ΒΙΟΙ (ΕΝΤΕΛΩΣ) ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ – ΑΠΟ ΤΟ 1822 ΣΤΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Αφορμή του παρόντος άρθρου αποτελούν οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.

Παρ’ όλα αυτά, ας πάμε «λίγο» πίσω. Στα 1822. Το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», όπως αυτό θεσπίστηκε «κατά την εν Επιδαύρω Α’ Εθνικήν Συνέλευσιν» (1822), όριζε στο άρθρο ς΄ «Όλοι οι Έλληνες, εις όλα τα αξιώματα και τιμάς, έχουσι το αυτό δικαίωμα. δοτήρ δε τούτων, μόνη η αξιότης εκάστου.» (Βουλή των Ελλήνων : Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Τόμος 3, σελ. 26). Περαιτέρω στο άρθρο η΄ του αυτού «Προσωρινού Πολιτεύματος», αναφέρεται : «Όλαι αι εισπράξεις πρέπει να διανέμωνται δικαίως εις όλας τας τάξεις και κλάσεις των κατοίκων…»

Επειδή στα άρθρα μου, τα σχετικά με τις παθογένειες του πολιτικού μας βίου, δεν παύω μονότονα να υπενθυμίζω ότι η «κατάρα» που μας δέρνει στο ζήτημα της αναποτελεσματικότητας της πολιτικής εξουσίας έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, γι αυτό και επέλεξα να αρχίσω την τοποθέτησή μου στο ζήτημα των προγραμματικών δηλώσεων των διαφόρων κυβερνήσεων, υπενθυμίζοντας εντελώς ενδεικτικά δυο διατάξεις του πρώτου «οργανικού νόμου» της χώρας μας, που είχε θεσπιστεί το 1822, όταν ακόμα το ελληνικό κράτος στην ουσία δεν υπήρχε ακόμα. Όλες οι προγραμματικές δηλώσεις, όλων σχεδόν των κυβερνήσεων, κατ’ ουσίαν για δυο πράγματα προσπαθούν να μας πείσουν. Ότι οι πιο άξιοι θα αναλάβουν τις δημόσιες υποθέσεις με διαδικασίες αδιάβλητες και ότι τα δημόσια οικονομικά θα διέπονται από την αρχή της δικαίας συμμετοχής ενός εκάστου σ’ αυτά, είτε τούτη η συμμετοχή αφορά το σκέλος της συνεισφοράς είτε το σκέλος της συμμετοχής στη δημόσια «πίττα». Απ’ το 1822, ως τις τελευταίες προγραμματικές δηλώσεις του Γεωργίου Παπανδρέου, πέρασαν 187 χρόνια. Πολλά χρόνια για να δικαιούμασταν να απαιτήσουμε ότι τουλάχιστον η κάθε σχεδόν κυβέρνηση δεν θα δηλώνει ότι παραλαμβάνει καμένη γη απ’ την προηγούμενη τουλάχιστον για θεμελιώδη ζητήματα λειτουργίας της δημοκρατίας, όπως τα δυο παραπάνω και φυσικά και μερικά ακόμα –αν και τα πάντα εκπορεύονται σαν πρόβλημα ή σαν λύση, απ΄ τη τύχη του δημοκρατικού προτάγματος για την αξιοκρατία. Θα μπορούσα πράγματι, να κάνω μια ιστορική αναδρομή που θα δικαίωνε νομίζω τους παραπάνω ισχυρισμούς μου, όμως, ο χώρος δεν είναι κατάλληλος. Μπορούμε μονάχα να ......
πούμε, ότι ο «εκβιασμός» των υψηλών αυτών –και άλλων- αρχών της δημοκρατίας, άρχισε ακριβώς τότε : με τη γένεση του ελληνικού κράτους. Έτσι, θα περιοριστώ στις προγραμματικές δηλώσεις των τελευταίων τριών πρωθυπουργών : του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, και του Κώστα Καραμανλή.

