Ένα ξεκάθαρο τοπίο : Ο «εξευρωπαϊσμένος» Έλληνας και η «τεχνοκρατική» προσαρμογή της διοίκησης…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Δεν είμαι ζητιάνος και δεν θέλω να μου δώσουν επιχορηγήσεις. Θέλω να μου δείξουν πώς θα μειώσω το κόστος του προϊόντος μου και τι άλλο μπορώ να κάνω. Δεν θέλω να εγκαταλείψω το χωριό μου γιατί έχω εδώ να παίξω τρεις ρόλους : Να μην φύγω από τον τόπο μου, να φυλάξω τα σύνορα της χώρας μου και να ζήσω. Δηλαδή να δουλεύω και να αμύνομαι. Εγώ δεν ξέρω από νούμερα. Ξέρω τι μου κοστίζει αυτό που παράγω, και ότι δεν μου μένει τίποτα για να ζήσω» (ένας αγρότης - Γιάννης Μαρίνος : Από την Αθήνα στην Ελλάδα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 26/12/97, σελ. 6)
Θυμάμαι ήταν Κυριακή 27/10/1996, κάπου εκεί γύρω στις 2 το μεσημέρι (για την ακρίβεια, το ξαναθυμήθηκα κοιτώντας κάποιες παλιές μου σημειώσεις). Κάνοντας τότε το συνηθισμένο «ζάπινγκ», προσπαθούσα να εντοπίσω στα τόσα κανάλια κάτι που θα άξιζε να δούμε. Ανάμεσα στ’ άλλα, άκουσα –το θυμάμαι καλά διότι μου αποτυπώθηκε στο μυαλό- τούτο –δεν έχει σημασία από ποιόν, πάντως ήταν γνωστός πολιτικός που αγόρευε στη Βουλή : Την ανάγκη χάραξης μακροπρόθεσμης εκπαιδευτικής πολιτικής. Μέχρις εδώ καλά. Η συνέχεια όμως της τοποθέτησής του, για να δημιουργήσουμε όπως είπε τον μελλοντικό Ευρωπαίο Έλληνα, μου δημιούργησε αυτή τη μελαγχολική διαπίστωση ότι τελικά κάτι το στραβό συμβαίνει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Αυτό το «Ευρωπαίος Έλληνας» μου έμεινε χαραγμένο στη μνήμη –και βαρύ στο στομάχι σαν το στιφάδο!



Η πάγια πια «υπόδειξη» για την αναγκαιότητα να «εξευρωπαϊσθεί» ο Έλληνας, είναι κάτι που εδώ και τριάντα πέντε τουλάχιστον χρόνια ακούγεται, ενώ έχει πολιτογραφηθεί ως η νέα αδήριτη ανάγκη, αν όχι ως η νέα Μεγάλη Ιδέα. Συνεχώς βομβαρδιζόμαστε με αναφορές για το γίνεται «εκεί» -στην Εσπερία, στη «Γη των Θαυμάτων»! Πώς δουλεύουν, πώς είναι οργανωμένοι, ακόμα-ακόμα πώς ζουν, πώς διασκεδάζουν, πώς κοιμούνται, πώς τρώγουν, πώς ρεύονται, πώς ροχαλίζουν, πώς κάνουν έρωτα οι Άγγλοι! Ο «αντιπαραγωγικός» Έλληνας από εδώ, ο .........
«παραγωγικός» Ευρωπαίος από εκεί. («Αντιπαραγωγικός» ή «παραγωγικός» σε όλα!) Ο «ξενύχτης» Έλληνας από εδώ, ο «μετρημένος» Ευρωπαίος από εκεί. Ο «ανοργάνωτος» επιχειρηματίας από εδώ, ο «οργανωμένος» από εκεί. Ο Έλληνας με το σουβλάκι από δω, ο Ευρωπαίος με τα «υγιεινά» fast foods εκεί. Η «αντικειμενική» δημοσιογραφία εκεί, η «κίτρινη» εδώ (όλα τόσο απλά;). Το «διεφθαρμένο Δημόσιο» εδώ, το «αδιάφθορο» άραγε εκεί; Όσο μάλιστα κάποιες στατιστικές συνηγορούν στα παραπάνω, τόσο περισσότερο υποστηρίζονται.



