Κυβέρνηση αντεξουσιαστών μέσα στην εξουσία. Θα προτιμούσα -επί του παρόντος- μια κυβέρνηση μεταρρυθμιστών

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

(«Ανδρί δε τυράννω ή πόλει αρχήν εχούση ουδέν άλογον ό τι ξυμφέρον ουδ’ οικείον ό τι μη πιστόν· προς έκαστα δε δει ή εχθρόν ή φίλον μετά καιρού γίγνεσθαι…» [«Για έναν τύραννο ή για μια πόλη που ασκεί ηγεμονία, τίποτε δεν είναι παράλογο, εφόσον αυτό είναι συμφέρον, ούτε κανείς λογίζεται συγγενής, εφόσον δεν είναι πιστός. Και ο καθένας πρέπει να θεωρείται εχθρός ή φίλος, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.»])

Θουκυδίδης : Ιστορίαι, Βιβλίο ΣΤ΄, σελ. 168-169 (ΣΤ,85), εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα

Ο αντεξουσιαστής, δεν θέλει ν’ αλλάξει την εξουσία. Θέλει να την καταργήσει εντελώς. Θέλει μια άλλη κοινωνία, όπου, αφού όλα τα συμφέροντα θα έχουν εξαλειφθεί, ή όπερ το αυτό, εξισωθεί πλήρως, δεν θα υπάρχει ανάγκη για μια τέτοια εξουσία, δηλαδή κρατική. Ο αντεξουσιαστής, επίσης, θεωρεί ως ματαιοπονία το να επιχειρείς να κάνεις καλύτερη την εξουσία, διότι δεν γίνεται, ή να την ελέγξεις «από τα μέσα», διότι πολύ απλά δεν ελέγχεται, και κυρίως διότι ιστορικά πάντα καταλήγει το πράγμα η εξουσία να ελέγχει όποιους προσπάθησαν να την ελέγξουν προς τη κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των πολλών, δηλαδή του λαού, διότι απλά, η πραγματική δύναμη δεν βρίσκεται στους πολλούς μα στους λίγους. Και βεβαίως, υπάρχει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία πέρα απ’ τις παραπάνω αδρές περιγραφές κάποιων απόψεων που αποδίδονται στους αντεξουσιαστές.



Όμως, εδώ έχουμε μια πραγματικότητα, που είναι η πραγματικότητα της ύπαρξης μιας συγκεκριμένης κρατικής εξουσίας, που δομείται πάνω σε μια άλλη πραγματικότητα : τη πραγματικότητα της σύνθεσής της ως «ομοσπονδίας» τυπικών και άτυπων ελίτ και ομάδων πίεσης, όπου η κυβέρνηση αποτελεί μια και μόνο μια ...........
.συνιστώσα, ουδέ καν τη συνισταμένη, ώστε να θεωρηθεί ότι τουλάχιστον «ενοποιούνται» και «ομογενοποιούνται» σ’ αυτή κατά τρόπο «ενιαίοι» όλες οι άλλες συνιστώσες, και άρα, ότι η κυβέρνηση είναι το Α και το Ω αυτής της κρατικής εξουσίας. Φυσικά, όμως, αυτό δεν συμβαίνει. Και δεν συνέβη ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία, σε καμία κοινωνία, εξόν σε κάποιες εξαιρέσεις, εδώ κι εκεί στο κόσμο, που πάντως, αυτές οι εξαιρέσεις, δεν κατόρθωσαν να επιβάλλουν ένα βιώσιμο τύπο εξουσίας, όπου κανείς άλλος εξόν από ένα αδιαμφισβήτητο ηγέτη δεν μετείχε στη νομή και την άσκησή της.

Συνεπώς, η έκκληση του πρωθυπουργού στους υπουργούς του να είναι αντεξουσιαστές μέσα στην ίδια την εξουσία, θα λέγαμε ότι δημιουργεί έναν αυτοκαταστροφικό Κρόνο (τουλάχιστον εκείνος έτρωγε άλλους, όχι τον εαυτό του!!!) Βέβαια, αν υπάρχει μια λογική σ’ αυτή την επίκληση, αυτή η λογική βρίσκεται ακριβώς στο ότι ισχύει αυτό που ήδη είπαμε παραπάνω. Ότι δηλαδή, μια κυβέρνηση, δεν είναι καν η συνισταμένη, μα μια συνιστώσα του φαινομένου της εξουσίας. Ο κ. Παπανδρέου, στην ουσία αυτό ακριβώς αναγνώρισε, και αν πρέπει να διαβαστεί με αξιώσεις «λογικής ερμηνείας» η δήλωσή του, ακριβώς σ’ αυτό τα πλαίσιο πρέπει να θέσουμε τη λογική της τοποθέτησής του. Κάλεσε τους υπουργούς του, να παλέψουν ΕΝΑΝΤΙΑ στις άλλες ελίτ και ομάδες εξουσίας που άτυπα μεν πλην παγίως ενδημούν σ’ αυτή, και μάλιστα με πολύ πλεονεκτικότερους τρόπους, διότι δε είναι θεσμικές ή τυπικές (άρα δεν είναι αμέσως ορατές ώστε να επισύρουν πάνω τους τη δημόσια κριτική ή τη κοινωνική οργή), και κυρίως, διότι έχουν στα χέρια τους τη πρώτη ύλη με την οποία κινείται η οικονομία (το χρήμα, το κεφάλαιο), μια πρώτη ύλη, χωρίς την οποία, τα πάντα θα καταρρεύσουν, και επομένως και η όποια κυβέρνηση.

