και τα επιδόματα, αν ο κατώτερος μισθός ήταν 400 –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας- ευρώ, αν τα ανώτερα κέρδη ήταν απεριόριστα και αν είναι δυνατό και αφορολόγητα –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας-, αν η υγεία ήταν αποκλειστικά ιδιωτική –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας-, αν η παιδεία ήταν αποκλειστικά ιδιωτική –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας-, αν η αστυνομία ήταν κι αυτή ιδιωτική –για το καλό μας και το καλό της κοινωνίας-. Τότε θα βλέπαμε, αφού είχαμε συρρικνώσει το «κακό» κράτος, ή καλύτερα το είχαμε εξαφανίσει –και τα υπουργεία τι τα θέλουμε; να τα ιδιωτικοποιήσουμε κι αυτά-, πόσοι πόροι θα εξοικονομούνταν που θάρχοταν «ΣΕ ΜΑΣ» -όχι σε κάποιους λίγους, ΣΕ ΜΑΣ-…

Και πώς θα γίνει αυτό το «θαύμα»; Μα με «δυναμικούς αγώνες». Όταν θα είμαστε μαζί στο σπίτι ή στην παρέα, θα εκτονωνόμαστε μπήζοντας κραυγές, στέλνοντας στους διαβόλους και τριβόλους όσους μας κάνουν τη ζωή μαύρη, μα προς θεού! Μη διαταραχθεί η «εύρυθμη» λειτουργία της αγοράς! Της αγοράς με τα άδεια από πελάτες καταστήματα και τους καταστηματάρχες να κυνηγάνε μύγες, διότι οι τσέπες των διαδηλωτών εργαζόμενων που πέρναγαν μπρος απ’ τα μαγαζιά τους και τους «έδιωχναν την πελατεία[τις μύγες τους δηλαδή]» ζητώντας κανένα ευρώ παραπάνω στη τσέπη τους (για να το ξοδέψουν στα μαγαζιά τους) έχουν στερέψει από ρευστό. Αλλά, υπομονή : η απόλυτη σιγή, η σιγή νεκροταφείου, η απόλυτη παθητικότητα, δεν θ’ αργήσει ίσως να έρθει : και τότε, αν συμβεί αυτό, τότε, με όλους τους δρόμους ανοιχτούς, όλα τα πεζοδρόμια ελεύθερα, και με κανένα να κυκλοφορεί σ’ αυτούς διότι δεν θα υπάρχει σάλιο, τότε, επιτέλους, έχοντας απαλλαγεί απ’ τους ταραξίες του παρελθόντος θα μπορέσουμε να απολαύσουμε μια ανείπωτη ευημερία. Όλα μας τα προβλήματα θα συζητούνται με την εξουσία επί «ίσοις όροις». Απ’ τη μια οι «από δω» και από την άλλη όσοι κατέχουν στα χέρια τους την εξουσία του νομοθετείν και κυβερνάν αντάμα μα όσους κατέχουν το χρήμα : οι πρώτοι, υποτίθεται ότι θα εκπροσωπούν τους «από δω», οι δεύτεροι, υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την «αγορά» με την ανάπτυξη και μέσω αυτής το «γενικό καλό» που υπόσχεται. Και μέσα από τέτοιες υποθέσεις θα πορευτούμε…