Δημοσιογράφος VS μπλόγκερ


Τη δημοσιογραφία όπως την ξέρατε να την ξεχάσετε. Αυτό υποστηρίζει ο δημοσιογράφος
και δεινός μπλόγκερ Νταν Γκίλμορ. Αυτός ήταν και ο λόγος που θελήσαμε να τον συναντήσουμε. Ωστόσο, ο άνθρωπος που υποστηρίζει ότι το Internet αλλάζει εξ ολοκλήρου το τοπίο είχε πολλά να πει και για την πολιτική, τα λάθη της Αμερικής αλλά και τα δικά του. .

Ο Νταν Γκίλμορ υποστηρίζει ότι «είδε» το μέλλον της δημοσιογραφίας. Οχι μέσα σε κάποια μαγική σφαίρα, αλλά στην μπλογκόσφαιρα. Αρθρογράφος ο ίδιος, γνωστός στις ΗΠΑ από την εφημερίδα του «SanJoseMercuryNews», υποστηρίζει ότι η τεχνολογία φέρνει μια νέα εποχή για τη δημοσιογραφία, καθώς μέσω του Internet και των δικτυακών ημερολογίων που αναπτύσσονται σε αυτό, τα παραδοσιακά media χάνουν τη δύναμή τους. Δύναμη, λέει, αποκτά όλος ο κόσμος, που μπορεί, σε όποιο μέρος και αν βρίσκεται, να συνεισφέρει στην πληροφόρηση, να αμφισβητήσει τους δημοσιογράφους και να απαιτήσει με αυτόν τον τρόπο ένα υψηλότερο επίπεδο ενημέρωσης. Ο Νταν Γκίλμορ είναι γνωστός και στην Ελλάδα, τουλάχιστον στους φοιτητές των δημοσιογραφικών σχολών, αφού το βιβλίο του «Εμείς είμαστε το μέσο» (εκδ. Οξύ), στο οποίο υποστηρίζει όλα τα παραπάνω, περιλαμβάνεται στη βιβλιογραφία τους. Τον είχαμε συναντήσει, όταν επισκέφθηκε τη χώρα μας στο πλαίσιο ενός συνεδρίου με τίτλο «Συμμετοχική Δημοσιογραφία: Blogs και Νέα Μέσα», που διοργανώθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η συνέντευξη θα μπορούσε να είχε γίνει και .........
μέσω e-mail, με λιγότερα εμπόδια απ’ όσα συναντήσαμε στην προσπάθειά μας να του μιλήσουμε διά ζώσης. Προτιμήσαμε όμως να ταξιδέψουμε ως τη Θεσσαλονίκη, όπου θα είχαμε περισσότερο χρόνο. Επειδή πιστεύουμε ότι η ανθρώπινη επαφή έχει σαφώς μεγαλύτερη αξία. Παραδόξως, συμφώνησε και εκείνος.

Στο βιβλίο σας δηλώνετε απογοητευμένος από τον τρόπο που τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα ασκούν τη δημοσιογραφία.
«Οχι ακριβώς. Εκείνο που λέω είναι ότι, ειδικά στις ΗΠΑ, τα μεγάλα δίκτυα δεν κάνουν αρκετά καλή δουλειά. Θεωρώ λοιπόν ότι ένας τρόπος για να βελτιώσουμε τη δουλειά μας είναι να χρησιμοποιήσουμε, παράλληλα με τα παραδοσιακά μέσα, το νέο εργαλείο του δημόσιου διαλόγου που είναι το Internet και συγκεκριμένα το μπλογκ».

