Υπάρχουν και κομματικές «τάξεις»

Γράφει ο Ευθύλογος


Η Κοινωνιολογία ασχολείται με τις κοινωνικές τάξεις εκτενέστατα, στην Ελλάδα όμως υπάρχει και μια άλλη μορφή «τάξεων» που κατά τη γνώμη μου παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Πολύ σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι οι πολίτες στην Ελλάδα χωρίζονται ως προς την κομματική τους τοποθέτηση, στις παρακάτω κατηγορίες – «τάξεις».

Α) Στους πολίτες που ανήκουν σχεδόν κληρονομικά σε ένα κόμμα.
Είναι αυτοί που από πάππου προς πάππον ψήφιζαν κάποιο από τα κόμματα (ή τις διάφορες μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις τους) που εμφανίστηκαν στην πολιτική σκηνή της «ελεύθερης» Ελλάδας.
Προφανώς τόσα χρόνια στον ίδιο κομματικό χώρο, έχουν δημιουργήσει τις απαραίτητες προσβάσεις, ξέρουν καλά τις υπόγειες διαδρομές, τον τρόπο να επιδείξουν την κομματική τους προσήλωση αλλά και τον τρόπο να εξαργυρώσουν την αφοσίωσή τους.
Πρόκειται για «φαμίλιες»[1] που έχουν τον δικό τους «κομματικό εκπρόσωπο». Αυτός διεκπεραιώνει όλες τις υποθέσεις της φαμίλιας που χρειάζονται πολιτικό «βύσμα». Άλλωστε συχνά συνδέονται και συγγενικά, φιλικά ή «κουμπαρικά» με ισχυρά πρόσωπα του κομματικού μηχανισμού. Συνήθως δεν είναι πολιτικός που θέλει να μπλεχτεί με βαφτιστήρια που δε θα θυμάται ούτε τ’ όνομά τους, είναι οι λεχρίτες της φαμίλιας που θέλουν να τον «δέσουν» με την κουμπαριά. Πώς να πεις όχι σ’ ένα κοπάδι κομματόσκυλων που γενιές ολόκληρες αλυχτάνε υπέρ του κόμματος;
Άτομα αυτής της ιδιότυπης κοινωνικοπολιτικής ομάδας συναντάμε πολύ συχνά σε θέσεις του κρατικού μηχανισμού οι οποίες απαιτούν προσόντα καταφανώς υπέρτερα από όσα διαθέτουν οι εν λόγω εγκάθετοι.

Β) Στους πολίτες που είναι πάντοτε «με το γκουβέρνο».
Πρόκειται γι’ αυτούς που ακολουθούν τη μποδοσάκεια συμβουλή
και βολεύονται με όλες τις καταστάσεις. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκουν παραδοσιακά πολλοί οπαδοί της ελεύθερης οικονομίας που κατά βάθος αλλά ανομολόγητα, είναι υπέρ του άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού και της απόλυτης συρρίκνωσης του κράτους.
Βέβαια πολλοί εξ αυτών έγιναν ισχυροί εκμεταλλευόμενοι κρατικές συμφωνίες[2] αλλά αυτό είναι λεπτομέρεια. Θέλουν τόσο κράτος, όσο

βολεύει τους ίδιους. Γι αυτούς ιδανικό κράτος θα ήταν αυτό που θα είχε ως μόνη αποστολή την ανάθεση έργων στις επιχειρήσεις τους. Όλα τα άλλα θα τα ρυθμίζει η παντοδύναμη αγορά

Και είναι τόσο ελκυστική η εικόνα που παρουσιάζουν, ώστε κατορθώνουν να παρασύρουν στο άρμα τους και υπαλληλίσκους του ευρύτερου Δημοσίου που πιστεύουν ότι στον ελεύθερο οικονομικό στίβο θα μεγαλουργούσαν. Πρόκειται για τους «κατά φαντασίαν επιτυχημένους». Που θα μπορούσαν να γίνουν μεγάλοι και τρανοί αλλά «έτυχε να βρεθούν» στο Δημόσιο.
Βέβαια δεν «έτυχε», φίλησαν κατουρημένες ποδιές για να το πετύχουν αλλά είναι πολύ εγωιστές για να το παραδεχτούν, όπως είναι
και πολύ ανόητοι για να καταλάβουν πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα και ότι δεν θα είχαν καμιά τύχη «εκεί έξω». Αισθάνονται αδικημένοι και βρίζουν το Δημόσιο ενώ θα έπρεπε να λένε «ευτυχώς που τρύπωσα στη θυρίδα και βόλεψα τη ζωούλα μου».

