Ο ΛΑΟΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΙΟΔΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΙΝΙΟ


γράφει ο Αγγελος Αγγελίδης


Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, σχετικά πρόσφατα τόνισε:

« η κοινωνική στράτευση θα φέρει πολιτική δράση και πίεση σε κάθε φορέα εξουσίας, να πράξει το καθήκον του, να παρέμβει, να αλλάξει νόμους αν χρειαστεί.

Η πείρα έχει δείξει ότι όταν οι πολίτες μιας τοπικής κοινωνίας που απειλείται η υγεία της ή η οικονομική της δραστηριότητα ή η καθη-μερινή ποιότητα της ζωής της αντιστέκονται, η τοπική και η κεν-τρική εξουσία υποχωρούν ».

  • Ζώ από κοντά τα κοινωνικά θέματα και τα προβλήματα της Πιερίας, οπότε δεν θα με άφηνε αδιάφορο το θέμα των ΝΕΩΝ ΔΙΟΔΙΩΝ.
  • Αναλύοντας τα νοήματα και τα μηνύματα των λόγων του Προέδρου της Δημοκρατίας, σκέφτηκα να αναλογιστώ και πάλι την κοινωνικοοικο-νομική κατάσταση που οργανωμένα δημιουργείται εις βάρος της Πιερίας από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις των ΔΙΟΔΙΩΝ. Τη συμπεριφορά επίσης και τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης των πολιτικών δυνάμεων του τόπου μας.
  • Από τη μια η μεθόδευση των εργασιών κατασκευής είναι τέτοια που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αποπεράτωσή τους, πιθανόν πολύ νωρίτερα από τα χρονοδιαγράμματα. Από την άλλη μέχρι σήμερα καμιά δράση δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη από τους ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, αγνοώντας το περί δικαίου αίσθημα ενός ολόκληρου λαού.
  • ..........

  • Η αναγνώριση και η κατανόηση του προβλήματος, οι ειλικρινείς μεταξύ μας δηλώσεις και τα τηλεοπτικά λογίδρια αποδείχθηκε ότι δεν λύνουν το πρόβλημα. Διότι ενώ εμείς παραμένουμε στα λόγια, κάποιοι άλλοι χτίζουν και δημιουργούν για αύριο τετελεσμένες καταστάσεις.

· Όταν η πίεση των συναισθημάτων είναι μεγάλη, τότε απ΄ τη ψυχή μας πηγάζουν γρήγορα οι αλήθειες που νοιώθουμε.

Πήγα νωρίς. Πήγα πρωί.

Κι ακόμα τ΄ Απρίλη η δροσιά, το στήθος μου παγώνει.

Η αγωνία δυνατή. Πήρα και μερικά τηλέφωνα.

Άδεια τα Δικαστήρια, άδεια και η Πλατεία.

Ο κόσμος πουθενά.

Άδειες οι γωνιές, που κοίταγα. Κάποιοι μπορεί και έπρεπε να ΄ρθουν.

Από κει που σε παρέες και μπουλούκια, έπρεπε πολλοί μαζί να ξεπροβάλλουν.

Η ώρα περνούσε.

Τα νεύρα στη πίεση. Η χαρά στη συμπίεση.

Ο ενθουσιασμός, σε συστολή παγερή .

Η ώρα περνούσε. Η ώρα πέρασε και προσπέρασε.

Ο χρόνος ψυχρός κι όπως πάντα πίσω αγύριστος .

Το μυαλό μας θόλωνε, λογικά. Νοιώσαμε τα παράλογα.

Μαζευτήκαμε πολλοί, αλλά όχι πολλοί.

Μιλούσαμε μεταξύ μας κι αλλάζαμε παρέες.

Οι παρέες άλλαζαν μα τα πρόσωπα ίδια και πάλι.

Τα πρόσωπα εκείνα. Των εθελοντών. Των πρωτεργατών. Των υποψιασμένων.

Το ηθικό έπεφτε, όσο ή ώρα τελείωνε.

Οι ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ βγήκαν.

Όλα τελείωσαν. Όλα τελείωσαν, μα όμως πάλι όπως αρχίσαν.

Χτες χτίζονταν. Εκεί που υπήρχε μια καταπράσινη της φύσης ομορφιά.

Χτες δεν υπήρχαν. Σήμερα υπάρχουν.

Τίποτε δεν σταμάτησε. Τίποτε δεν αλλάζει.

Σήμερα χτίζονται και θα χτίζονται κι αύριο και μεθαύριο και συνέχεια.

Θα χτίζονται εργοστάσια, για χέρια ανέργων; Ισως αλλού.

Εδώ θα χτίζονται μηχανισμοί του χρήματος. Θα χτίζονται ΔΙΟΔΙΑ.

Χτίζονται τα ΔΙΟΔΙΑ.

Θα χτίζονται μέχρι που τα σκούρα κουστούμια,

με τα ανέκφραστα πρόσωπα κάτω απ΄ τα μαύρα γυαλιά,

θα πατούν στα ακροδάχτυλα των ποδιών τους.

Να γίνονται ψηλότεροι και πρώτοι να είναι στο φακό, στων ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ τη ΓΙΟΡΤΗ.

Στη γιορτή του έργου, που στο τόπο μας θα φέρει τη πολυπόθητη προκοπή.

Προκοπή όμως μόνο για λίγους, μόνο για ορισμένους.

Γιατί σ΄ εμάς, ΚΟΜΒΟΥΣ και αν μας έταξαν, ΔΙΟΔΙΑ μας ήρθαν.