Ο υπότιτλος του βιβλίου σας «Λαϊκή δημοσιογραφία από τον λαό για τον λαό» υπονοεί ότι καθένας μπορεί να γίνει δημοσιογράφος. Το πιστεύετε αυτό;
«Και πάλι, δεν είναι ακριβώς έτσι. Ενδιαφέρομαι πολύ περισσότερο για το τι είναι δημοσιογραφία, παρά για το ποιος είναι ο δημοσιογράφος. Και θεωρώ ότι καθένας μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής του να προσθέσει κάτι στο οικοδόμημα της δημοσιογραφίας. Οχι μόνο οι άνθρωποι που πληρώνονται για να το κάνουν. Στη γειτονιά μου, για παράδειγμα, στο Πάλο Αλτο της Καλιφόρνιας, όλοι έχουμε σε μια λίστα τα e-mail των γειτόνων μας. Οταν κάποιος παρατηρεί κάτι στη ζωή της πόλης, το μοιράζεται με τους υπόλοιπους. Βρίσκεται ένας και κάνει ένα τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα για να μάθει γιατί συνέβη αυτό. Υστερα στέλνει το πόρισμα της έρευνάς του στους υπόλοιπους. Αυτό για μένα είναι δημοσιογραφία. Σε κάθε περίπτωση ο διάλογος διεξάγεται μέσα σε μια κοινωνία, είτε με γεωγραφικά κριτήρια είτε ανάμεσα σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τα ίδια θέματα. Το ίδιο συμβαίνει με τις φωτογραφίες μέσω των κινητών που μπορεί να τραβήξει οποιοσδήποτε βρεθεί στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Και ας πρόκειται για μεμονωμένο συμβάν. Δείτε τι συνέβη με τη διάσημη φωτογραφία στο μετρό του Λονδίνου. Ολοι τη θυμόμαστε. Είναι μια πράξη δημοσιογραφίας. Στο μέλλον είμαι σίγουρος ότι θα αυξηθούν αυτά τα συμβάντα. Οι άνθρωποι που θα βρεθούν στο μέρος όπου συμβαίνει κάτι και θα το μεταδίδουν θα αναγνωρίζονται, είτε το κάνουν με καλή πρόθεση είτε όχι».

Πώς μπορούμε όμως να έχουμε εμπιστοσύνη στους μπλόγκερ; Στην Ελλάδα δεν ανήκουν καν στη δημοσιογραφική ένωση.
«Υπάρχουν ορισμένοι μπλόγκερ που είναι αξιόπιστοι. Με τον ίδιο τρόπο που μάθαμε να εμπιστευόμαστε κάποιους γραφιάδες στις εφημερίδες, έτσι μαθαίνουμε να εμπιστευόμαστε τους μπλόγκερ. Υπάρχουν παντού εφημερίδες τις οποίες ο κόσμος δεν εμπιστεύεται, αλλά τις αγοράζει. Στην Αμερική μπορείς να δεις φυλλάδες με τίτλους που γράφουν ότι ο Μπους μιλάει με εξωγήινους από τον Αρη και, ξέρετε, πουλάνε εκατομμύρια φύλλα. Ο κόσμος τις παίρνει ενώ γνωρίζει ότι λένε ψέματα. Εχουμε μάθει ποιον και τι να εμπιστευόμαστε. Δεν κάνει μια ταυτότητα κάποιον αξιόπιστο. Στις ΗΠΑ κανείς δεν χρειάζεται άδεια για να δημοσιογραφήσει. Κανείς δεν χρειάζεται πτυχίο δημοσιογραφίας – ούτε εγώ είμαι πτυχιούχος δημοσιογράφος –, δεν χρειαζόμαστε ούτε καν δημοσιογραφική ταυτότητα που να αποδεικνύει τι δουλειά κάνουμε. Και νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του αμερικανικού συστήματος. Μου φαίνεται, μάλιστα, ότι στον τομέα της δημοσιογραφίας αυτό αποδίδει καλύτερα. Ακόμη και στις χώρες που ο δημοσιογράφος χρειάζεται ταυτότητα, θα πάρει λίγο χρόνο για να φανεί ποιοι είναι οι ικανοί και τότε μόνο αυτοί θα μπορούν να μπαίνουν στις συνεντεύξεις Τύπου. Σίγουρα το τοπίο γύρω από το τι πρέπει να κάνουμε είναι ακόμη θολό. Είμαι ωστόσο υπέρ τού να εξασκούν οι άνθρωποι τη δημοσιογραφία βάσει των αρχών και της δεοντολογίας».

