Εθνικό ζήτημα η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ

Γράφει ο Λεωνίδας Καραδήμος

Δημοσκοπικά, η πλειονότητα του ελληνικού λαού δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είτε ωφελιμιστικά, είτε λόγω της καλλιεργημένης από μεγάλη μερίδα του πολιτικού κόσμου (εκείνης της μερίδας που και πάλι επιχειρεί να πρωταγωνιστήσει ως το ''πατριωτικό αντίβαρο'' της ρεαλπολιτικ, που ασκείται στους διεθνείς οργανισμούς και με βάση το διεθνές δίκαιο στα εθνικά θέματα) αντιπαλότητας, αρνούμαστε ως λαός να δεχθούμε τους γείτονές μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και παρά τη συναίνεση των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων στο θέμα αυτό.Κατά την άποψή μου, η στάση αυτή όχι μόνον πατριωτισμό δεν εκφράζει, αλλά είναι και εθνικά επιζήμια. Φυσικά και δεν εξαρτάται μόνο από την Ελλάδα η ένταξη της Τουρκίας (η άρνηση του γαλλογερμανικού άξονα και τα εσωτερικά της προβλήματα είναι τα κύρια εμπόδια), φυσικά και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ένταξη μπορεί και πρέπει να γίνει άνευ όρων.
Εξαιρετικά σημαντική παράμετρος εξακολουθεί να είναι η απόληξη των συζητήσεων που είναι σε εξέλιξη περί του ζητήματος της Κύπρου και το αν οι δύο κοινότητες, δηλαδή η Πολιτεία της Κύπρου και οι Τουρκοκύπριοι, θα άποδεχθούν ένα σχέδιο επανένωσης του νησιού. Το γεγονός είναι πάντως πως η συγκυρία δείχνει πιο .......
.ευνοϊκή από ποτέ, γεγονός το οποίο καθιστά επίκαιρη τη συζήτηση περί ένταξης της φίλης και συμμάχου χώρας, από την οποίαν ως Έλληνες αλλά και ως Ευρωπαίοι θα έχουμε πολλαπλά οφέλη.Αμεσότερο όλων και διόλου αμελητέο, η δυνατότητα συρρίκνωσης -έως και εκμηδένισης- των εξοπλισμών και των ενόπλων δυνάμεων και η συνακόλουθη μετεξέλιξη του στρατού σε μια μικρή, μισθοφορική και κοινωνικά διαθέσιμη (φερ'ειπείν, το δυναμικό του θα μπορούσε να συμβάλει στην κατάσβεση πυρκαγιών ενώ πολλοί εκ των χώρων του θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη στέγαση κοινωνικών υπηρεσιών και πολιτιστικών δρστηριοτήτων) δύναμη. Αυτομάτως θα εξοικονομηθούν τεράστιοι εθνικοί πόροι που αυτοί τη στιγμή σπαταλώνται σε όπλα, τα οποία είναι αμφίβολης χρησιμότητας και συχνά αδιαφανούς προέλευσης ως προς τη διαδικασία επιλογής τους (καθώς αποτελούν δαπάνες ''εθνικής ασφαλείας''). Πολύ δυναμικότερη και πολύ ουσιαστικότερη θα καταστεί επίσης άμεσα η ελληνική εξωτερική πολιτική, με τις συνοριακές διαφορές για βραχονησίδες να περνούν στη λήθη και το διπλωματικό κεφάλαιο της Ελλάδας διαθέσιμο για την επέκταση της πολιτιστικής και οικονομικής διπλωματίας. Εξίσου σημαντικό με τα προαναφερθέντα οφέλη, η δυναμικότερη διεκδίκηση των συμφερόντων της Ελλάδας εντός της ίδιας της ευρωπαϊκής οικογένειας. Πέραν των ''εθνικών αντιδικιών'', με την Τουρκία έχουμε κοινά συμφέροντα. Ας πάρουμε για παράδειγμα την αγροτική πολιτική, που αυτή τη στιγμή σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν οι κεντροευρωπαϊκές και βορειοευρωπαϊκές χώρες σε αντιδιαστολή με τη μεσογειακή Τουρκία, η έκταση και ο πληθυσμός της οποίας θα δώσουν νέα δυναμική στα αιτήματα των νοτίων κρατών της ένωσης. Ακόμη και από ιστορικής-πολιτισμικής απόψεως, η αναζήτηση των κοινών ριζών