Όμως αξίζει να δούμε το θέμα λίγο πιο κοντά. Κατ’ αρχήν, ποτέ μου δεν κατάλαβα, την αναφορά στην Ευρώπη και του Ευρωπαίους. Διότι ποτέ δεν μου προσδιόρισαν ποια Ευρώπη εννοούν και ποιόν Ευρωπαίο, για να δω, ποιο «μοντέλο» τελικά προκρίνουν για να κάνουμε την Ελλάδα Ευρώπη και τον Έλληνα Ευρωπαίο. Μιλάμε για την Ευρώπη, σαν να πρόκειται για έναν ομοιόμορφο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά χώρο, και βεβαίως τίποτα δεν συνιστά μεγαλύτερη αφαίρεση απ’ αυτό.



Αν νομίζουμε ότι νομικές φόρμουλες, όπως για παράδειγμα αυτής της «Ενωμένης Ευρώπης», είναι σε θέση αίφνης, να καταστήσουν όντως ενιαίο ένα χώρο, σίγουρα αυταπατώμεθα. Αλλ΄ αν η αφαίρεση και η γενικότροπη προσέγγιση είναι εμφανής στα παραπάνω, η προσεπίκληση της αναγκαιότητας του εξευρωπαϊσμού του Έλληνα, με βάση ποια κριτήρια γίνεται; Μήπως απλά, δεν διατυπώνεται καλά αυτή η επίκληση; Μήπως για παράδειγμα θέλουμε να πούμε ότι απλά επιθυμούμε να έχουμε κάποια «χαρίσματα» που έξω διαπιστώνουμε να υπάρχουν και δεν τα βρίσκουμε εδώ; Ας πούμε : Να είμαστε «παραγωγικοί σαν τους Γερμανούς; «Ελεύθεροι» σαν τους Ολλανδούς; «Φλεγματικοί» σαν τους Άγγλους; Ή τέλος πάντων κάτι παρόμοια σαν τα παραπάνω;



Θα τολμήσω λοιπόν, όλως εξ αντιθέτου, να υποστηρίξω ότι ο λαός μας, δεν έχει ανάγκη από καμία υιοθέτηση κανενός ξένου προτύπου κοινωνικής και οικονομικής συμπεριφοράς. Ελπίζοντας ότι συνεννοούμεθα επαρκώς, είναι φανερό ότι δεν αναφέρομαι στην αναγκαιότητα εισαγωγής σύγχρονων μορφών οργάνωσης. Όσοι νομίζουν ότι πάσχουν από λαό, κάνουν φοβερό λάθος. Ο λαός μπορεί να πάσχει από πολλά πράγματα, αλλ’ ουδείς πάσχει από έλλειψη ικανού λαού, να ανταποκριθεί στις όποιες απαιτήσεις των όποιων συγκυριών. Και να μην μας καταλογισθεί ότι συγχέουμε τα πράγματα. Απλώς προσπαθώ να διαχωρίσω την όντως υπάρχουσα αναγκαιότητα οργανωτικού εκσυγχρονισμού της οικονομίας μας και της δημόσιας διοίκησης, από το ασυσχέτιστο θέμα της πολιτισμικής «ευθυγράμμισης», διότι φοβούμαι ότι ακριβώς εδώ βρίσκεται και η σύγχυση.



Αν θελήσεις να κάνεις τον Έλληνα να δουλεύει με την νοοτροπία του Ιάπωνα, του Αμερικανού, του Άγγλου, του Γερμανού ή δεν ξέρω ποιού άλλου, το βέβαιο είναι ότι δεν θα το πετύχεις. Το να επιχειρήσεις όμως να εισάγεις συστήματα αποτελεσματικής κινητοποίησης των αδιαμφισβήτητων αρετών που έχει ο Έλληνας εργαζόμενος, αυτό ναι, μπορεί να γίνει, αλλά, ομιλούμε για διαφορετικά πράγματα. Κι αυτό ακριβώς προσπαθώ να τονίσω.