Είναι υποχρέωση του δημοσιογράφου, πέρα από το να πληροφορεί, να καθοδηγεί το κοινό;
«Για ορισμένα ζητήματα οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να υποκρίνονται ότι υπάρχουν δύο αντίθετες και ισοβαρείς απόψεις. Συχνά το αποκαλούν αυτό ισορροπία, αλλά δεν είναι. Οταν έχεις ένα άτομο που λέει την αλήθεια και το άλλο λέει ψέματα και εντάσσεις τις απόψεις και των δύο στο κείμενό σου, αυτό δεν είναι ισορροπία. Το να παρουσιάζεις τα ψέματα που λέει ένας άνθρωπος στο κείμενό σου είναι κακή δημοσιογραφία».

Μα πρέπει να παρουσιάσεις και τις δύο απόψεις.
«Οχι, δεν πρέπει. Διαφωνώ».

Εννοώ ότι πρέπει να γράψεις και τις δύο απόψεις, αλλά να καταδείξεις το συμπέρασμα που σε οδηγεί στη δική σου.
«Εντάξει, δεν υπάρχει πρόβλημα να γράψει κάποιος “αυτά και αυτά ειπώθηκαν και αυτός έχει λάθος”, αλλά δεν είναι ισορροπημένο όταν υπάρχουν σαφή στοιχεία για το ποιος λέει την αλήθεια… Κατ’ αρχάς δεν υπάρχουν ποτέ δύο πλευρές. Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι υπάρχουν, δεν είναι ποτέ ισότιμες όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία. Συνήθως ο ένας έχει μεγαλύτερο δίκιο σε σχέση με τον άλλο. Είναι τεμπέλικη δημοσιογραφία να μοιράζεις το ρεπορτάζ σε δύο ισομερή σκέλη. Αν, για παράδειγμα, γράφεις ένα άρθρο για το Ολοκαύτωμα, δεν χρειάζεσαι σχόλια του Χίτλερ».

Οχι απαραίτητα. Μπορείς όμως να παραθέσεις όσα πίστευαν οι οπαδοί του. Εδώ βέβαια πρόκειται για το παρελθόν. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι ο Χίτλερ ήταν εγκληματίας.
«Παρ’ όλα αυτά. Είναι δύσκολο να βρω μια δικαιολογία. Αν το άρθρο ήταν για την απατηλή και εγκληματική σκέψη και συμπεριφορά των nαζιστών, τότε ναι, ένα απόσπασμα του Χίτλερ θα βοηθούσε… Πάρτε όμως ένα σύγχρονο παράδειγμα: το περιβάλλον. Τα επιστημονικά στοιχεία μέχρι στιγμής αποκαλύπτουν ότι οι άνθρωποι φταίνε σε μεγάλο βαθμό για την κλιματική αλλαγή. Υπάρχει μια έρευνα που το αποδεικνύει. Ωστόσο, πολλές εφημερίδες βγήκαν παραθέτοντας ισομερώς απόσπασμα της έρευνας και απόψεις ανθρώπων που δεν πιστεύουν ότι ο ανθρώπινος παράγοντας παίζει ρόλο στην καταστροφή. Αυτό είναι κακή δημοσιογραφία».

Πλησιάζει η ημέρα που δεν θα χρειαζόμαστε τις εφημερίδες;
«Θα έρθει σίγουρα κάποια ημέρα που η έντυπη δημοσιογραφία – το να τυπώνεις δηλαδή κάτι σε χαρτί και αυτό να μεταφέρεται με κάποιο μέσο στα σημεία διανομής και πώλησης – δεν θα ακολουθεί την ίδια διαδικασία παραγωγής. Ή, μάλλον, αυτό θα είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Ωστόσο το περιεχόμενο των εφημερίδων, η δημοσιογραφία δηλαδή, δεν νομίζω ότι θα πεθάνει, εκτός αν δεν τη στηρίξουμε. Και αυτή είναι η μεγάλη ανησυχία σήμερα στις ΗΠΑ: το μοντέλο των επιχειρήσεων που στηρίζουν τον Τύπο φαίνεται ότι διαλύεται».

Γιατί το λέτε αυτό;
«Οι εφημερίδες στην Αμερική στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη διαφήμιση, προκειμένου να ενισχύσουν οικονομικά τη δημοσιογραφία. Τα έσοδα προέρχονται σε πολύ μικρό ποσοστό από τους αναγνώστες. Η μεγαλύτερη κρίση για τα media σε σχέση με την επιβίωσή τους έχει να κάνει με την ταυτόχρονη απώλεια διαφημιζομένων και αναγνωστών. Ως έναν βαθμό οι διαφημιζόμενοι φεύγουν επειδή το κοινό φεύγει επίσης».

