Από το δεν διεκδικούμε τίποτα, στο διεκδικούμε τα πάντα

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Το μόνο μέσο που καταλαβαίνει η τουρκική Κυβέρνηση είναι εκείνο που η ίδια χρησιμοποιεί στους υπηκόους της. Η Πύλη δεν αναγνωρίζει παρά τις Δυνάμεις που φοβάται ή έχει μεγάλη ανάγκη.» (Αναφορά του Ρώσου διπλωμάτη Τουργκιένιεφ στα 1821 προς τον τσάρο) Κυριάκος Σιμόπουλος : Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ΄21, Τόμος 1 : 1821-1822, σελ. 173, Αθήνα, 1984


…Ύστερα από 200 χρόνια θα υπάρχη η γνώμη ότι η γενεά μας είχε, για την εποχή της, σημαντικόν υλικό πολιτισμό, αλλά σχεδόν τίποτε παραπάνω, ότι είχε μεν καλοθρεμμένο σώμα, αλλά η ψυχή της πέθαινε από λιπώδη εκφύλισι.

Sir Richard W. Livingstone : «Ελληνικά Ιδανικά και Σύγχρονη Ζωή», εκδ. Πιτσιλός, Αθήνα, 1986, σελ. 11



Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, λένε, και έχουν δίκαιο. Ποιοι όμως είναι αυτοί οι νικητές; Νικητές δεν είναι οι πρόσκαιροι νικητές των μαχών στα πολεμικά πεδία, («πρόσκαιροι», διότι ένας πόλεμος, όσο μακροχρόνιος κι αν είναι , τουλάχιστον τους τελευταίας αιώνες και τουλάχιστον κατά κανόνα, εκπροσωπεί μια χρονική περίοδο πολύ μικρότερη από την περίοδο της ειρήνης) αυτή είναι μια μονομερής αντίληψη του πράγματος. Νικητές είναι οι τελικοί νικητές των πολέμων της υπόθεσης της προόδου και της επιβίωσης –κι όχι κατ’ ανάγκη των στρατιωτικών πολέμων. Υπήρξαν νικητές στα πεδία των στρατιωτικών μαχών που όμως δεν μπόρεσαν να μετατρέψουν μια τέτοια νίκη σε ένα διαρκές πλεονέκτημα, σε μια διαρκή νίκη που θα υπήρχε και στη περίοδο της ειρήνης, (παράδειγμα προς αποφυγήν η χώρας μας), όπως υπήρξαν και ηττημένοι σε στρατιωτικούς πολέμους που όμως η θέλησή τους να μη ..........
καταθέσουν τις σημαίες των προοπτικών και της θέλησης της επιβίωσής τους, μετέτρεψαν της στρατιωτικές ήττες σε νίκες –σε ειρηνικές περιόδους-, (παραδείγματα οι μεγάλοι ηττημένοι του τελευταίου παγκόσμιου πολέμου, Γερμανία, Ιαπωνία, Ιταλία) ή ακόμα και αδύναμοι ή επιτήδειοι ουδέτεροι, που τελικά αποκόμισαν περισσότερα οφέλη (έστω και πολιτικά) από τους νικητές στα πεδία των στρατιωτικών μαχών (Τουρκία «κλασικό» παράδειγμα, όπως και η Αλβανία πάντα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Η χώρα μας, παραδοσιακός υποστηρικτής των αγώνων για την παγκόσμια ειρήνη και το διεθνές δίκαιο, κατόρθωσε ως αντάλλαγμα να μη μπορεί να κατακτήσει όχι μόνο το σεβασμό ή οφέλη, μα αντίθετα, να απειλείται στην ειρήνη να χάσει όσα με αίμα κέρδισε σε πολέμους, και το κυριότερο, να αμφισβητείται ακόμα και η ίδια η πολιτισμική της ιστορία, την οποία αδυνατεί να υπερασπίσει χάρη σ’ ένα τρομακτικό έλλειμμα αποτελεσματικότητας στο επίπεδο της ηγεσίας.