των Ευρωπαίων (πέραν της αδιαμφισβήτητης συμβολής του Ελληνορωμαϊκού κόσμου χωρίς τον οποίο δε θα κάναμε λόγο όχι για ευρωπαϊκό, αλλά ούτε και για δυτικό πολιτισμό όπως τον γνωρίζουμε) δε θα έχει ως αφετηρία τον Καρλομάγνο και το Φραγκικό Βασίλειο περισσότερο απ'όσο θα έχει τις μεγάλες ανατολικές αυτοκρταορίες, ήτοι τη Βυζαντινή και την Οθωμανική που αμφότερες επηρεάζουν την ταυτότητα πολλών Ευρωπαίων της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης εξίσου με τη φεουδαρχία ως σημείο αναφοράς της κοινωνικής θέσμισης, αν όχι περισσότερο.Οι αντιρρήσεις που διατυπώνονται για την ένταξη της Τουρκίας είναι συνήθως πολιτισμικές, αλλά κατά τη γνώμη μου περισσότερο κατ'επίφασιν: οι ενδοιασμοί των Γερμανών ή των Γάλλων έχουν κυρίως να κάνουν με την ισχύ των ίδιων των εθνικών τους κρατών εντός της ΕΕ και με τα οικονομικά συμφέροντα των ελίτ τους, που υπερπροβάλλουν ακριβώς τις πολιτισμικές διαφορές. Όταν λέμε πολιτισμό, εννοούμε φυσικά κυρίως τη μουσουλμανική θρησκεία διότι ως προς τη νοοτροπία αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι τείνουμε να είμαστε εγγύτερα στους Βρετανούς απ'ότι στους Τούρκους -μια χαρά συμβιώνουμε πάντως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όχι τυχαία, τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί η έμφαση στις χριστιανικές αξίες ως κοινή αφετηρία ημών των Ευρωπαίων. Πέραν του ότι μεγάλη μερίδα από εμάς επί αιώνες ζούσαν σε μια μουσουλμανική, πολυεθνική κοινωνία (και ζούσαν κατά κύριο λόγο αρμονικά, παρά τις ανισότητες), πέραν του ότι σήμερα πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι πολυπολιτισμικές και με έντονο το μουσουλμανικό στοιχείο, οι ''κοινές αξίες'' του χριστιανισμού αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, μύθο. Το αξιακό-φιλοσοφικό σύστημα του Ρωμαιοκαθολικισμού απέχει παρασάγγας από εκείνο του Λουθηρανισμού ή της Ανατολικής Ορθόδοξης Θρησκείας. Δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν οι διαφορές, σημασία έχει ότι υπάρχουν και είναι ιδιαίτερα έντονες.Οι οικονομικές αντιρρήσεις, από την άλλη, δεν αφορούν την Ελλάδα. Πράγματι για την ένταξη της Τουρκίας και τη συνακόλουθη σύγκλισή της με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Κοινής Αγοράς απαιτούνται τεράστιουι πόροι, με την Τουρκία να μοιάζει με γίγαντα για τον εκσυγχρονισμό του οποίου οι προσπάθειες θα είναι πολυδάπανες και κοπιώδεις.Σημασία έχει πως για μας , οι προσπάθειες αυτές αποτελούν ευκαιρία. Η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί, όπως στην εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, μια αγορά με τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές. Αρκεί να επενδύσουμε στην εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού(να μια λύση για το που θα διοχετεύσουμε τα χρήματα των εξοπλισμών, που δεν είχαμε τι να τα κάνουμε) το οποίο ήδη υπερέχει σημαντικά σε κατάρτιση έναντι του τουρκικού και θα μπορούσε να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό, με ευρωπαϊκούς όρους, της γείτονος. Το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης μέχρι στιγμής βασίζεται στις υπηρεσίες, τις κατασκευές και τον τουρισμό, τομείς στους οποίους μπορούμε