Οι διαφημιζόμενοι δεν μετακινούνται όμως εύκολα στο Internet. Τουλάχιστον όχι στην Ελλάδα.
«Στις ΗΠΑ το κάνουν. Τα λεφτά είναι ακόμη περισσότερα στον έντυπο Τύπο, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο – εκτός αν μιλάμε για εταιρείες όπως η Google η οποία βγάζει αστρονομικά ποσά – αλλά και η διαφήμιση στο Internet κινείται γρήγορα. Η μετακίνηση θα είναι μακροχρόνια. Σίγουρα θα παραμείνουν κάποιες διαφημίσεις στα παραδοσιακά media, αλλά οι περισσότερες θα είναι στο Internet. Στις ΗΠΑ συνέβη κάτι που ίσως να μην είναι ο κανόνας για άλλες χώρες: οι τοπικές εφημερίδες (σ.σ.: στην κάθε Πολιτεία) είχαν σχεδόν το μονοπώλιο της ενημέρωσης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό έκανε τους εκδότες πολύ άπληστους όσον αφορά τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους βραχυπρόθεσμα, γεγονός που είχε αρνητικές συνέπειες μακροπρόθεσμα. Διότι πολλές φορές η μεγιστοποίηση του κέρδους συνεπαγόταν την ελαχιστοποίηση της δημοσιογραφίας. Τώρα, που κάποιος τους παίρνει τη διαφήμιση, έχουν ήδη χαλάσει την ποιότητα της δημοσιογραφίας, οπότε χάνουν αναγνώστες».

Γιατί να μη συμβεί το ίδιο και με την ηλεκτρονική δημοσιογραφία;
«Ενα πράγμα που ξέρουμε είναι ότι αν θες να ξεκινήσεις κάτι στα media, δεν χρειάζεσαι κανενός την άδεια. Στο Internet επιπλέον δεν χρειάζεται να κάνεις μια επένδυση 10 εκατ. δολαρίων, παραδείγματος χάριν για να πάρεις εκτυπωτική μηχανή, ούτε να δανειστείς…».

Πώς φαντάζεστε το τοπίο της δημοσιογραφίας σε δέκα χρόνια;
«Δεν είμαι αρκετά έξυπνος για να σας πω. Φαντάζομαι όμως ότι αυτή η μετάβαση στα νέα μέσα θα συνεχιστεί. Η τεχνολογία θα γίνει ταχύτερη, φθηνότερη και ευκολότερη στη χρήση. Και είναι σχεδόν ξεκάθαρο ότι το διαφημιστικό μοντέλο που έχουμε στο μονοπώλιο (ή, έστω, στο ημιμονοπώλιο) θα εξαφανιστεί. Οι άνθρωποι που έχουν μια εξειδίκευση θα μπορούν να κάνουν κάτι με αυτή τη γνώση τους, εκτός από το να συζητούν με τους φίλους τους. Ελπίζω ότι οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί θα κάνουν το ένα και μοναδικό σημαντικό πράγμα που φέρνει η νέα εποχή: θα κάνουν τη δημοσιογραφία διάλογο. Διότι η δημοσιογραφία δεν είναι διάλεξη».

Πώς θα γίνει αυτό; Τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι δημοσιογράφοι;
«Να ακούμε. Το ξέρω, είναι δύσκολο, διότι δεν διαθέτουμε χρόνο. Πιστεύω όμως ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι καλοί ακροατές. Εκτός αν έχουν αποφασίσει να ακούσουν. Μας αρέσει να έχουμε αναγνώστες, αλλά όταν προσπαθούν να επικοινωνήσουν μαζί μας με κάποια επιστολή, φρικάρουμε. “Τι θέλει πάλι αυτός από τη ζωή μου; Σπαταλά τον χρόνο μου” σκεφτόμαστε. Πρέπει να βρούμε χρόνο. Υπάρχει πάντοτεισορροπία. Πολλοί άνθρωποι εκεί έξω γνωρίζουν περισσότερα από εμάς».

