Τρομοκρατία, φόβος, δικαιώματα και δημοκρατία.

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Εκδόθηκε στις 29/10/2009 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με το οποίο γνωστοποιεί ότι καταργούνται οι φρουροί των αστυνομικών τμημάτων. Είναι επίσης γνωστό, ότι η σχετική απόφαση πάρθηκε μετά τη τελευταία τρομοκρατική επίθεση εναντίον του Αστυνομικού Τμήματος της Αγίας Παρασκευής στις 27/10/2009, και όπως τουλάχιστον σχολιάσθηκε από τα ΜΜΕ, για τη λήψη της απόφασης συνεκτιμήθηκε –αν δεν αποτέλεσε την κύρια αιτία- και το ζήτημα της ασφάλειας της ζωής των αστυνομικών.

Περαιτέρω το Δελτίο Τύπου, υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ότι με το μέτρο αυτό αναμένεται να αποδεσμευθούν περίπου 2.000 αστυνομικοί σε ημερήσια βάση, «με στόχο να διατεθούν στις διοικητικές υπηρεσίες, στις πεζές περιπολίες και στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών σε κάθε γειτονιά». Επίσης υπογραμμίζεται ότι «τα Αστυνομικά Τμήματα δεν είναι φρούρια, αλλά δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εξυπηρετούν τον πολίτη», και θα πρέπει «να παραμείνουν ανοιχτά στους πολίτες, ώστε να προσφέρουν άμεσες και ποιοτικές υπηρεσίες και όχι να μετατραπούν σε χώρους φόβου και ταλαιπωρίας», και επίσης, ότι «στην τρομοκρατία η καλύτερη απάντηση δεν είναι η περιστολή δικαιωμάτων και ο φόβος, αλλά περισσότερη δημοκρατία, σεβασμός στα δικαιώματα των πολιτών, ανοιχτός νους και επαγγελματισμός»

Σε ό,τι αφορά τα «επιχειρησιακά οφέλη» που συνεπάγεται αυτή η απόφαση, πάνω σ’ αυτό δεν θα κάνω κανένα σχόλιο, περιμένοντας πρώτον με ν’ ακούσω ή να δω τι θα πουν οι .......
καθ’ ύλην αρμόδιοι παράγοντες (αναφέρομαι στους ίδιους τους αστυνομικούς και όχι βέβαια στον υπουργό, που πάνω σε επιχειρησιακά ζητήματα μάλλον δεν είναι αρμόδιος), και δεύτερον και σπουδαιότερο, θα περιμένω να δω στη πράξη την όποια διαφημιζόμενη ωφέλεια. Βέβαια, μπορώ πάνω σ’ αυτό τι θέμα να παρατηρήσω, όχι με την ειδημοσύνη του επαΐοντος αλλά με τη λογική του μέσου ανθρώπου, ότι προκειμένου οι 2.000 αστυνομικοί να αποτελούν μια πρόσθετη δύναμη σε ημερήσια βάση στον πόλεμο κατά του εγκλήματος και στη διασφάλιση της έννομης τάξης, θα πρέπει να διατεθούν μάλλον σε πεζές περιπολίες και όχι σε διοικητικές υπηρεσίες, ώστε να μπορέσει να υποστηριχθεί και ο παράλληλος υποστόχος της εμπέδωσης του αισθήματος ασφαλείας στους πολίτες σε κάθε γειτονιά (ενώ είναι βεβαίως γνωστό, ότι η εμπέδωση ενός τέτοιου αισθήματος, απαιτεί μια πιο ολοκληρωμένη στρατηγική και βεβαίως ανάλογες επιχειρησιακές πολιτικές και τακτικές).



Σε ό,τι αφορά τώρα τα περί «φρουρίων» των Αστυνομικών Τμημάτων και περί του ότι πρέπει να παραμένουν ανοιχτά , να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες και να μην είναι χώροι φόβου και ταλαιπωρίας, δεν νομίζω ότι κάποιος που έχει τα μυαλά στο σωστό μέρος, θα μπορούσε να μη συμφωνήσει. Διότι εδώ, δεν λέμε παρά το αυτονόητο. Το ότι τώρα, οι ποιοτικές υπηρεσίες είναι κάτι που δεν πρόκειται αυτό να το «σχεδιάσουν» και πολύ περισσότερο εφαρμόσουν μόνα τους τα αστυνομικά όργανα, αυτό είναι επίσης σαφές. Όπως είναι εξίσου σαφές, ότι, όπως το έθεσε ο Miron Tribes, «Το πρόβλημα δεν είναι να αυξήσεις την ποιότητα. Η αύξηση της ποιότητας είναι η λύση του προβλήματος.» (Ν. Λογοθέτης : Μάνατζμεντ Ολικής Ποιότητας - Από τον Deming στον Taguchi και το SPC, Interbooks, 1992, σελ. 15). Επομένως, αν η ποιότητα είναι η λύση του προβλήματος, τότε κανείς θα πρέπει να προσδιορίσει με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοπιστία το πρόβλημα και τα ερωτήματα που εγείρονται και που απαιτούν απαντήσεις. Και βέβαια, αυτό δεν ισχύει μονάχα για το ζήτημα της ποιότητας, μα σχεδόν για όλους τους στόχους που υπογραμμίζει η παραπάνω αναφορά του υπουργείου προστασίας του πολίτη.