Επομένως, μια κυβέρνηση που αισθάνεται «αντεξουσιαστής», και μάλιστα θέλει να λειτουργήσει ως «αντεξουσιαστής» μέσα στην εξουσία, είναι μια κυβέρνηση που αισθάνεται ότι μειονεκτεί έναντι άλλων πιο ισχυρών συνιστωσών της εξουσίας, (διότι διαφορετικά, θα έπρεπε οι άλλοι, οι μειονεκτούσες συνιστώσες να παλέψουν προς την ισχυρότερη και να καταστούν «αντεξουσιαστές» μέσα στην εξουσία), πλην όμως δηλώνει δημόσια, ότι προτίθεται να παλέψει προς τη κατεύθυνση να γίνει η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη συνισταμένη αυτής της εξουσίας, μιας συνισταμένη που θα επικρατεί κάθε άλλης συνιστώσας, κι αυτό είναι πράγματι μια θαρραλέα δήλωση, αν είναι πράγματι γνήσια, αν πράγματι εκφέρεται μετά λόγου γνώσεως και όχι ως μια ρηματική δήλωση. Από την άλλη, αν θα θέλαμε να είμαστε σωστοί με ό,τι λέμε, και κυρίως με τη λογική αυτών που λέμε, τότε, τούτη η «αντεξουσιαστική» στάση, δεν είναι «αντεξουσιαστική» με την καθιερωμένη έννοια. Η έκκληση του πρωθυπουργού, ακόμα κι αν γίνεται μετά λόγου γνώσεως, και εκφράζει μια γνήσια επιθυμία, φυσικά δεν είναι η κυβέρνησή του να καταργήσει την εξουσία –ο διακηρυγμένος στόχος των αντεξουσιαστών! Είναι να εγκαθιδρύσει μια άλλη εξουσία, που θα υπηρετεί τα συμφέροντα των πολλών. Αλλά αυτό, δεν είναι, και δεν είναι με καμιά δύναμη, μια «αντεξουσιαστική» στόχευση. Είναι μια πολύ κοινή και πολύ συνηθισμένη στόχευση σχεδόν όλων των αστικών και μη κυβερνήσεων, και εν πάσει περιπτώσει, όλων εκείνων των κυβερνήσεων που δεν δηλώνουν ότι βρίσκονται εκεί ως υπηρέτες των λίγων, και προσωπικά δεν γνωρίζω αν ποτέ υπήρξε κυβέρνηση που να υποστήριξε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον από το –επίσημο- γκρέμισμα της φεουδαρχίας και δώθε.

