Δημιουργική λογιστική

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Τι λέει αυτός γαμώ τ’ καυλί τ;

Μακρυγιάννης : Απομνημονεύματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1998, σελ. 379


«Ποιοι άνθρωποι θα κυβερνούσαν αυτόν τον κόσμο, ήταν επίσης φανερό. Η νέα αριστοκρατία αποτελούνταν στο μεγαλύτερο μέρος της οπό γραφειοκράτες, επιστήμονες, τεχνικούς, οργανωτές συνδικάτων, ειδικούς επί των δημοσίων σχέσεων, κοινωνιολόγους, δασκάλους, δημοσιογράφους και επαγγελματίες πολιτικούς. Αυτοί οι άνθρωποι, προέρχονταν από την έμμισθη μεσαία τάξη και από τις ψηλότερες βαθμίδες της εργατικής τάξης, και τους διαμόρφωσε και ενοποίησε ο στείρος κόσμος της μονοπωλιακής βιομηχανίας και της συγκεντρωτικής κυβέρνησης… Σε σύγκριση με τη σημερινή, όλες οι τυραννίες του παρελθόντος, ασκούνταν χωρίς ζήλο και ήταν ανεπαρκείς… Η εξέλιξη της τηλεόρασης και η τεχνική τελειοποίηση που δημιούργησε τη δυνατότητα ταυτόχρονης μετάδοσης και λήψης στο ίδιο μηχάνημα, υπήρξε το τέλος της ιδιωτικής ζωής. Κάθε πολίτης, ή τουλάχιστον κάθε πολίτης που κρινόταν ότι άξιζε τον κόπο να παρακολουθείται, μπορούσε να βρίσκεται εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα κάτω από το βλέμμα της αστυνομίας και το συνεχή θόρυβο της επίσημης προπαγάνδας, ενώ όλα τα’ άλλα μέσα επικοινωνίας ήταν κομμένα. Η δυνατότητα να επιβάλλεται όχι μόνο πλήρης υποταγή στη θέληση του Κράτους, αλλά και πλήρης ομοιομορφία γνώμης σ’ όλους τους υποτελείς του, υπήρχε τώρα για πρώτη φορά.»

(George Orwell : 1984, Αθήνα, εκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 202-203)



- Δηλαδή ρε συ, είναι αλήθεια αυτό;

- Ναιιιιιι!

- Ότι δηλαδή μέσα σε μια βδομάδα το έλλειμμα από 6% πήγε 12%;

- Ναιιιιιιι! Και βάλε!!!!

- Δηλαδή τώρα να πούμε χρωστάμε διπλάσια απ’ ό,τι πριν;

- Ναιιιιιιι!

- Καλά, και ποιοι μας ...........
λέγανε ότι το έλλειμμα είταν 6% και μετά 12%;

- Οι ίδιοι!

- Οι ίδιοι;

- Ναιιιιιιιι!

- Δηλαδή όπως τότε;

- Πότε;

- Τότε ντε! Ξέχασες πως τότε μας είπαν ακριβώς το αντίθετο;

- Τι μας είπαν; Θα με σκάσεις; Πές το!

- Ξέχασε ότι πριν από χρόνια μας είπαν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι μας λένε τώρα;

- Πές το ντε… Πού θες να ξέρω τι θυμήθηκες τώρα;

- Ξέχασες που τότε μέσα σε μια νύχτα βγάλανε φιρμάνι, μαγειρέψανε και τότε τα νούμερα και είπαν ότι αφού ξαναϋπολόγισαν τα νούμερα αποφασίσανε ότι η Ελλαδίτσα μας ήταν πλουσιότερη κατά 10; Το θυμήθηκες;

- Ναι βρε! Δίκαιο έχεις! Θυμάμαι που το συζητάγαμε το πράγμα εδώ.

- Πλούτος μαϊμού. Θυμάσαι που το λέγαμε;

- Λες νάναι και το έλλειμμα μαϊμού;

- Ξέρω εγώ! Πολύ μαϊμού αδερφέ μου κυκλοφορεί. Τόσο πολύ που μήτε στη ζούγκλα δεν υπάρχει τόσο. Κανείς δε ξέρει τι έχει και τι χρωστάει.