Έτσι, αποτελεί μάλλον μια μαγική εικόνα η περιγραφή αστυνομικών τμημάτων που πλέον δεν θα λειτουργούν ως φρούρια μα περίπου κάτι σαν τα ΚΕΠ, όταν την ίδια στιγμή, ακριβώς λόγω της τεράστιας έλλειψης αποτελεσματικής αστυνόμευσης, η κοινωνία η ίδια έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο φρούριο, τα σπίτια των πολιτών, επίσης έχουν μετατραπεί σε φρούρια, ενώ όσα δεν είναι φρούρια, δεν είναι όχι διότι δεν θα το ήθελαν, μα διότι το πύργωμα των σπιτιών κοστίζει. Και βεβαίως, αυτό το έλλειμμα ασφάλειας, δεν είναι κάτι που το ζούμε μετά τις 4 του Οκτώβρη, ούτε αποκλειστικά μεταξύ του 2004 και του 2009, ούτε αποκλειστικά μεταξύ του 1994 και του 2004, ούτε μεταξύ του 1990-1993 και ούτω καθεξής. Η αστυνομία, για λόγους που σε άλλους είναι «προφανείς», σε άλλους «αυτονόητοι», και σε άλλους για λόγους που δεν κατανοούν αλλά χρειάζεται να τους ερευνήσουν ακόμα παραπέρα, κατηγορείται ως αναποτελεσματική. Προσοχή όμως! Δεν είναι αναποτελεσματική η Αστυνομία. Είναι αναποτελεσματική η εκάστοτε πολιτική ηγεσία που επιβάλλει αναποτελεσματικές επιλογές είτε στο επίπεδο της επιλογής της ηγεσίας του Σώματος, είτε στο επίπεδο της στρατηγικής και των πολιτικών που υιοθετούνται τόσο σε λειτουργικό (διοικητικό) επίπεδο, όσο και στο καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο. Και ούτε βέβαια θα πρέπει η αποτελεσματικότητα να μετράται αποκλειστικά με τη τρομοκρατία. διότι εκτός απ’ τη τρομοκρατία, υπάρχει και η καθημερινή παραβατικότητα που δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς, που με τη σειρά της δημιουργεί κι αυτή τρομοκρατία στους πολίτες, άλλης μεν κλίμακας, όμως στο επίπεδο του μεμονωμένου πολίτη, το να υποστεί π.χ. μια ληστεία, είναι ένα τρομοκρατικό επεισόδιο, που δεν υπολείπεται σε τίποτα από την «κλασική» τρομοκρατία.



Τέλος, το ότι «στην τρομοκρατία η καλύτερη απάντηση δεν είναι η περιστολή δικαιωμάτων και ο φόβος, αλλά περισσότερη δημοκρατία, σεβασμός στα δικαιώματα των πολιτών, ανοιχτός νους και επαγγελματισμός», αυτό αποτελεί το πραγματικό πρόβλημα του ζητήματος, η λύση του οποίου θα λύσει και όλα τα υπόλοιπα. Δεν πρόκειται βέβαια να επεκταθώ στο θέμα, που αυτονόητα στο επίπεδο της διαπίστωσής του μας βρίσκει όλους σύμφωνους, όμως, το ξανατονίζω, ο χώρος δεν επαρκεί για εκτενείς τοποθετήσεις. Το τι σημαίνει «δημοκρατία», το πώς πρέπει να λειτουργεί, το πώς μπορεί πράγματι να αποτελεί τη λύση σε τέτοια παραβατικά φαινόμενα όπως η τρομοκρατία, το πώς εν τέλει η ίδια η δημοκρατία μπορεί μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές να παράγει κι αυτή, και μάλιστα «θεσμικά», τρομοκρατία, ιδού μερικά ερωτήματα που μπορούν να τεθούν εδώ. Και αν μεν στο επίπεδο της θεωρητικής προσέγγισης του ζητήματος του βαθέματος και πλατέματος της δημοκρατίας, μπορούν με σχετική άνεση να λεχθούν απόψεις και ιδέες, εν τούτοις, στο επίπεδο της εφαρμοσμένης πολιτικής επιλογής, που κύρια ανήκει στο χώρο ευθύνης της κάθε κυβέρνησης, ο χρόνος θα δείξει το πώς εν τέλει τούτη η κυβέρνηση θα δρομολογήσει τις αναγκαίες στρατηγικές, πολιτικές και τακτικές εμβάθυνσης και πλατέματος της δημοκρατίας, σε σχέση πάντα με το παραβατικό φαινόμενο και βεβαίως την τρομοκρατία.


Ίδωμεν!