Όσο υπήρχε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, η Ελλάδα αποτελούσε πράγματι μια «σύμμαχο» και «φίλη» χώρα για τη Δύση. Ο εν πολλοίς καλλιεργημένος σε όλη τη Δύση και αναντίστοιχος προς τις πραγματικές του διαστάσεις κομμουνιστικός κίνδυνος, φυσικά δεν έθετε ζήτημα επιλογής στο θέμα της όποιας υποστήριξης από πλευράς Δύσης μεταξύ ημών και των βόρειων τουλάχιστον γειτόνων μας. Είχαμε μια εντύπωση ότι αυτό ήταν κάτι που είχε γερές βάσεις, έως ότου η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, μαζί με τα λοιπά νέα δεδομένα, αποκάλυψε και τη ψευδαίσθηση της παραπάνω πίστης μας. Οι βόρειοι γείτονές μας, όλοι τους «εχθροί της ελευθερίας» σύμφωνα με το επίσημο Δυτικό δόγμα της ψυχροπολεμικής περιόδου, έγιναν, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στις χώρες αυτές –και γενικότερα σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη-, αίφνης, όχι μόνο «φίλοι», μα «φίλτατοι», προσπερνώντας τη χώρα μας, που αδυνατεί να υπερασπίσει και τον τίτλο του «απλού φίλου».

Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν, η αντιμετώπιση ενός άκρως επιθετικού μεγαλοϊδεατισμού, που εκφεύγει των απλών λεκτικών διατυπώσεων. Οι γείτονές μας -πλην Βουλγαρίας, επί του παρόντος-, βλέποντας ότι η μόνη μη κομμουνιστική βαλκανική χώρα δεν είχε και τόσες πολλές συμπάθειες στη μυ-κομμουνστική Δύση, και ότι ήταν αυτοί που αποτελούσαν το νέο δέλεαρ, για πολλούς λόγους, με κυριότερο βέβαια το γεγονός ότι ως νέες αγορές ήταν φυσικό να ερεθίσουν τη κερδοσκοπική βουλιμία της Δυτικής Ευρώπης. (Είναι όμως βέβαιο, ότι δεν θα αργήσουν να αντιληφθούν την ουσία της αγάπης «φίλων» και «συμμάχων» που σε θεωρούν τέτοιο όσο οι συγκυρίες τους το επιβάλλουν.) Μάλλον φυσιολογικά λοιπόν, αναβίωσαν εθνικιστικές τάσεις που υπήρχαν μεν στο καιρό ρο Χότζα και του Τίτο σε βάρος της χώρας μας, τάσεις που όσο ανιστόρητες και έωλες κι αν είναι, εν τούτοις, κατόρθωσαν να τις δώσουν εμβέλεια και στη μετακομμουνιστική περίοδο, χάρη στη δική μας ανικανότητα να αποκρούσουμε ακόμα και ό,τι πιο έωλο έχει να παρουσιάσει η εξωτερική πολιτική μιας χώρας, των γειτόνων μας εν προκειμένω.

Μένοντας στα καθ’ ημάς, εκείνο που άνθισε και εξακολουθεί να ανθεί είναι το φοβικό και απαράδεκτο «δεν διεκδικούμε τίποτα», μια προσπάθεια να εξευμενίσουμε γείτονες που κανονικά αυτοί θα έπρεπε να μας το απευθύνουν σε επιβεβαίωση της αναγνώρισης από πλευράς τους της δικής μας ισχύος (οικονομικής-στρατιωτικής-πολιτικής), πολύ δε περισσότερο όταν από την στάση μας εξαρτώνται ζωτικές εθνικές προοπτικές τους, όπως η ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, κ.λπ. Αλλά δεν φτάνει να διαθέτεις δύναμη : και η Ελλάδα σίγουρα διαθέτει σε σχέση με όλους εκείνους που ζεσταίνουν τη φιλοπολεμική τους πολεμική εναντίον μας. Χρειάζεται να υπάρχει και μια ανάλογη ηγεσία να την αξιοποιήσει, και όχι να την απαξιώνει. Δεν αρκεί να έχεις μια αγωνιστική τζάγκουαρ : στα χέρια ενός άπειρου και αδέξιου οδηγού, όσο καλύτερο το «τιμόνι» που οδηγεί, τόσο πιο επικίνδυνο. Φτάσαμε, χάρη σε απίστευτα αναποτελεσματικές πολιτικές που ταυτόχρονα δύσκολα μπορούν να αποφύγουν και τον χαρακτηρισμό του «φοβικού», αυτός που ζητά, και ενίοτε εκλιπαρεί τη δική μας απαραίτητη συνδρομή στην επίτευξη ζωτικών εθνικών του στόχων, να μας λοιδορεί, να μας υβρίζει και ακόμα περισσότερο, να απειλεί την ίδια μας την εδαφική ακεραιότητα!