Σχετικά με το ζήτημα αυτό, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης, όπως αυτή πρωτοσυγκροτήθηκε στη δεκαετία του 50’, στηρίζονταν κύρια στη δημιουργία μηχανισμών αποτροπής νέων διεθνών συγκρούσεων, δηλονότι στην αναγκαιότητα εδραίωσης της παγκόσμιας ειρήνης, που δύο φορές διαταράχθηκε στον αιώνα αυτό, με επίκεντρο ακριβώς την ήπειρο αυτή, και ταυτόχρονα την ανάγκη εξάλειψης των παραδοσιακών αντιθέσεων Γαλλίας-Γερμανίας. Τα σημεία αυτά, είναι ακριβώς τα κυρίαρχα στο περίφημο σχέδιο Robert Schumann που παρουσιάστηκε στα 1950 (Jean Lecerf : Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενότητος, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 15). Θα πρέπει συνεπώς να μην μπερδεύουμε οικονομικές αναγκαιότητες, εμπορικές αναγκαιότητες με ζητήματα προσδιοριστικά της εθνικής μας ταυτότητας, τα οποία δεν υπάγονται σε καμία διαδικασία ενοποίησης. Επομένως ανάλογα θα πρέπει να προσεγγίζουμε και την έννοια του εξευρωπαϊσμού.



Αλλ’ αν οι τεχνοδομές της αορίστως προσεπικλημένης Ευρώπης «απαιτούν» επίσης αορίστως προβαλλόμενες «εξευρωπαϊσμένες» εκπαιδευτικές δομές, να υπενθυμίσουμε άραγε αυτό που ο J. K. Galbraith, πριν 40 περίπου χρόνια διατύπωνε; ότι δηλαδή η παιδεία οφείλει να είναι χειραφετημένη από της απαιτήσεις της τεχνοδομής. «…Το βιομηχανικό σύστημα χρειάζεται ένα πολύ ανεπτυγμένο εκπαιδευτικό σύστημα, επειδή αποφασιστικός συντελεστής παραγωγής έχει αποβεί το εκπαιδευμένο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό. Αν όμως το εκπαιδευτικό σύστημα γίνει υπηρέτης των δοξασιών που καλλιεργεί το βιομηχανικό σύστημα, η επιρροή εκείνου και ο μονολιθικός του χαρακτήρας θα ενισχυθούν. Αν αντίθετα, το εκπαιδευτικό σύστημα διατηρήσει την υπεροχή και ανεξαρτησία του έναντι του βιομηχανικού συστήματος, θα μπορεί να συντελέσει στην ενίσχυση του κριτικού πνεύματος…» (J. K. Galbraith : Το νέο βιομηχανικό κράτος, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 388).



Γιατί η παραπάνω ειδική αναφορά; Για να μην παύουμε ποτέ να διακρίνουμε τη φύση των απαιτήσεων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ακριβώς για να μην παύουμε ποτέ να ξεχνάμε ότι σε κάθε ζήτημα υπάρχει η «τεχνοκρατική» του διάσταση, υπάρχει όμως και η κοινωνική του διάσταση, η εθνική διάσταση, η πολιτική διάσταση. Θα πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τις υπερβολές. Από την υπερβολή του μιμητισμού, για παράδειγμα. Από την υπερβολή της υπέρμετρης εμπιστοσύνης προς την τεχνοκρατία και τους τεχνοκράτες, άλλο παράδειγμα. Μια «απροσδιόριστη» τεχνοκρατία στο επίπεδο της διοίκησης, όπου κυρίως αναφερόμαστε. Της διοίκησης κοινών (δημοσίων) υποθέσεων, της διοίκησης ακόμα-ακόμα επιχειρήσεων και οργανισμών.