Οι παρουσίες εκείνων των προσώπων,

των σημαντικών ; των αγωνιστών ; των ρυθμιστών της λαϊκής μας τύχης ;

Ανύπαρκτες. Οδυνηρά και προκλητικά, ανύπαρκτες.

Αλλοι στα Γραφεία τους, άλλοι στις Εταιρίες τους,

άλλοι στους Φορείς τους, άλλοι στις Δουλίτσες τους,

άλλοι στα Φορτηγάκια τους και άλλοι στα Καφενεδάκια τους.

Εκείνων οι παρουσίες, που έπρεπε πρώτοι και μπροστά να βρίσκονται.

Εκείνων που σε άλλες συγκεντρώσεις, σε συσκέψεις και σε διαμαρτυρίες, σπρώχνονταν.

Σπρώχνονταν. Μπροστά να βγούν τη δήλωση να κάνουν.

Τη δήλωση, τη λύτρωση.

Αυτή που τόσο καιρό, ω Πιερία μας γλυκιά, ο κόσμος καρτερούσε.

Αυτός ο άμοιρος λαός. Δηλαδή Εμείς.

Και γινόταν οι δηλώσεις. Και γράφονταν τα ψηφίσματα.

Κι έπαιρνε Αριθμό για το Πρωτόκολλο το ΘΑΥΜΑ,

το θαύμα που στο τόπο μας έμελλε να συμβεί.

Μα. Κι αν οι προφήτες μας πολλοί, το θαύμα άργησε. Κι αργεί.

΄Η μήπως και δικαιωθεί αυτός που βροντοφώναξε,

στην αίθουσα εκεί ψηλά στα μέσα του Φλεβάρη:

σ΄ εμάς αυτό το θαύμα, ποτέ δε θα συμβεί.

Σκυμμένα τα κεφάλια. Μαύρη η απόγνωση.

Ο κόσμος διαλύεται. Ένα νέο ραντεβού όμως φάνηκε στον ορίζοντα.

30 τ΄ Απρίλη και πάλι εδώ.

Η απόγνωσή μας, γίνεται δύναμη για το δίκιο.

Η λογική μας, γίνεται και πάλι οδηγός μας.

Η θέλησή μας ξέχασε τις πονηριές των λίγων, που πάντα καιροφυλακτούν.

Γιατ΄ οι προστάτες του λαού της ευκαιρίας, της στιγμής,

με τις προθέσεις μας, σχέση ποτέ δεν είχαν.

Όμως.

Λαέ καλόβουλε, ειλικρινή κι ανεπηρέαστε.

Λαέ που πάντοτε, εσύ το μάρμαρο χρυσάφι θα πληρώνεις.

Λαέ που σύντομα το δρόμο σου θα κλείνουν, με μπάρες και μ΄ εμπόδια.

Το πέρασμα στο δρόμο σου, στη βόλτα ή στη δουλειά σου.

Αδιάφορα μην αφεθείς στα λόγια ορισμένων.

Και σ΄ υποσχέσεις ψεύτικες μην ξεχαστείς, ούτε στη τακτική τους.

Κι αν έταξαν θέσεις δουλειάς σε σένα ή στο παιδί σου,

κι αν με κρυφό καϋμό κι εσύ έστειλες Νότια τις Αιτήσεις,

σε ορισμένους κι εκλεκτούς μόνο, το φως θ΄ ανάψει.

Για εξαργύρωση σιωπής, στήθηκε η ιστορία.

Κι αν προσδοκάς με πονηριά και μυστικά απ΄ τους άλλους,

γι΄ αυτό σου είπαν μη μιλάς.

Μα όμως γύρω δεν κοιτάς ; που κι άλλοι γύρω δε μιλούν ;

Μήπως σε μοιάζουν ξαφνικά ; ή μήπως θύματα κι αυτοί, την ίδια θέση προσδοκούν ;

Φάρος να είν΄ η λογική, που ίδια είναι σ΄ όλους.

Τη δύναμή σου μη ξεχνάς, ούτε τις αρετές σου.

Ευγένεια κι Υπομονή. Δουλειά, Δικαιοσύνη.

Κάποτε ήταν φυλακή και στο κελί το ίδιο,

δυό άνδρες ίδιοι κι όμοιοι, όμοιοι σαν τους άλλους.

Μιά μέρα ο δεσμοφύλακας, τους τάζει ένα δώρο.

Επιθυμία έντονη, πόθος για το καθένα.

Ο ένας απ΄ αυτούς τους δυο, σφυρί ζητά όσο μικρό και να ΄ναι.

Ο άλλος ζήτησε μπογιά χρυσή κι ένα καλό πινέλο.

Σωστός ο δεσμοφύλακας, το τήρησε το τάμα.

Σαν πέρασε λίγος καιρός,

μεσ΄ το κελί το ίδιο, μια μέρα και ένα πρωί,

τα πράγματα αλλάζουν.

Ο ένας μόνο απ΄ τους δυό, μεσ΄ τη τρελή χαρά του,

με τα δεσμά ν΄ αστράφτουνε, σαν τα χρυσά. Τόσο καλοβαμένα.

Ο άλλος όμως άφαντος, έσπασε τα δεσμά του.

τα παραπάνω αφιερώνω σ΄ όλους εκείνους

που χωρίς ιδιοτέλεια αφήνουν τον καναπέ τους και μάχονται έντιμα, πολιτισμένα και δημοκρατικά έστω και για τα αυτονόητα δικαιώματα.

αλλοίμονο όμως βαρύ σ΄ εκείνους

που πονηρά φυγομαχούν, που φοβούνται χωρίς αιτία στο καταμεσήμερο, που προσβάλλουν κι αδικούν τη δημοκρατία που ζούμε.

καθημερινά κι ανθρώπινα