Πού πάει το πράγμα;

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Κατ’ αρχήν να επισημάνουμε μια (διπλή) «λεπτομέρεια».

[α] Η τρέχουσα κρίση αναδύθηκε ακριβώς την εποχή της αδιαμφισβήτητης παγκόσμιας μονοκρατορίας του καπιταλιστικού συστήματος και του φιλελευθερισμού (νεοφιλελευθερισμού). Είχε μια ευκαιρία να αποδείξει στους επικριτές του ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι το σύστημα των εγγενών κρίσεων, ούτε το σύστημα που στη πράξη ευνοεί την τεράστια ανισοκατανομή του πλούτου και του εισοδήματος, όταν ευθέως, στη πράξη, δεν οδηγεί άλλους μεν στο μέλλον, άλλους δε στο παρελθόν : όμως, αυτή την απόδειξη δεν μπόρεσε να τη προσφέρει.

[β] Να υπενθυμίσουμε, ότι τα κυρίαρχα αίτια της τρέχουσας κρίσης ανάγονται, σχεδόν αποκλειστικά, στην κερδοσκοπία του κατά παράδοση συντηρητικού χρηματοπιστωτικού τομέα, και βέβαια, τούτη η κερδοσκοπία, στη πράξη, επίσης αποτελεί μια κυρίαρχη πραγματικότητα, πέρα από όποια κρίση. Το σύστημα απέτυχε να αποδείξει τόσο τις ηθικές του αρετές, (πραγματικές ή, κυρίως αυτές, τις υποτιθέμενες), όσο και τις περίφημες «αυτορρυθμιστικές» ικανότητές του.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και δοθέντος ότι :

[1] δεν υπάρχει ουσιαστικός –επί του παρόντος- αντίπαλος της Νέας Τάξης Πραγμάτων, η οποία αν δικαιούται τον τίτλο «Νέα», αυτό οφείλεται αποκλειστικά στην [α] ανωτέρω επισήμανση, μια συνθήκη που παλαιότερες «Νέες Τάξεις Πραγμάτων» δεν διέθεταν πάντα,

[2] ο σοσιαλισμός υπέστη μια βαριά ήττα στο επίπεδο της πρακτικής διαφοροποίησής του από τον καπιταλισμό, σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα και ...........
βιωσιμότητα της οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, εκεί όπου εφαρμόστηκε (υπαρκτός σοσιαλισμός), που είχε σα περαιτέρω και οπωσδήποτε άδικη συνέπεια να χρεωθεί την αποτυχία στο σύνολό του το ιδεολογικό υπόβαθρο στο οποίο το σύστημα αυτό στηρίζονταν, μια ιδεολογία πάντως, που δεν υποστήριξε ποτέ τη σταλινική ή μαοϊκή «σοσιαλιστική» πραγματικότητα, ούτε άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες «ανάλογες» «σοσιαλιστικές πραγματικότητες»,

[3] η σοσιαλδημοκρατία, τουλάχιστον από την προηγηθείσα του υπαρκτού σοσιαλισμού πτώση του μοντέλου της μικτής (κεϊνσιανής) οικονομίας –που μπόρεσε και πρόσφερε στη Δύση ένα αποτελεσματικό και υποφερτό από άποψη κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης πρότυπο οργάνωσης- σταδιακά όλο και πιο πολύ κι όλο και πιο δίκαια ταυτίστηκε ως ένας άλλος διαχειριστής του ίδιου καπιταλιστικού και νεοφιλελεύθερου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος,

[4] η μεγάλη διαφθορά, φαίνεται όχι μόνο να παραμένει αλώβητη μα και να ενισχύεται στα πλαίσια της Νέας Τάξης Πραγμάτων, που μαζί με την κερδοσκοπία αποτελούν την κυρίαρχη εξουσιαστική πραγματικότητα, τους πραγματικούς ενορχηστρωτές του παγκόσμιου παιχνιδιού, μαζί με άλλες συνιστώσες, όπως π.χ. αυτές του μαύρου χρήματος από την «αγορά» των ναρκωτικών, την εμπορία ανθρώπων, κ.λπ.,

[5] υπάρχει ένα ορατό έλλειμμα ηγεσίας « αποτελεσματικού μεγέθους», ήτοι ηγεσίας ικανής να αντιπαλέψει την τρέχουσα ηγεσία της παγκόσμιας αθλιότητας,