- Καλά. Είναι όμως δυνατό να μη ξέρεις τι έχεις και τι χρωστάς;

- Πως δεν είναι!

- Πως δηλαδή;

- Να! Όταν ξέρεις πως τάκανες τόσο μπάχαλο, ή ότι είσαι και συ βουτηγμένος στο πρόβλημα, που το μόνο που σε σώνει πια είναι να θολώνεις τα νερά, ώστε κανείς να μη ξέρει που βρίσκεται η αρχή και πού το τέλος, ποια είναι δηλαδή η αλήθεια.

- Αμολάς να πούμε μελάνι για να τη σκαπουλάρεις.

- Ακριβώς! Διότι στις σουπιές και τα φαντάσματα αρέσει η θολούρα.

- Είναι να πούμε αυτό που λένε δημιουργική λογιστική;

- Ναιιιιιιιι!

- Καλά, γι’ αυτό ετούτοι δεν κατηγορούσαν τους προηγούμενους;

- Ναιιιιιιιιι! Όπως και οι προηγούμενοι πριν κατηγορούσαν τούτους, και όπως οι προηγούμενοι θα ξανακατηγορήσουν τούτους όταν θα ξανάρθουν στα πράγματα.

- Καλά, για κάφρους μας περνάν;

- Ναιιιιιιιιι!

- Ναι;

- Ναι.

- Ρε ουστ από δω.

- Σε μένα το λές;

- Όχι ρε, σ’αυτούς.

- Α, καλά. Είπα κι εγώ.

Ο ερωτών είναι ο Θεόφιλος. Ο απαντών μονολεκτικά ο Στάθης.

- Δηλαδή, είτε έτσι είτε αλλιώς, πάλι το παραμύθι στήνεται για το πώς θα μας πείσουν ότι πρέπει να πληρώσουμε και πάλι την ανικανότητά τους; Καινούργια λιτότητα να πούμε;

- Θυμάσαι ποτέ να μην είχαμε λιτότητα σ’ αυτό το τόπο; απάντησε ο Στάθης.

- Τώρα από ποιόν θα πάρουν τα χρήματα, άστ’ το μη μου το πεις, είπε ο Θεόφιλος. Πάντως, οι χαμένοι χάνουν πάντα πρώτοι…

- Κι επομένως… λέει ο Στάθης,

- Κι επομένως, εμείς η πλέμπα θα χάσουμε και πάλι, αλλά, κι επειδή απ’ τη πλέμπα πάλι τα μαζεύουν όσα τους λείπουν, να το συμπέρασμα…

- Το οποίον;

- Χάνεις λίγα – χάνω πολλά, κερδίζεις – χάνω, κερδίζω – δεν χάνεις, ε τώρα, δεν το ξέρουμε το παιχνίδι;

- Δηλαδή, αποφαίνεται ο Στάθης, χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

- Ρε Μήτσο, ρωτά ο Θεόφιλος τον παρακαθήμενο δάσκαλο.

- Ακούω, του λέει.

- Εσύ τι λες για όλα αυτά;

- Μμμ… με ρωτάς και τη κατάλληλη στιγμή.

- Γιατί;

- Γιατί δεν θα σου πω τι λέω εγώ. Θα σου πω όμως τι θα σου έλεγε ο Μακρυγιάννης που διαβάζω εδώ πέρα, αν ζούσε σήμερα.

- Τι θα μου’ λεγε ο Μακρυγιάννης;

- Τι λεν ρ’ αυτοί γαμώ τ’ καυλί τς;

Ο Στάθης μόλις τ’ άκουσε τον έπιασαν τα γέλια. Μαζί του κι ο Θεόφιλος. Ο δάσκαλος, ο Λεωνίδας, η Στέλλα κι η Καλλιόπη που καθόταν παρακεί αλλά όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσαν αμίλητοι τη συνομιλία του Θεόφιλου με τον Στάθη, έσκασαν κι αυτοί στα γέλια.

- Πώς το’ πε αυτό ο Μακρυγιάννης δάσκαλε; Ρώτησε η Στέλλα.