Αυτή τη στιγμή, η Αλβανία, (τελευταία, πιο ήπια, είναι αλήθεια), τα Σκόπια και η Τουρκία (αυτή βεβαίως παγίως επιθετικά!) όλοι τους αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία σε συγκεκριμένα τμήματα της ελληνικής επικράτειας, και μάλιστα όχι ρητορικά, μα στα πλαίσια των επίσημων πολιτικών τους.

Κι εμείς, χάρη σε μια χωρίς προηγούμενο λογική στο ζήτημα της χάραξης των εθνικών μας στρατηγικών στην εξωτερική πολιτική, επιμένουμε των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς να άδωμεν το «δεν διεκδικούμε τίποτα», όταν σε όλες αυτές τις χώρες, υπάρχουν χαμένες ελληνικές πατρίδες, τη μνήμη των οποίων θα μπορούσαμε τουλάχιστον να επιμένουμε να διατηρούμε ζωντανή και να εγείρουμε ζητήματα για τα κυριαρχικά πολιτιστικά μας δικαιώματα εκεί, τις εκεί ελληνικές μειονότητες, αλλά και το δικαίωμα επιστροφής στις εκεί πατρίδες τους όσων Ελλήνων είχαν εξαναγκαστεί άμεσα ή έμμεσα να φύγουν, από τα εκεί καθεστώτα, και μάλιστα η Ελλάδα, μιμούμενη τη συμπεριφορά γειτόνων της, να σταθεί ουσιαστικός αρωγός σε τούτη την προσπάθεια επιστροφής των Ελλήνων που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ή, εν πάσει περιπτώσει, να διακηρύσσει μια τέτοια προοπτική και σε κάθε περίπτωση, να παρέχει πλήρη στήριξη προκειμένου όσοι έχασαν και τις περιουσίες τους να τις επαναδιεκδικήσουν στα διεθνή δικαστήρια. Η συνδρομή θα πρέπει να είναι ουσιαστική, τόσο στο οικονομικό επίπεδο, όσο και στο πολιτικό.