να εξαγάγουμε τεχνογνωσία και στελεχιακό προσωπικό. Τομείς στους οποίους η ελληνική ελίτ θα βρει πολύ σημαντικά περιθώρια και ευκαιρίες επενδύσεων, έχοντας ακριβώς δίπλα της μια χώρα με ανάλογο φυσικό περιβάλλον και η οποία, με την είσοδο της στην ΕΕ, θα κληθεί να εκσυγχρονίσει τις υποδομές της (φερ'ειπείν το οδικό δίκτυο) και να απορροφήσει επενδύσεις σε τομείς που σχεδόν ταυτίζονται με τους δυναμικότερους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Την ώρα μάλιστα που το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο εξαντλεί τα περιθώριά του, το κεφάλαιο της χώρας θα μπορεί και θα πρέπει να στραφεί και στη γείτονα, με τεράστιες προοπτικές κέρδους.Φόβο πολλών αποτελεί φυσικά η εξίσωση προς τα κάτω, των μισθών και των δικαιωμάτων, του μεγαλύτερου μέρους του εργατικού μας δυναμικού. Ο φόβος αυτός σε μεγάλο βαθμό είναι δικαιολογημένος, άλλο τόσο εντούτοις υπερτιμάται. Ούτως ή άλλως η ελληνική οικονομία έχει ήδη πλήρως αποβιομηχανοποιηθεί (οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί εργατές θα έπρεπε να φοβούνται, και φοβούνται, πολύ περισσότερο) ενώ και στον πρωτογενή τομέα, το ανειδίκευτο προσωπικό σε πολύ μικρό βαθμό αποτελείται από συμπατριώτες μας. Στον τομέα των υπηρεσιών, όπου απασχολούνται οι περισσότεροι συμπατριώτες μας, όλα εξαρτώνται από την εκπαίδευση. Ποιο ξενοδοχείο ή ποιο κατάστημα θα προσλάβει υπαλλήλους που δε γνωρίζουν Αγγλικά και πόσοι Έλληνες γνωρίζουν Αγγλικά σε σχέση με Τούρκους; Ο σκοπός δεν είναι να διατηρήσουμε βεβαίως τα ''κεκτημένα'' μας έναντι των άλλων λαών στο πλαίσιο της Ευρώπης, ο σκοπός είναι να κατακτήσουμε ακόμη περισσότερα, ιδιαίτερα στους τομείς των νέων τεχνολογιών ή της αειφόρου ανάπτυξης, όλοι μαζί, αρμονικά. Αυτή είναι και η καλύτερη απάντηση σε όσους φοβούνται την ''αλλοίωση'' της ελληνικότητας: στο χέρι μας είναι να διατηρήσουμε την ελληνική μας ταυτότητα, κάτι που μπορούμε να πετύχουμε ΄πολύ αποτελεσματικότερα μέσω της Παιδείας παρά μέσω των εξοπλισμών. Συν τοις άλλοις, κανέναν λαό δεν έβλαψε η πολυπολιτισμικότητα: ούτε τους Γάλλους ή τους Βρετανούς που μπορούν να συμβιώνουν αρμονικά με εκατομμύρια μετανάστες, ούτε κι εμάς που ως ένα βαθμό ήδη μπορούμε να μιλάμε για άμβλυνση των διαφορών και διαδικασία κοινωνικοοικονομικής σύγκλισης μεταξύ μεταναστών και ''γηγενών''. Ήδη μιλάμε για τη δεύτερη γενιά πολύ σημαντικού μέρους του γενικού πληθυσμού της χώρας, στην οποία ελπίζω πως πολύ σύντομα θα δοθούν εμπράκτως ίσα δικαιώματα (πολιτικά αλλά και κοινωνικά). Γιατί όχι και τους γείτονες; Μόνο να ωφεληθούμε έχουμε αμφότεροι, σε τελική ανάλυση και ως Ευρωπαίοι.Όσο χρονοβόρα ή και δαπανηρή κι αν αποδειχτεί η σύγκλιση, τόσο θα διευρύνει το κύρος και τη δυναμική της ΕΕ. Η οποία θα έχει άλλην έκταση, άλλον πληθυσμό, άλλες γεωστρατηγικές δυνατότητες με την ένταξη της Τουρκίας. Και καλείται να αποδείξει κατά πόσον είναι πράγματι ανοιχτή στο να δεχτεί το διαφορετικό ή παραμένει εγκλωβισμένη σε σωβινιστικές αντιλήψεις-κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, που είναι ανεπιστρεπτί παρελθούσα και, στον πολυπολικό κόσμο που διαμορφώνεται, μόνο κακούς συνειρμούς για την Ευρώπη προκαλεί χωρίς κανένα όφελος.
Το Γλέντι