Σήμερα, στην εποχή της πληροφορίας, είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια;
«Δεν ξέρω… Εχουμε σίγουρα περισσότερες ευκαιρίες να έρθουμε πιο κοντά στην αλήθεια σε σχέση με το παρελθόν. Το καλύτερο ρεπορτάζ πάντως δεν έχει γίνει ακόμη. Η σχέση των ανθρώπων με την αλήθεια είναι προβληματική. Δεν ξέρω αν φταίει η δημοσιογραφία ή η εκπαίδευση, αν φταίνε οι γονείς ή οι δάσκαλοι που δεν ενδιαφέρονται? το ότι οι άνθρωποι είναι υπερβολικά απασχολημένοι ή προσκολλημένοι σε μια τηλεόραση που προβάλλει τη ζωή των σελέμπριτι… Δεν κατηγορώ τους δημοσιογράφους. Ναι, πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά, αλλά πιστεύω ότι όλοι πρέπει να κάνουμε καλύτερη δουλειά».

Πολλές φορές οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν όλη την αλήθεια.
«Είναι πολύ σωστό αυτό που λέτε. Ολοι έχουμε τα προσωπικά μας ταμπού, κάποια θέματα στα οποία κλείνουμε τα μάτια. Οσο πιο σκληρό είναι κάτι ή όσο πιο αντίθετο στις πεποιθήσεις μας. Είναι όμως στο χέρι μας, ως καταναλωτών των ειδήσεων, το κατά πόσον θα βγούμε από αυτόν τον περιορισμό και θα αμφισβητήσουμε όλα όσα θέλουμε να πιστεύουμε. Αυτό είναι κάτι που οι περισσότεροι δεν το κάνουν. Και δεν έχει να κάνει με τις ηθικές αξίες. Δεν είναι αυτό που πρέπει να αλλάξουμε. Οταν έγραφα για την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία, είχα στο μυαλό μου μια λίστα από δέκα πράγματα, κάποιες βεβαιότητες, ας τις πούμε. Για παράδειγμα, πίστευα ότι η Microsoft είναι ένα μονοπώλιο, για το οποίο η κυβέρνηση έπρεπε να πάρει κάποια μέτρα. Και κάθε έξι μήνες έβγαζα αυτή τη λίστα και της έκανα επίθεση με νέα επιχειρήματα, για να τσεκάρω αν εξακολουθούν να ισχύουν. Ρωτούσα τον εαυτό μου τι έχει αλλάξει που θα μπορούσε να καταστήσει λανθασμένες τις βεβαιότητές μου. Διότι τίποτε δεν μένει ίδιο. Αν δεν το κάνεις αυτό με όλα, δεν μαθαίνεις».

Ενδέχεται λοιπόν και όσα υποστηρίζετε στο βιβλίο σας να αποδειχθούν λάθος;
«Θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε. Γνωρίζω πολύ καλά τη διαδικασία του εκδημοκρατισμού των media και τα προβλήματα που προκαλούνται και δεν νομίζω ότι μου έχει ξεφύγει κάτι. Ούτε απέφυγα να αντιμετωπίσω κάτι με ανοιχτό μυαλό. Ακουσα επίσης πολύ καλά τους ανθρώπους που είχαν κάτι να μου πουν, διότι μαθαίνω από τους ανθρώπους που μου λένε ότι έχω άδικο περισσότερα από αυτούς που μου λένε ότι έχω δίκιο. Και μέχρι στιγμής δεν πιστεύω ότι είμαι λάθος στη βασική μου θέση. Ωστόσο, τηλεφωνήστε μου σε δέκα χρόνια για να δούμε τι θα λένε τότε τα στοιχεία. Αν προκύψει ότι έκανα λάθος – που δεν το πιστεύω –, θα είμαι πρόθυμος να το παραδεχτώ».