Ας μείνουμε για λίγο σ’ αυτό το ζήτημα. Ακούω ή διαβάζω : αναζητούνται «τεχνοκρατικές» διοικήσεις. Για το δημόσιο ας πούμε ή τις επιχειρήσεις που ελέγχει. Πολλές φορές στον Τύπο, αυτό περνάει «μπερδεμένο», μιλώντας για «μάνατζερ». (Άγνοια ή σύγχυση; Άλλο πράγμα. Ένας τεχνοκράτης δεν είναι κατ’ ανάγκη «μάνατζερ», ούτε το αντίστροφο ισχύει κατ’ ανάγκη). Ας είναι όμως. Και το ερώτημα μπαίνει άμεσα : Ποιος «τεχνοκράτης», ποιάς ειδικότητας εννοώ, είναι «κατάλληλος» για άσκηση διοίκησης; Ας πάρουμε τον ΟΤΕ : ένας ειδικός της πληροφορικής για παράδειγμα, με εξειδίκευση ίσως στα δορυφορικά συστήματα; Αν επιμείνω σ’ αυτό, είμαι βέβαιος ότι ήδη «άνοιξα πόλεμο» με πληθώρα άλλων «ειδικοτήτων». Δεν το σκοπεύω όμως… Ας πάρουμε την ΔΕΗ : ένας ειδικός ίσως σε θέματα ηλεκτρισμού; Ιδού ένα άλλο δυνητικό πεδίο εκδήλωσης πολεμικής σύρραξης μεταξύ ειδικοτήτων. Ας πάρουμε μια τράπεζα: ένας ειδικός ας πούμε οικονομολόγος, με καλές σπουδές σε θέματα asset/liability management;… Ας πάρουμε ακόμα ένα υπουργείο : μπορεί ένας δικηγόρος να είναι καλός υπουργός οικονομικών ή υγείας;



Πολλά τα παραδείγματα που θα μπορούσαμε να φέρουμε. Όλα όμως, αποτελούν θνησιγενή επιχειρήματα, διότι πάσχουν στην υπόθεση και την ουσία της λέξης «διοίκηση». Βεβαίως όλοι οι παραπάνω θα μπορούσαν ν’ ασκήσουν διοίκηση αλλ’ όχι λόγω «ειδικότητας». Η «διοίκηση» είναι ένα σύνολο νοητικών κατ’ αρχήν προσόντων «ευρέως φάσματος» και μετά όλα τ’ άλλα. Η «διοίκηση» είναι ένα σύνολο διαχειρίσιμων λειτουργιών, που πολλές φορές εμπίπτουν στη σφαίρα πολλών ετερόκλητων πεδίων, όπου είναι δυνατόν να απαιτούνται, στο επίπεδο των λειτουργιών, πληθώρα «ειδικοτήτων» ή/και εξειδικευμένων εμπειριών. Οι επικεφαλείς των επιχειρήσεων, των οργανισμών, οι υπουργοί, είναι αναγκασμένοι να διαχειρίζονται όλο αυτό το πλήθος των ετερόκλητων «ειδικοτήτων» και αυτού ακριβώς ευρίσκεται το «πεδίο ορισμού» των προσόντων. Ένας διοικητής τράπεζας, π.χ., μπορεί να μην έχει καθόλου γνώση οικονομετρίας, αλλ’ αυτό δεν απαιτείται στο επίπεδο που κινείται. Όταν ο Διευθυντής του των Οικονομικών Μελετών (που κι αυτός μπορεί να μην έχει ειδικές γνώσεις, αλλά στηρίζεται σε μελέτη κάποιου υφισταμένου του), που διερεύνησε ζητήματα του εξωτερικού περιβάλλοντος χρησιμοποιώντας προχωρημένη στατιστική ανάλυση και οικονομετρικά μοντέλα, κατέληξε σε τούτο ή το άλλο αποτέλεσμα, εν θα παρουσιάσει τις «υπολογιστικές» λεπτομέρειες στο διοικητή του, αλλά, με απλά λόγια, θα του πει ότι διαπιστώθηκε τούτο ή το άλλο. Αν δεχθούμε ότι απαιτείται ο διοικητής της τράπεζας να γνωρίζει οικονομετρία για να «ελέγξει» τις υποθέσεις και τους υπολογισμούς, θάταν σαν να λέμε ότι αυτό είναι το μοναδικό ζητούμενο προσόν. Όμως, αμέσως μετά, θα δεχτεί τον Διευθυντή των Τεχνικών του Υπηρεσιών και η συζήτηση μεταπίπτει εντελώς σε άσχετη με την προηγούμενη ειδικότητα, όπως και όταν θα συζητά με τον Διευθυντή των Νομικών του υπηρεσιών.