Το δεν διεκδικούμε τίποτα, είναι δυστυχώς η μόνη ουσιαστική στρατηγική και πολιτική μας έναντι της Τουρκίας –και όχι μόνο. Είναι η στρατηγική εκείνη που αποθράσυνε τους γείτονες μας, και είναι η μοναδική υπεύθυνη ώστε από την Ελλάδα που δεν διεκδικεί τίποτα, να φτάσουμε οι γείτονές μας να διεκδικούν σχεδόν τα πάντα από εμάς. Κι αν αυτή η στρατηγική και πολιτική υπήρξε η αιτία της σημερινής επιδείνωσης των σχέσεών μας με τους γείτονές μας, διότι απλά αναδεικνύει –ή έτσι ερμηνεύεται από αυτούς- ότι έχουν να κάνουν με ένα αδύναμο ή νωθρό αντίπαλο, εν τούτοις, επιμένουμε να τη διατηρούμε ως την αιχμή του δόρατος της εξωτερικής μας πολιτικής σε σχέση με τα εθνικά μας προβλήματα με τους γείτονές μας. Μόνο άνοες, δεν μπορούν πια να αντιληφθούν ότι πρόκειται για μια αποτυχημένη προσέγγιση, ότι αυτή η προσέγγιση είναι μοναδική σχεδόν αιτία που μας έφερε κυριολεκτικά στη γωνία, και σε σχέση με τη διεθνή κοινότητα, η οποία, και ορθώς, δεν μπορεί να αντιληφθεί πώς μια χώρα διαμαρτύρεται χωρίς ουσιαστικά να μάχεται για τα δικαιώματά της, αν τα θεωρεί ουσιαστικά και κυρίως υπαρκτά. Το εθνικό δίκαιο, όπως και στις αστικές σχέσεις, παραγράφεται μετά από κάποιο διάστημα αν δεν το διεκδικείς ουσιαστικά –και όχι μόνο τυπικά, και μόνο η Ιστορία με τα κατάλληλα μέσα είναι δυνατό να παραγράψει την παραγραφή. Η θεωρία του δεν διεκδικούμε τίποτα είναι μοιρολατρική, μια εναλλαγή της άλλης μοιρολατρίας της εποχής μας, που έχει αναγάγει την αθλιότητα σε μονόδρομο, μια ντετερμινιστική άποψη, που περίπου σηκώνει τα χέρια σε κάθε αντίθετη θέση που αρνιέται αυτόν τον ντετερμινισμό, αυτή τη μοιρολατρία της αθλιότητας. Το δεν διεκδικούμε τίποτα, είναι μια άνευ όρων παράδοση στη μοίρα και στο τυχαίο, είναι η στρατηγική και η πολιτική επιλογή των τεχνοκρατών και ταυτόχρονα των μη ηγετών. Διότι ο ηγέτης σέβεται την πραγματικότητα, όσο δυσμενής κι αν είναι, σίγουρα δεν χτυπά το κεφάλι του στο τοίχο περιμένοντας να τον γκρεμίσει, όμως, ταυτόχρονα, όχι μόνο δεν παύει να σκέφτεται το πως θα πολεμήσει τούτη τη δυσμενή πραγματικότητα, μα, και κυρίως αυτό, αρνείται να υποταχτεί σ’ αυτή ή να μεταβληθεί σ’ ένα θλιβερό διαχειριστή μιας περισσότερο θλιβερής πραγματικότητας, διακηρύσσει την αντίθεσή του, και κατασκευάζει τα μέσα για να την πολεμήσει, με στόχο να αλλάξει το διαφθαρμένο σύστημα κι όχι να το διαχειριστεί. Μιλάμε βέβαια, για πραγματικούς ηγέτες, κι όχι για ηγέτες κατασκευασμένους ή διοικητικά διορισμένους ή συγκυριακά καθιερωμένους. Και δεν μπορώ να μη κάνω μια τοποθέτηση σε διλήμματα που θέτουν κάποιοι –κυρίως γιάπηδες ή με νοοτροπία γιάπη ή κάποιοι ψευτοϊδεολόγοι- που περίπου, προαναγγέλλοντας την «πραγματικότητα» μιας κατάστασης διαρκούς ειρήνης που διαπιστώνουν αν όχι να έχει καθιερωθεί τουλάχιστον ότι βρίσκεται προ των θυρών μας, διερωτώνται : «δηλαδή, τι, θα κάνουμε πόλεμο;». Κανείς που στέκει καλά στα μυαλά του, δεν επιθυμεί και δεν ονειρεύεται πολέμους. Αλλά και κανείς που αρνείται να καταθέσει αμαχητί την αξιοπρέπεια και τα δίκαιά του, δεν αποφεύγει και δεν φοβάται τον αγώνα υπέρ αυτών της αξιοπρέπειας και αυτών των δικαίων.

Έτσι, π.χ., όταν η Αλβανία «εφευρίσκει» ζωτικά της ενδιαφέροντα που φτάνουν μέχρι την Άρτα, η Ελλάδα οφείλει να υπενθυμίζει ότι η Αλβανία πριν φτάσει στα εδάφη της Άρτας, πρέπει να ζητήσει την άδεια να διέλθει από τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, εδάφη ελληνικά, ενώ στα Σκόπια το Μοναστήρι και οι πέριξ περιοχές, και στη Τουρκία η Πόλη, η Ίμβρος και Τένεδος και άλλα μέρη της, πρέπει να γνωρίζουν ότι το κράτος τους οφείλει να σέβεται τα εκεί κυρίαρχα ιστορικά και πολιτισμικά μας συμφέροντα, ή τις εκεί παροικίες, όσες έμειναν μετά από τα εναντίον των Ελλήνων πογκρόμ.