- Τι λεν ρ’ αυτοί γαμώ τ’ καυλί τς!

Δώστου και πάλι τα γέλια.

- Θεόφιλε, μου λες όμως κάτι; Ρώτησε η Καλλιόπη απ’ το διπλανό τραπέζι.

- Τι;

- Εκείνο το ουστ που είπες προηγούμενα, το πίστευες;

- Ναι αμέ.

- Δηλαδή;

- Τι δηλαδή;

- Να, ρωτάω τι εννοούσες;

- Να… εννοούσα ότι…, ότι μέχρι εδώ και μη παρέκει.

- Τι θα τους κάνεις δηλαδή;

- Τι πάει να πει τι να τους κάνω; Να πάρω κανένα καλάζνικοφ και να βγω στους δρόμους;

- Όχι βρε αδερφέ. Ρωτάω. Απλά ρωτάω.

- Εννοούσα ότι εγώ δεν τα τρώω αυτά που μας σερβίρουν.

- Ότι δεν τα τρως το βλέπω. Τι γίνεται όμως από εκεί και πέρα;

- Ξέρω εγώ ρε Καλλιόπη τι γίνεται. Άσε με τώρα. Τώρα θα δώσουμε λύσεις;

- Καλά ντε, μη κάνεις έτσι. Έτσι ρώτησα.

- Κι εγώ απάντησα.

- Παιδιά, αφήστε τώρα το τι κάνει ο καθένας μας. Μπήκε στη κουβέντα ο δάσκαλος. Θα το συζητήσουμε μια άλλη φορά. Έτσι κι αλλιώς πέρασε η ώρα. Σώτο… σ’ αφήνω το καφέ. (Βγάζει ένα ευρώ και το αφήνει στο τραπέζι). Άντε παιδιά, καληνύχτα.

- Ώρα να φεύγω κι εγώ, είπε ο Θεόφιλος. Άντε καληνύχτα σας…

Τον καληνύχτισαν οι υπόλοιποι.

Ο Σώτος άρχισε να μαζεύει τους καφέδες, τα τάβλι και τα χαρτιά από τα τραπέζια που άδειαζαν. Εκεί καθώς μάζευε τα τραπέζια, φώναξε στη παρέα που έφευγε.

- Ρε μάγκες!

Η παρέα κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος του.

- Τι είναι ρε Σώτο, ρώτησε ο δάσκαλος.

- Ρε σεις, ξέρει κανένας σας γιατί τη λένε αυτή τη λογιστική δημιουργική;

Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους με απορία. Σήκωσαν τους ώμους τους και μ’ ένα μορφασμό του προσώπου τους φαίνονταν κι αυτοί να αναρωτιόντουσαν τι ήταν αυτό για το οποίο συζήταγαν τόση ώρα.

- Δάσκαλε ξέρεις εσύ μήπως; ρώτησε ο Θεόφιλος.

- Τι να σας πω! Είπε ο δάσκαλος απορώντας. Μάλλον θα είναι όπως και παλιά. Οι άνθρωποι έδιναν σ’ εκείνα που φοβόνταν ονόματα που δήλωναν ακριβώς το αντίθετο. Όπως να πούμε Ειρηνικό ωκεανό ονόμασαν τον πιο άγριο απ’ όλους τους ωκεανούς, Ακρωτήρι Καλής Ελπίδας ονομάσαν το ακρωτήρι εκείνο που δεν πέρναγε από κει εύκολα καράβι. Τι να πω! Ίσως κάπως έτσι να συμβαίνει κι εδώ.

- Δηλαδή, να πούμε, παρενέβη ο Στάθης, φοβούνται τα αληθινά στοιχεία και γι’ αυτό τα έδωσαν ένα όνομα που δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Ότι δηλαδή όχι μόνο δεν σκοτώνουν την αλήθεια μα και ότι δημιουργούν από πάνω.

- Κάπως έτσι είπε ο δάσκαλος.

- Α! είπε απ’ το βάθος ο Σώτος. Άντε καληνύχτα παιδιά!

- Καλό βράδυ του είπαν όλοι σχεδόν μαζί.

Μια μέρα ακόμα έφευγε…