Η «απαίτηση» της «τεχνοκρατικής διοίκησης», πάσχει λοιπόν στην ουσία της, διότι προσδιορίζει λάθος την έννοια της «διοίκησης»., διότι μπερδεύει την πραγματική σπουδαιότητα της τεχνοκρατικής ανάλυσης και διαχείρισης τρεχουσών λειτουργιών με τη συνθετική ικανότητα διοίκησης που απαιτείται όταν όλες αυτές οι λειτουργίες θα πρέπει να συνδιαχειρισθούν. Κι αυτό δεν είναι βέβαια τυχαίο σε μια εποχή όπου φαίνεται να επαληθεύεται δραματικά η άποψη του Herbert Simon, σύμφωνα με τον οποίο «οι κοινωνικές επιστήμες υποφέρουν από μια οξεία σχιζοφρένεια στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το θέμα του ορθολογισμού» (Αντ. Μακρυδημήτρης : Θεωρία των Αποφάσεων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 8).



Περισσότερο όμως από τον κόσμο των επιχειρήσεων και οργανισμών, το μοντέλο της τεχνοκρατικής διοίκησης πάσχει στο πολιτικό του σκέλος, στο μέτρο και το βαθμό που ορισμένοι μπορούν να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα της σε κάθε περίπτωση ουδέτερης «τεχνοκρατικής διοίκησης» του ιδίου του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα, ένα κράτος και μια κοινωνία που κάθε άλλο παρά σε ουδετερότητες διαπλάθουν τις όποιες δυναμικές τους.



Όμως τέτοιες απόψεις, δεν είναι άσχετες με την προϊούσα αντίληψη του «τέλους των ιδεολογιών», την οποία και προσωπικά αδυνατώ να αντιληφθώ ως θέση, διότι κι εδώ συγχέεται η έννοια της «αποτελεσματικότητας» στο πολυλειτουργικό της επίπεδο (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, κ.λπ.) που αναμφίβολα υπάρχει, με την ίδια την «ύπαρξη» των όποιων συστημάτων, που όπως και να το κάνουμε υπάρχουν και είναι εντελώς άσχετο το θέμα αυτό με την «αποτελεσματικότητά» τους. Ακριβώς δε εδώ είναι που βρίσκει πρόσφορο έδαφος η «τεχνοκρατική» προσέγγιση, που προσπαθεί να αναδυθεί ως υποκατάστατο της πολιτικής βούλησης. Όμως, όπως ορθά σημειώνει ο Michel Miaille (Michel Miaille : Το κράτος δικαίου, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 314) : «Υπάρχουν τεχνοκράτες, όχι όμως τεχνοκρατική κυβέρνηση γιατί όλες οι κυβερνήσεις είναι πολιτικές. Όταν οι τεχνοκράτες αποφασίζουν γίνονται πολιτικοί και δεν μπορούν να επικαλεσθούν καμία ουδετερότητα και κανένα πολιτικό ορθολογισμό». Τα παραπάνω «δένουν» σ’ ένα βαθμό ως προς την επιχειρηματολογική τους βάση και με τη θέση του Galbraith που ήδη μνημονεύσαμε, όμως το σημαντικότερο βρίσκεται σ’ αυτό που σημειώνεται στον R. G. Schwartzenberg, ότι δηλαδή η εξουσία των τεχνοκρατών είναι εκτός των άλλων και επικίνδυνη στο πολιτικό επίπεδο, για τρεις τουλάχιστον λόγους (R. G. Schwartzenberg : Πολιτική Κοινωνιολογία, Τόμος Ι, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 64-65) : Πρώτον διότι κινδυνεύουν να αποδεχθούν επικίνδυνα υπερφίαλοι, ανίκανοι να δεχτούν δημοκρατικά τις κριτικές ή να αντιληφθούν το μάθημα μιας αποτυχίας, ενώ παράλληλα οι τεχνικές ελέγχου και οργάνωσης που διαθέτουν θα μπορούσαν να προσανατολιστούν προς την καταπίεση. Δεύτερον, προσαρμόζονται με κομφορμισμό στο σημερινό ιδεολογικό καλούπι και αντί να αντισταθούν δέχονται να τεθούν στην υπηρεσία της ιδεολογίας του συστήματος που υπηρετούν. Δεν αμφισβητούν πραγματικά, θέλουν μόνο να κάνουν το σύστημα να λειτουργεί χωρίς δονήσεις. Τρίτον, επαγγέλλονται έναν «πραγματισμό» αρκετά κοντά στον αμοραλισμό. Καθοδηγούνται μόνο από τις πραγματικές εκτιμήσεις που αφορούν τη χρησιμότητα.