Κι όχι μόνο αυτό, μα φτάνοντας σε ακραίους παραλογισμούς, μεμφόμαστε ως δήθεν εθνικιστική υστερία –«προνόμιο» κάποιας ψευτοδιανόησης- την όποια επισήμανση τούτης της πραγματικότητας : την απειλή που από πλευράς γειτόνων μας, έχει ξεφύγει από τον απλό και ανώδυνο βερμπαλισμό, και είναι ακριβώς αυτοί οι γείτονές μας που διεκδικούν τη διεθνή συμπαράσταση στις ανιστόρητες διεκδικήσεις τους. Η απειλή δεν είναι εφεύρημα κάποιων Ελλήνων εθνικιστών. Η απειλή ευθέως εκπορεύεται από τους ίδιους τους γείτονές μας. Οι Αλβανοί λένε «δεν ξεχνάμε τη τσαμουριά», οι Σκοπιανοί ονειρεύονται η κυβέρνησή τους να λειτουργηθεί στη μητρόπολη της «Σολούν», οι δε Τούρκοι, όχι απλά αμφισβητούν τη κυριαρχία μας στο Αιγαίο αλλά πολεμικά τους σκάφη, δεν πέρασε πολύς καιρός που πέρασαν σχεδόν ξυστά από την Αττική (ενώ η Θράκη, ελπίζω να διαψευστώ, αλλά αν δεν προσέξουμε, θα επιχειρήσουν να «γκριζάρουν» και αυτό το ελληνικό έδαφος), και βέβαια, επιχειρούν να δημιουργήσουν τετελεσμένα στη κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Αυτά, δεν είναι επινοήσεις καμίας «ακραίας» πολιτικής παράταξης. Τα γεγονότα έχουν καταστεί ακραία καθαυτά, είναι ακραία καθαυτά. Η μόνη ακρότητα που διαπιστώνω από πλευράς μας, είναι μια άνευ προηγουμένου ακραία αδυναμία να αντιληφθεί η ελληνική πολιτική εξουσία τον διαφαινόμενο κίνδυνο : ρητορική ίσως η αναφορά, σε μια χώρα όπου η πολιτική εν γένει, ιστορικά κινείται στα όρια της ακραίας αναποτελεσματικότητας. Αν οι δημοκρατία μας αρνείται να δει την πραγματικότητα, αν για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν περισσότερο, νομίζει ότι με το να βαφτίζει ένα τυφώνα σε άνεμο θα αποφύγει την πραγματικότητα και τις συνέπειες του τυφώνα, εν τούτοις, η πραγματικότητα δεν αλλάζει μόνο και μόνο επειδή βάλαμε τη παλάμη μας μπροστά στα μάτια μας, αρνούμενο να δούμε το ακραίο φαινόμενο στις πραγματικές του διαστάσεις. Και φυσικά, είναι εντελώς άλλο πράγμα, να αγνοείς τον κίνδυνο και να μην τον λαμβάνεις υπόψη σου στα πλαίσια μιας υπεροχής που πιστεύεις ότι διαθέτεις έναντι του απειλούντος, (που κι αυτό συζητείται πόσο σώφρονα στάση μπορεί να σημαίνει), αλλά βεβαίως, εδώ δεν ισχύει αυτό. Εδώ ισχύει, και πάντως αυτή είναι η δική μου ερμηνεία των πραγμάτων, ότι ο όποιος «ηρωισμός» (δηλαδή να κλαιγόμαστε στους κοινοτικούς εταίρους μας, προς τους οποίους τρέφω ελάχιστη εμπιστοσύνη) είναι καθαρά βερμπαλιστικός, τόσο, ώστε, πραγματικά, το ότι φτάσανε να βρυχώνται στη πόρτα μας ακόμα και ποντίκια, είναι επιβεβαιωτικό τούτης της θέσης.

Το «δεν διεκδικούμε τίποτα», στα πλαίσια μιας εφαρμοσμένης εξωτερικής πολιτικής όταν προβάλλεται μονότονα απέναντι σε υπαρκτές προκλήσεις, είναι ένα από τα δύο : ή ένα απόλυτο τίποτα ως πολιτική, ή μια ευθεία δήλωση αδυναμίας και φόβου, που και στις δυο περιπτώσεις, είναι μια βραδυφλεγής φλόγα στα θεμέλια των εθνικών μας συμφερόντων. Όσοι δε νομίζουν ότι το πολύ-πολύ να αποτελεί τούτη η στάση κάτι το «εξισορροπητικό» και «ουδέτερο» απέναντι στις παραπάνω απειλές, φυσικά και μπορούν να το νομίζουν, όπως φυσικά κι εγώ νομίζω ότι μιλάμε τουλάχιστον για μια προφανή πολιτική μυωπία.