Κάνατε σε κάτι λάθος και το παραδεχτήκατε;
«Ισως ακουστεί σαν δήλωση πολιτικού που είπε κάποτε κάτι και μετά άλλαξε γνώμη και προσπαθεί να το καλύψει, αλλά σας βεβαιώ… Μερικές φορές τα πράγματα αλλάζουν. Δεν πιστεύω πια ότι η Microsoft είναι απειλή. Εξακολουθεί να είναι μονοπώλιο και γι’ αυτό η κυβέρνηση πρέπει να την προσέχει. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Υπάρχει πλέον ανταγωνισμός… Θα ήμουν παράλογος αν εξακολουθούσα να ισχυρίζομαι ότι η εταιρεία είναι επικίνδυνη. Προσπαθώ να μην κάνω πολλές προβλέψεις, διότι οι προβλέψεις είναι ανόητες. Είναι πιο ασφαλές να πούμε ότι “αυτές είναι οι συνθήκες, αν εξακολουθήσουν οι ίδιες, τότε είναι πιθανό να συμβεί αυτό”, παρά να πούμε “αυτό θα συμβεί σίγουρα”. Οι πολιτικοί, ας πούμε, όταν υπόσχονται ότι θα κάνουν κάτι και δεν το κάνουν δεν επανεκλέγονται. Χρειαζόμαστε κάτι αντίστοιχο για τους δημοσιογράφους, ένα website το οποίο θα καταγράφει όλες τις προβλέψεις τους. Το κάνουμε με όλους τους άλλους. Ας υπάρχει ένας φορέας που να τσεκάρει και εμάς».

Ποιο θεωρείτε το σημαντικότερο πρόβλημα της ανθρωπότητας σήμερα;
«Ω, Θεέ μου, από πού να αρχίσω...».

Από το χειρότερο.
«Σίγουρα η κλιματική αλλαγή πρέπει να είναι το νούμερο ένα. Αν δεν το επιλύσουμε σύντομα, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα ως είδος».

Η οικονομική κρίση; Μπορεί η Αμερική να εξακολουθήσει να παίζει ηγετικό ρόλο στον κόσμο;
«Δεν ξέρω. Αυτή η κρίση δεν πρόκειται να μας βγει σε καλό. Η Αμερική υπήρξε ως έναν βαθμό ανεύθυνη στον τομέα της οικονομίας για πολύ καιρό και αυτό στρέφεται εναντίον της τώρα. Πιστεύω όμως ότι ο ρόλος της Αμερικής θα παραμείνει πολύ σημαντικός. Σίγουρα, ως στρατιωτική δύναμη, είναι μπροστά χωρίς κανέναν αντίπαλο, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό».

Μήπως είναι η ευκαιρία της Ευρώπης να περάσει μπροστά ως οικονομική δύναμη;
«Αν έπρεπε να στοιχηματίσω σε κάποια οικονομική δύναμη, αυτή θα ήταν η Ασία. Θαυμάζω την Ευρώπη για τον πολιτισμό της, για τους ανθρώπους της, αλλά μου φαίνεται ξεκάθαρο ότι το μέλλον της οικονομικής ανάπτυξης ανήκει στην Ασία. Η Αμερική ωστόσο είναι ακόμη μία πλούσια χώρα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν καινούργια πράγματα, έχει ακόμη πολλές πηγές. Και έχουμε ακόμη τις ευκαιρίες να διορθώσουμε τα λάθη μας».

Οπως τον πόλεμο στο Ιράκ; Μπορεί να διορθωθεί αυτό το λάθος ή δεν το θεωρείτε λάθος;
«Δεν έκρυψα ποτέ την πεποίθησή μου ότι κάναμε λάθος. Ηταν λάθος και... μάλλον το κρίνουμε επιεικώς. Εννοώ πως, όταν τόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί, η λέξη “λάθος” είναι πολύ λίγη. Πρέπει όμως να ξέρετε ότι ούτε ο αμερικανικός λαός στην πλειονότητά του συμφωνεί με αυτόν τον πόλεμο».

Θα φέρει ο Ομπάμα την αλλαγή;
«Εχει τις δυνατότητες να γίνει ένας καλός πρόεδρος, να κάνει μεταρρυθμίσεις. Δεν σας λέω ότι θα γίνει, διότι στο παρελθόν φάνηκε πολύ διστακτικός όταν θα μπορούσε να είναι τολμηρός».