Σε ό,τι με αφορά, θα έλεγα ότι, χωρίς να γενικεύω τα παραπάνω, εν τούτοις, στο μέτρο και το βαθμό που κάποιος ή κάποιοι εννοούν την οικονομία και κοινωνία σαν ένα «ορθολογικό μοντέλο» και κάθε τι που δεν «προσαρμόζεται» στις ανάγκες του όποιου μοντέλου δεν έχει θέση σ’ αυτό, σίγουρα, σ’ αυτή την περίπτωση δεν τίθεμαι αλληλέγγυος των παραπάνω θέσεων, αφού στη δική μου αντίληψη, αρνούμαι να μεταχειρισθώ την κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα σαν ψυχρά «υπερβατικά» και «αποπροσωποποιημένα» μοντέλα. Άλλοι, μπορούν αισθάνονται άνετα. Προέκυψε αυτή η «φιλοσοφία» να μην μου είναι άνετη… Έτσι πιστεύω ότι είναι ορθή η διαπίστωση του Alvin Toffler, όταν αναφερόμενος στις οικονομικές θεωρίες σημειώνει το «παράδοξο» των συμβατικών οικονομολόγων να αναζητούν ενδείξεις και λύσεις στο πλαίσιο «…των υπολογίσιμων μεγεθών που έχουν αυτοί οι ίδιοι δημιουργήσει, αλλά η πραγματικότητα δεν έρχεται συσκευασμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο…» (Alvin Toffler : Το κραχ, εκδ. Κάκτος, σελ. 52). Για να συμπληρώσει ο Peter Drucker, εξειδικεύοντας τους περιορισμούς αυτών των «ορθολογικών» μοντέλων, στην περίπτωση της επιχειρηματικότητας : «Απ’ όλους τους μεγάλους σύγχρονους οικονομολόγους μόνο ο Γιόζεφ Σουμπέτερ ενδιαφέρθηκε για τον επιχειρηματία και την επίδρασή του πάνω στην οικονομία. Όλοι οι οικονομολόγοι γνωρίζουν ότι ο επιχειρηματίας είναι σημαντικός και έχει επίδραση πάνω στην οικονομία. Αλλά για τους οικονομολόγους, η επιχειρηματικότητα είναι ένα «μετα-οικονομικό» γεγονός, κάτι που επηρεάζει σε βάθος και διαμορφώνει την οικονομία, χωρίς όμως να αποτελεί μέρος της…» (Peter Drucker : Καινοτομία και επιχειρηματικότητα, εκδ. ΑΣΕ, σελ. 26-27). Και υπενθυμίζει ο ίδιος, ότι ήδη στις ΗΠΑ, εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια, αυτό που συμβαίνει εκεί, στον κόσμο των επιχειρήσεων, είναι «…μια έντονη μεταστροφή από μια διαχειριστική (managerial) σε μια «επιχειρηματική» (entrepreneurial) οικονομία» (Στο ίδιο παραπάνω, σελ. 13). Πολύ σημαντικό δίδαγμα, για όσους επιδιώκουν «σύγχρονες» επιλογές σε πρόσωπα και μεθόδους οργάνωσης και διοίκησης… Ιδού όμως, που ένα «εξωευρωπαϊκό» μοντέλο, μπορεί να είναι ίσως καλύτερο από ένα ευρωπαϊκό…



Από την άλλη πλευρά, ιδού πάλι, που σε ξένα μοντέλα, ξαναεφευρίσκουμε εθνικές μας αρετές, όπως αυτή του «επιχειρηματικού δαιμονίου» του Έλληνα, όπως λέγουν και δε γνωρίζω να έχει αμφισβητηθεί. Αντίθετα, αυτό που λέγεται ότι συμβαίνει είναι μηχανισμοί που το καταπνίγουν… Δύσκολο πράγμα η οικονομία και η πολιτική για να τα αφήσουμε στους τεχνοκράτες. Κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έλεγε ο Κλαούζεβιτς : «ο πόλεμος είναι μια πολύ σοβαρή δουλειά για να την εμπιστευθούμε στους –ειδικούς- στρατηγούς…».