Διεκδικούμε το δικαίωμα υποστήριξης του ελληνικού στοιχείου και της ελληνικότητας οπουδήποτε στο κόσμο.

Αίρουμε κάθε υποστήριξη και φιλική στάση σε οποιοδήποτε κράτος που απειλεί τούτο το δικαίωμά μας –πόσο μάλλον όταν απειλεί την εθνική μας ακεραιότητα.

Διεκδικούμε την ίση εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, ιδίως από πλευράς των εταίρων μας. Να τους υποχρεώσουμε να αναγνωρίσουν της ανατολικά μας θαλάσσια σύνορα ως σύνορα της Ενωμένης Ευρώπης, να τους υποχρεώσουμε να τηρήσουν έναντι των δυνάμεων κατοχής στη Κύπρο, δηλαδή σε έδαφος της Ένωσης, την ίδια στάση και να υιοθετήσουν τις ίδιες αρχές διεθνούς δικαίου που τήρησαν όταν μετείχαν στην απελευθέρωση του Κουβέιτ απ’ το Ιράκ, ή όταν, για πολύ πιο συζητήσιμες εκτροπές του διεθνούς δικαίου, συμμετείχαν κι εξακολουθούν να συμμετέχουν στην κατάληψη του Αφγανιστάν και του Ιράκ, ή όταν συμμετείχαν στον πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Όχι ογδόντα μέτρα και ογδόντα σταθμά, μάλιστα χρησιμοποιούμενα σε βάρος μελών της Ένωσης (Ελλάδα – Κύπρος).

Τα σημαντικά εθνικά ζητήματα, κύρια εκείνα που αναφέρονται στα παραπάνω ζητήματα, οφείλουν να αντιμετωπίζονται στα πλαίσια πολιτικών που να εκφράζουν το λαϊκό αίσθημα. Αντίθετες απόψεις σε μια δημοκρατία είναι σεβαστές, αλλά οφείλουν να σέβονται τη πλειοψηφία. Αντίθετη άποψη είναι άποψη ολοκληρωτική.

Η ιστορία δεν απαλλοτριώνεται. Η εθνική μας ιστορία δεν πλειστηριάζεται, δεν πωλείται, δεν εκχωρείται σε καμία ιδεολογία.

Μπορούμε να σκεφτούμε αποτελεσματικές πολιτικές; Και βέβαια. Και συχνά, δεν υπάρχει πιο αποτελεσματική στρατηγική και πολιτική το να χρησιμοποιήσεις τα ίδια τα όπλα των αντιπάλων σου, όταν αυτά είναι καταφανώς αδύναμα και ανιστόρητα. Την ίδια στιγμή, αφού η μη αλλαγή συνόρων που η Ελλάδα –ορθώς- υποστήριζε στα Βαλκάνια έχει πλέον καταρρεύσει, ας δούμε πώς αυτό τουλάχιστον θα αποβεί σε όφελός μας, έναντι «προβληματικών» γειτόνων μας. Και καλό θα ήταν, π.χ., μέσα στα Σκόπια να υποστηρίξουμε (πολιτικά εννοώ) την η εκεί αλβανική μειονότητα για αυτοδιάθεση κατά το πρότυπο του Κοσσόβου, ενώ ανάλογες πολιτικές μπορούν να υιοθετηθούν και για τους Κούρδους της Τουρκίας αλλά και για το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου.

Δεν υποστηρίζω την ένταση, αλλά εδώ μιλάμε για πολιτικές απόκρουσης της έντασης. Αν οι γείτονές μας αναιρέσουν τους εις βάρος μας ανιστόρητους μεγαλοϊδεατισμούς, την ίδια στιγμή, τίποτα από τα παραπάνω δεν υποστηρίζω, και βέβαια, τότε, θα σημάνει μια νέα εποχή, μια εποχή όπου αντί να επενδύουμε στην ένταση και τις ανιστόρητες διεκδικήσεις, θα επενδύουμε στην ειρήνη και την πρόοδο, επενδύσεις οι οποίες ποτέ δεν διέψευσαν τις προσδοκίες κανενός, εφόσον είναι γνήσια αμοιβαίες και ανυστερόβουλες.