Γ) Στους πολίτες που κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης κατάλαβαν ότι η πολιτική τράπουλα - σε σημαντικό ποσοστό - ξαναμοιράζεται και πήραν μέρος στο «καρέ».
Ανεξάρτητα από το ρόλο τους κατά την
εφτάχρονη νύχτα της χούντας, τώρα είχαν την ευκαιρία να εξαγνιστούν στην κομματική κολυμπήθρα και να αποδοθούν στην κοινωνία άσπιλοι ή τέλος πάντων με κάποιο δημοκρατικό επίχρισμα που θα κάλυπτε τις μελανές τους κηλίδες.[3]
Άλλωστε κατά τη γνωστή φράση «σε 10 δέκα χρόνια δεν θα θυμάται κανένας». Αρκετοί απ’ αυτούς αναρριχήθηκαν στην κομματική ιεραρχία αλλά και σε θέσεις εξουσίας, συμβάλλοντας σημαντικά και με τη δική τους βρωμιά στην γενικότερη κομματική μπόχα. Βέβαια πρόκειται για τάξη που φθίνει βιολογικά, δημιουργεί όμως κληρονομική κατάσταση κι αυτή.

Δ) Στους λίγους ιδεολόγους – φαντάζουν σαν όντα μιας άλλης εποχής – που παραμένουν πιστοί στις αρχές τους «ποτέ από το χρέος μη κινούντες».
Ξέρουν ότι το παιγνίδι έχει χαθεί, ξέρουν ότι «όνειρο ήταν και πάει» δεν τους κάνει η καρδιά όμως να εγκαταλείψουν τις Θερμοπύλες τους.
Κι όπως λέει κάπου ένας πολυβασανισμένος Έλληνας,[4] «το χειρότερο είναι να πεθάνει το όνειρο πριν από σένα». Ανίκανοι για συμβιβασμούς, ακατάλληλοι για «ισορροπίες» είναι άχρηστοι σε κάθε κόμμα. Εξάλλου Πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού… Κι ότι δεν μας αρέσει ή δεν μας συμφέρει, το βαφτίζουμε ανέφικτο και έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Κι έτσι φτάσαμε να θεωρούμε «ιδανικό» άρα εξωπραγματικό, αυτό που για άλλους λαούς είναι πραγματικότητα από χρόνια.
Κατά σύμπτωση αυτή τι στιγμή (30/09/2009) σε συνέντευξη τύπου ο κ. Παπανδρέου λέει ότι αυτά που θα κάνει, για άλλες χώρες είναι αυτονόητα ενώ για την Ελλάδα είναι επανάσταση. Θα είμαι ο πρώτος που θα χαιρετήσω και την «επανάσταση» και τον «επαναστάτη».
Αν ανακυκλώσει όμως την παλιά κομματική σαβούρα έστω και σε θέσεις ήσσονος σημασίας, τότε μάλλον πάμε για άλλου είδους επανάσταση.
Μια καλή κίνηση θα ήταν, στο πρόγραμμα των 100 ημερών να διαθέσει τις πρώτες 10 για να συμμαζέψει τους κομματικούς κοπρίτες που όχι μόνο ετοίμασαν το κουστούμι αλλά παρήγγειλαν και πολυθρόνα στα μέτρα τους για να βολέψουν καλλίτερα τα οπίσθιά τους. Ίσως χρειαστεί πολύ γρήγορα να αποδείξει κατά πόσο πέτυχε η «κάθαρση» του κόμματός του από τα καθήκια του παρελθόντος.