Για να πω τη μαύρη μου αλήθεια, πολύ θα μ’ εξιτάριζε ένα τέτοιο θέαμα στους κόλπους της εξουσίας, αν δεν ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα κατέληγε σ’ ένα όλεθρο, που ο λογαριασμός του οικονομικού και εθνικού του κόστους, θα έφτανε με σιγουριά σε μένα, και βεβαίως όχι σε κανένα από τους εκπροσώπους των «εξουσιαστικών συνιστωσών». Όχι ότι δεν θα άξιζε να επιχειρηθεί κάποια φορά να γίνει μια «επανίδρυση» (Κ. Καραμανλής), μια «αλλαγή» (Α. Παπανδρέου), ένας «εκσυγχρονισμός» (Κ. Σημίτης) στο τρόπο λειτουργίας της εξουσίας, ή στη σύνθεση των «νομέων» της, μα δεν υπάρχει πιο άσκοπη θυσία, από τη θυσία που γίνεται όταν οι συνθήκες δεν είναι ώριμες. Δεν χρειαζόμαστε μια νέα Μπαλακλάβα, μια νέα επέλαση μιας νέας Ελαφράς Ταξιαρχίας, 25 Οκτωβρίου 1854. Στη Μπαλακλάβα, γίνεται μια μάχη που περνά στην Ιστορία, όχι τόσο ως μια ακόμα μάχη στα πλαίσια ενός (ακόμη) πολέμου (του Κριμαϊκού), όσο για ένα ιδιαίτερο συμβάν : την επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας, «…ένα τυπικό δείγμα περιττής ανδρείας και αυτοθυσίας συνδυασμένης με διοικητική ασυναρτησία και ανευθυνότητα.» (Αυγουστίνος Ζενάκος : Οι Μεγάλες Συνθήκες, 5/10/2003, εις : http://www.tovima.gr). Ένα από τα πολλά ιστορικά συμπεράσματα που μπορούμε ν’ αντλήσουμε... Πέραν δε αυτών, προσωπικά δεν διαπιστώνω να υπάρχουν και πρόθυμοι ηγήτορες προς μια ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ θυσία, τουλάχιστον μεταξύ εκείνων που την επικαλούνται ως προσωπική τους αρετή, κι εδώ περίπου βρίσκονται όλοι μας οι πολιτικοί, αφού ποτέ μου δεν άκουσα κανέναν απ’ αυτούς να μη δηλώνει ότι είναι έτοιμος για προσωπικές μάχες, για προσωπικές θυσίες, για το ότι πολύ λίγο τους απασχολεί του πολιτικό κόστος, κ.λπ., κ.λπ. (Δεν ξέρω γιατί όταν ακούω τούτες τις βαρύγδουπες δηλώσεις αισθάνομαι μια απέραντη ανία). Άλλωστε, κάποιος ηγέτης, μπορεί να αφήσει όνομα, αν πράγματι είναι τόσο φιλόδοξος, με μια βιώσιμη και σημαντική μεταρρύθμιση. Αντιλαμβάνομαι, από την άλλη, ότι υπάρχουν και πιο φιλόδοξοι στόχοι. Όμως, μέχρι να τους πετύχουμε, μπορούν να γίνουν κι άλλα σημαντικά…

Βέβαια, η πρωθυπουργική έκκληση έχει και κάτι το ρομαντικό. Καλεί αν θέλετε τη κοινωνία σε μια ξεχασμένη στις μέρες μας αρετή. Την αρετή της διεκδίκησης. Και κάποιος θα σκεφτεί, αν ο πρωθυπουργός θέλει αντεξουσιαστές μέσα στη κυβέρνησή του, γιατί κατά μείζονα λόγο να μη θέλει μια ολόκληρη κοινωνία αντεξουσιαστική. Γιατί δεν κάλεσε ολόκληρη την κοινωνία να αισθανθεί αντεξουσιαστής και να δράσει ως τέτοιος συλλογικά; Έχω την αίσθηση ότι την απάντηση ήδη την έδωσα. Από την άλλη πλευρά, σκέφτομαι, μήπως ο πρωθυπουργός έμμεσα θέλησε να αναδείξει τις ξεχασμένες αρετές της διεκδίκησης και του αγώνα; Ίσως, γιατί θα έπρεπε να πάμε πίσω στον 19ο αιώνα, (μιας και μιλάμε για αντεξουσιαστές, ο 19ος αιώνας είναι ένα καλό σημείο αναφοράς), κι ίσως ακόμα πιο πίσω, για να ξαναμάθουμε να διεκδικούμε; Ο 20ος αιώνας –ίσως να σκέφτηκε ο πρωθυπουργός- δεν έφερε μονάχα την ηθική και τη δικαιοσύνη, μα έφερε επίσης και τη λήθη σχετικά με το πώς μπορείς να διατηρείς τα αγαθά που κατακτάς : με αγώνα. Έχοντας ξεχάσει τα μεγάλα διδάγματα του19ου αιώνα, που ήταν ότι η ανθρωπότητα πρώτα αγωνίζεται κι έπειτα πετυχαίνει κι ακολούθως απολαμβάνει, φτάσαμε στο αίτημα της απόλαυσης έχοντας παραμερίσει αν όχι διαγράψει τα δυο προηγούμενα : του αγώνα και της επιτυχίας. Πρέπει να ξαναδιδαχτούμε συνεπώς, με τη σωστή σειρά των πραγμάτων…



Κλείνοντας, αντί επιλόγου, ας υπενθυμίσω τούτη τη φράση ενός επίσης αντεξουσιαστή : «Είναι μια αντίφαση να λέμε πως μια κυβέρνηση μπορεί ποτέ να είναι επαναστατική κι αυτό για τον απλό λόγο ότι είναι κυβέρνηση.» (Προυντόν) (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 139)