Και μιας το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ είναι το «τρέχον» από πλευράς συγκυρίας, δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω μια «λεπτομέρεια» πάνω σ’ αυτό. Κατ’ αρχήν να ξεκινήσω με μια παρατήρηση του Κώστας Ζουράρη, που την είχα ακούσει σε μια τοποθέτησή του στο παρελθόν στην εκπομπή «Ζούγκλα» του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου –κι αργότερα την επανέλαβε πάλι, όπου είπε ότι «όποιος παραχωρεί όνομα παραχωρεί έδαφος», και θα συμφωνήσω μαζί του, αναφερόμενος στο ειδικό ζήτημα της Μακεδονίας, όπως θα συμφωνήσω και στην πρότασή του για δημοψήφισμα - κάτι που επίσης έχω κι εγώ υποστηρίξει σε άρθρα μου, ενώ σημειώνω, ότι τη προσφυγή σε δημοψήφισμα την πρότεινα και για μια σειρά άλλα ζητήματα, όχι μόνο εξωτερικής πολιτικής, μα και για ζητήματα που θεωρούνται σημαντικά εσωτερικά. Έτσι λοιπόν το ερώτημα που θέτω, είναι προς τι η εμμονή να αναφέρονται όσοι προτείνουν, σε «Βόρεια Μακεδονία» και όχι «Ανατολική Μακεδονία»; Απλούστατα διότι με το «Βόρεια» στοχοποιείται ο κύριος εχθρός που βρίσκεται στο Νότο : η Ελλάδα. Αν συζητούσαμε για «Ανατολική Μακεδονία», ο αλυτρωτισμός και επιθετικός εθνικισμός των Νότιων Σλάβων θα στόχευε και προς τη Βουλγαρία –τουλάχιστον με την ίδια ένταση που εκδηλώνεται προς τη χώρα μας. Η ελληνική διπλωματία, οφείλει να λάβει υπόψη της σοβαρά τη διάσταση αυτή, και να την προβάλει σε σχέση με τα όσα οι ίδιοι οι Νότιοι Σλάβοι ισχυρίζονται. Ο γεωγραφικός προσδιορισμός, δεν είναι ουδέτερος, κάθε άλλο. Επομένως, στους διεθνείς διαπραγματευτές, πρέπει τούτο να γίνει απολύτως κατανοητό, πως όταν μαγειρεύουν σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, αυτός ο προσδιορισμός δεν μπορεί να είναι μονομερής σε βάρος της Ελλάδας –αν οπωσδήποτε καταλήξουμε σε σύνθετη ονομασία με τέτοιο προσδιορισμό. Οφείλει να περιλαμβάνει και τις αξιώσεις των Νότιων Σλάβων και επί της γείτονός τους Βουλγαρίας, και σε κάθε περίπτωση, την δική μας αξίωση να μη στοχοποιούμαστε μέσω ενός τέτοιου προσδιορισμού. Άρα, κι ανεξάρτητα από τη θέση του γράφοντος ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να εκχωρήσουμε το όνομα «Μακεδονία» έστω στα πλαίσια ενός σύνθετου ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό, όπως δε συντρέχει κανένας λόγος να εκχωρήσουμε και παράγωγα του ονόματος αυτού, δοθείσης μάλιστα της σλαβικής αδιαλλαξίας, τουλάχιστον, ας μη διευκολύνουμε τους Σλάβους των Σκοπίων! Πρέπει, αν σώνει και καλά η Αθήνα να υιοθετήσει ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, να επιμείνει αυτός ο προσδιορισμός, να μην είναι μονομερής και ως εκ τούτου σαφώς να στοχεύει (εχθρικά) τη χώρα μας. Και επειδή γεωγραφία, είναι επίσης και τα ποτάμια και τα βουνά, ας δούμε μήπως υπάρχουν κι άλλες εναλλακτικές προσεγγίσεις στο θέμα. Πιστεύω εκεί στο ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, να διαθέτουν και κανένα γεωγράφο που να είναι σε θέση να προτείνει «έξυπνες» ονομασίες…