μπορούμε –συνεπώς-, με βάση τις προηγηθείσες παρατηρήσεις να ισχυριστούμε με κάποια βεβαιότητα, ότι το πράγμα στο τρέχον οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, ολοένα και περισσότερο επιβεβαιώνεται ότι πάει όχι απλά από το κακό στο χειρότερο, αλλά μας δρομολογεί ολοταχώς προς συνθήκες προηγουμένων αιώνων. Η ανθρωπότητα, πράγματι, μ’ εξαίρεση τις μεγάλες και ισχυρές οικονομίες που αντιπροσωπεύουν ένα 15-20% του παγκόσμιου πληθυσμού, διαπιστώνει όχι μόνο ότι έχασε το τρένο του μέλλοντος, μα, μάλιστα χωρίς να το πολυκαταλάβει, βρέθηκε σ’ ένα άλλο τρένο, που κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ εκείνη του μέλλοντος, κινείται ολοταχώς προς τα πίσω. Βέβαια, πασχίζει με νύχια και με δόντια, να πιαστεί απ’ το παρόν, κι αυτό είναι μια ελπίδα, ότι το θαύμα μπορεί να γίνει. Δηλαδή, στα 2009 και οσονούπω στα 2010, να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε τα κατεκτημένα του 1990 ή του 1980 ή του 1950, μα να μη πάμε στο 1900 ή στα 1850 ή ακόμα παραπίσω. Αγωνιζόμαστε όχι πια για το μέλλον, μα αγωνιζόμαστε, πιο παρελθόν μας πέφτει καλύτερα ώστε να το επιλέξουμε, αφού φαίνεται ότι ακόμα και το παρόν δεν μπορούμε εύκολα να το εξασφαλίσουμε. Κι όσοι νομίζουν ότι είναι υπερβολή να μιλάμε για το 1900 ή το 1850, δεν έχουν παρά να φρεσκάρουν τη μνήμη τους, για τι πράγματα τότε αγωνίζονταν οι λαοί (ως κοινωνίες, εργαζόμενοι, κ.λπ), και πόσο διάφορα τρέχοντα μέτρα εφαρμοσμένων κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών, βρίσκονται κοντά στις πραγματικότητες εκείνων των εποχών.

Μπορούν τα πράγματα να πάνε καλύτερα, ή, έστω, να μην επαληθευτούν τα πιο μαύρα σενάρια (όπως αυτό που μόλις παραπάνω περιέγραψα); Να ένα ερώτημα.

Η απάντηση είναι ναι, και μάλλον δεν θα επαληθευθούν. Πού στηρίζω μια τέτοια εκτίμηση; Πολύ απλά στην ιστορική αδυναμία του συστήματος αυτού, να αξιολογεί σωστά τα όρια ανοχής των κοινωνών στις υπερβάσεις του, αφού φαίνεται ότι αδυνατεί να ελέγχει τη βουλιμία του. Όμως, η άκρατη πολυφαγία, έστειλε αρκετούς στα νοσοκομεία, και άλλους στον άλλο κόσμο, όπως και η ακραία πείνα. «Δεν έφαγαν το αρνί, μα το αρνί τους έφαγε», για να θυμηθώ μια παλιά ελληνική ταινία, όπως ένας πρωταγωνιστής πέθανε διότι «έσκασε» κυριολεκτικά, όταν έφαγε ένα ολόκληρο αρνί. Μάλιστα, όταν, όντας παίζοντας χωρίς αντίπαλο, το σύστημα τρικλίζει, αυτό τουλάχιστο δείχνει το πόσο ασταθές και ευάλωτο είναι. Το διασώζει ακριβώς η πρόσκαιρη έλλειψη αντιπάλου. Όμως, αυτό είναι και το πιο επικίνδυνο. Διότι έως ότου «συμμαζευτεί», μπορεί να κάνει τη ζημιά.

Τώρα, βέβαια, υπάρχει κι ένα άλλο ερώτημα : καλά, αντίπαλος ισάξιος της Νέας Τάξης Πραγμάτων δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Τουλάχιστον όμως, υπάρχει στον ορίζοντα μια έστω αδρά σχηματοποιημένη κατάσταση πραγμάτων, που θα μπορούσε να μας προβληματίσει, ότι ίσως να πρόκειται για μια Νέα Αντι-τάξη Πραγμάτων, που όμως να υπόσχεται μια πορεία του ανθρώπου προς τα μπρος σ’ όλα τα επίπεδα, κι όχι απλά μια πορεία προς τα πίσω, αλλά «όχι τόσο, όσο μας οδηγεί η Νέα Τάξη Πραγμάτων»;

Έχω υποστηρίξει σε άλλο άρθρο ου, για άλλο θέμα, ότι η αλλαγή, η πραγματική αλλαγή, συχνά δεν έρχεται με ποδοβολητά ούτε φανερώνει την παρουσία της με ταμπούρλα και φανφάρες. Φαίνεται περίεργο, μα τούτη η σιωπή των λαών, αντίθετα με τη συχνά φλύαρη παρουσία μιας παρηκμασμένης πνευματικής κάστας, μου φαίνεται πολύ «θορυβώδης»…