Ε) Και τέλος στους πολίτες που τους γονατίζει η καθημερινότητα και δεν έχουν ούτε τη διάθεση, ούτε το χρόνο, ούτε τη συνειδησιακή ελαστικότητα για να ασχοληθούν με την πολιτική και με τα κόμματα. Στέκουν βουβοί, επιφανειακά αδιάφοροι αλλά στην πραγματικότητα απογοητευμένοι και οργισμένοι, παρακολουθώντας με θολό μάτι τα τεκταινόμενα.
Είναι οι άνθρωποι που θέλουν να ελπίσουν σε ένα καλλίτερο αύριο αλλά κάποιοι τους κλέβουν τις ελπίδες, τους κλέβουν τα όνειρα, τους κλέβουν τη δουλειά, τους κλέβουν τη ζωή.
Είναι οι άνθρωποι που δεν μπορείς να τους μιλήσεις για μελλοντικό όραμα την στιγμή που δεν έχουν εξασφαλισμένο το αυριανό ψωμί.
Είναι οι άνθρωποι που πίστεψαν στην επανίδρυση του κράτους, στην Αλλαγή, στην κάθαρση, στον εκσυγχρονισμό, σε όλα τα ψεύτικα συνθήματα και εισέπραξαν ανεργία, περιφρόνηση, Βατοπέδι, Siemens, Χρηματιστήριο, κουμπάρους, ομόλογα.
Είναι οι άνθρωποι που αναρωτιούνται πως διάβολο με το μισό ευρώ την ημέρα που παίρνουν αύξηση κάθε χρόνο, έφτασε το Ρωμέικο να χρωστάει 292 δισεκατομμύρια ευρώ.
Είναι οι νέοι των 500 – 700 ευρώ το μήνα που ξέρουν ότι κάποιοι υψηλά ιστάμενοι εισπράττουν ανερυθρίαστα 150000 – 300000 ευρώ το χρόνο με μόνο επίτευγμα τον περιορισμό των θέσεων εργασίας και την εκποίηση της κρατικής περιουσίας. [5]
Είναι οι άνθρωποι που αναρωτιούνται αν αυτοί που ελέγχουν τις τύχες τούτου του έρμου τόπου είναι ανόητοι η αγύρτες.
Είναι οι άνεργοι[6] που χάνουν την αξιοπρέπειά τους παρακαλώντας για δουλειά, οι ενοικιαζόμενοι, οι ανασφάλιστοι εργαζόμενοι, οι όμηροι των
Stages με το προβληματικό παρόν και το αβέβαιο μέλλον που όλο αποκτούν εμπειρία κι όλο άχρηστη τους είναι, που δεν έχουν δικαίωμα να σκεφτούν για οικογένεια και παιδιά, που αντιμετωπίζονται ως παιδιά ενός κατώτερου θεού.


Δεν απαιτείται ιδιαίτερη για να καταλάβει ο επόμενος πρωθυπουργός (όποιος κι αν είναι) ότι η υπομονή αυτών των ανθρώπων έχει εξαντληθεί. Μόνον ο φόβος της κρατικής καταστολής τους κρατάει στη γωνία. Ας μη ξεχνάμε όμως ότι η αίσθηση της αδικίας, η οργή και το ένστικτο της επιβίωσης υπερνικούν το φόβο.
Φαίνεται πως κάποιοι κατανοούν επί τέλους τον κίνδυνο.
Ο κ. Γεράσιμος Κακλαμάνης απόψε (01/10/2009) αναγνώρισε ότι «Η Ελληνική κοινωνία είναι ένα καζάνι που βράζει». Και δεν είναι ο μόνος.
Το στοίχημα είναι, αν (και ποιοι) θα μπορέσουν να κατεβάσουν τη χύτρα από τη φωτιά.

* * * * * * * * *

[1] Με την έννοια που έχει στη νότια Ιταλία.

[2] Στην Ελλάδα ακόμη και μια βιοτεχνία παπουτσιών αν δεν «χτυπήσει» σε μειοδοτικό διαγωνισμό τα στρατιωτικά άρβυλα, δεν πρόκειται να προκόψει.
Φανταστείτε τι γίνεται παραπέρα, όπως στην Ενέργεια, στις Μεταφορές, στις Επικοινωνίες κλπ.

[3] Προφανώς υπάρχουν κι εκείνοι – οι λίγοι – που στα μαύρα χρόνια αγωνίστηκαν και διώχτηκαν αλλά η σεμνότητά και το ήθος τους δεν τους επέτρεψαν να εξαργυρώσουν τίποτε.


[4] Χρόνης Μίσσιος στο βιβλίο του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς»

[5] Υπάρχουν και κάποιοι με περισσότερα!!! (εδώ) κι (εδώ) κι (εδώ)

[6] 10% ανεργία στο σύνολο, είναι 100% γι αυτόν που δεν έχει δουλειά.
Ο άνεργος δεν υποφέρει κατά 10%. Τα παιδιά του δεν πεινάνε κατά 10%.
Γι αυτό κι όταν θα βγει στο δρόμο, δεν θα βγει κατά 10%.


Ευθύλογος