Μπορείτε να μου φέρετε ένα παράδειγμα;
«Το ότι όταν ήταν γερουσιαστής ψήφισε υπέρ της ηλεκτρονικής παρακολούθησης, ενώ αρχικά είχε εκφραστεί εναντίον της. Δεν ξέρω τι πραγματικά πιστεύει, αλλά έδωσε από κάθε άποψη την εντύπωση ότι έκανε τα πάντα προκειμένου να βγει πρόεδρος. Ολοι οι πολιτικοί το κάνουν αυτό. Δεν υπάρχει πολιτικός που να μην απογοητεύσει τον κόσμο και ούτε θα έπρεπε ένας πολιτικός να προσπαθεί να κρατήσει ικανοποιημένους τους οπαδούς του. Εν πάση περιπτώσει, ο Ομπάμα μπορεί να μεταμορφώσει την Αμερική και τον κόσμο και εύχομαι να το κάνει. Διότι σίγουρα χρειαζόμαστε κάποιον να πει την αλήθεια στον αμερικανικό λαό».

Εσείς τον ψηφίσατε;
«Ναι. Αλλά έχω ψηφίσει και τους Ρεπουμπλικανούς στο παρελθόν. Οχι πολλές φορές, αλλά το έχω κάνει – ειδικά σε πολιτειακό επίπεδο. Αυτή τη φορά όμως η επιλογή ήταν πολύ ξεκάθαρη».

Τι περιμένετε από μια κυβέρνηση Δημοκρατικών στον τομέα της οικονομίας;
«Δεν ξέρω. Ο φόβος μου – και αυτός είναι ένας γενικός φόβος, άσχετα με το ποιος είναι στην κυβέρνηση – είναι ότι το Κογκρέσο έχει την τάση να φέρεται ανεύθυνα. Υπήρχε μια περίοδος τη δεκαετία του ’90 που οι Ρεπουμπλικανοί έλεγχαν το Κογκρέσο, παρ’ όλο που πρόεδρος ήταν ο Κλίντον. Εμοιαζε τότε το Κογκρέσο να έχει πιο ώριμη συμπεριφορά, αλλά δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν στην κόντρα που είχε με τον πρόεδρο. Ο Κλίντον ήταν πιο υπεύθυνος σε σχέση με οποιονδήποτε Ρεπουμπλικανό πρόεδρο εδώ και πολλά χρόνια, το Κογκρέσο όμως είναι ξεδιάντροπο, πάντα ήταν, και ελπίζω ότι ο νέος πρόεδρος θα ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στο Κογκρέσο. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα συμβεί αυτό. Αλλά η Αμερική θα έχει πρόβλημα αν το Κογκρέσο δεν αρχίσει να συμπεριφέρεται υπεύθυνα».

Ζούμε το τέλος του καπιταλισμού;
«Οχι. Είμαι υπέρ του καπιταλισμού, αλλά του τίμιου καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός που είχαμε τον τελευταίο καιρό ήταν σαν να παίζεις σε στημένο παιχνίδι. Η μία πλευρά μπορούσε μόνο να κερδίσει και η άλλη μόνο να χάσει. Και μόνο μερικοί τυχεροί από τη μεριά των μονίμως χαμένων μπορούσαν να βρουν τον δρόμο προς την πλευρά των κερδισμένων. Αυτό όμως δεν είναι το νόημα του καπιταλισμού. Είχαμε έναν καπιταλισμό χωρίς κανόνες, αλλά δεν μπορείς να έχεις μια οικονομία της αγοράς χωρίς κανόνες».

Πώς θα θέλατε να σας θυμάται ο κόσμος της δημοσιογραφίας;
«Το πιο σημαντικό για έναν δημοσιογράφο είναι να μην ξεχνά ότι το θέμα δεν είναι ο ίδιος. Στη δική μου περίπτωση συνέβησαν πολλά από καθαρή τύχη. Δεν νομίζω ότι είμαι κάτι ιδιαίτερο. Με εντυπωσιάζει το ότι βρέθηκα στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή και μπόρεσα να δω τι θα συνέβαινε, ίσως λίγο πιο νωρίς από κάποιους άλλους. Αυτό όμως δεν με κάνει να αισθάνομαι ξεχωριστός, μόνο τυχερός».


Το βιβλίο του Νταν Γκίλμορ «Εμείς είμαστε το μέσο» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ.
ΒΗΜΑ