Σάββατο λοιπόν, 23 Οκτωβρίου 1993. Στη Βουλή ο τότε πρωθυπουργός, αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου, ανακοινώνει τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησής του. Μεταξύ άλλων πολλών, τόνισε και τα ακόλουθα (η επιλογή των θεμάτων είναι ενδεικτική όσο και χαρακτηριστική) :

Ο λαός, έλεγε τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου, «Έδωσε στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα την εντολή να διασφαλίσει την πορεία της Χώρας προς τον 21ο αιώνα». Μάλιστα, λίγο μετά, ο πρωθυπουργός θα υπογράμμιζε (στις ίδιες πάντα προγραμματικές δηλώσεις), ότι «…η Ελλάδα και ο Ελληνισμός έχουν μόνο μία δυνατότητα: Να πετύχουμε.» Οι προγραμματικές δηλώσεις, τόνισε ο τότε πρωθυπουργός, «συμπυκνώνουν τις ελπίδες και τις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας». Αναφορικά με το τι παρέλαβε η τότε κυβέρνηση από την απερχόμενη (του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη), αυτό φαίνεται στην παρακάτω αποστροφή (εκείνων) των προγραμματικών δηλώσεων : «Πρώτο μέλημά μας είναι η αποκατάσταση του κύρους των θεσμών. Η αποκατάσταση της κλονισμένης αξιοπιστίας του κράτους και της πολιτικής. Στόχος της Κυβέρνησης είναι να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει το Κράτος ως Στρατηγείο για την ανάπτυξη της Χώρας. Αυτό προϋποθέτει μια Δημόσια Διοίκηση ευέλικτη, αντιγραφειοκρατική, που να σέβεται και να εξυπηρετεί τον πολίτη». Όμως, δεν παρέλαβε η τότε κυβέρνηση μονάχα μια αρτηριοσκληρωτική και γραφειοκρατική δημόσια διοίκηση που υπόσχονταν να μεταβάλλει σε ευέλικτη και αντιγραφειοκρατική. Θα υπογραμμίσει ο –τότε- πρωθυπουργός : «Παραλαμβάνουμε, αγαπητοί φίλοι και φίλες, μια κατάσταση πραγματικά δύσκολη. Μια οικονομία σε βαθιά κρίση. Μια κοινωνία αποδιαρθρωμένη. Μια Ελλάδα αποδυναμωμένη, σε ένα διεθνή περίγυρο, με μεγάλα προβλήματα και νέες προκλήσεις. Καλούμαστε σήμερα να αντιστρέψουμε αυτή την πορεία. Να βάλουμε τέρμα στον κατήφορο.» Και πώς θα το πετύχαινε αυτό η τότε κυβέρνηση; Μα, όπως υπογράμμισε ο Ανδρέας Παπανδρέου, με το «Να ενεργοποιήσουμε όλες τις δυνάμεις του Ελληνισμού. Μοχλός της πολιτικής μας είναι η εθνική κοινωνική συμφωνία. Ως Κυβέρνηση και ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έχουμε την ευθύνη των αποφάσεων. Θα ασκούμε την αρμοδιότητά μας αυτή, αναζητώντας σταθερά και επίμονα κοινωνικά συμφωνημένες λύσεις. Λύσεις, ικανές και κατάλληλες να θέσουν σε κίνηση την παραγωγική μηχανή και να βάλουν τη Χώρα στην τροχιά της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού.» Περαιτέρω, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αναφέρεται στο ζήτημα της δικαιοσύνης : «…Η Δικαιοσύνη θα λειτουργεί ως εγγύηση και όχι ως απειλή για τους πολίτες. Άμεση προτεραιότητα της Κυβέρνησης είναι το νομοσχέδιο που θα αποκαθιστά τη νομιμότητα και θα καταργεί το οπλοστάσιο του κρατικού αυταρχισμού που τέθηκε σε ισχύ τα τριάμισι τελευταία χρόνια.» Στο ζήτημα της παιδείας, σημείωνε ότι «….είναι η πρώτη και πιο κρίσιμη επένδυση κάθε οργανωμένης κοινωνίας. Ο κοινωνικός ανθρωπισμός ως παιδαγωγικό ιδεώδες, διαπνέει όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το Λύκειο αποκτά την αυτόνομη φυσιογνωμία του και παύει να λειτουργεί ως προθάλαμος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.» Στο τομέα του πολιτισμού, σημείωνε ότι «Ο πολιτισμός δεν είναι απλά ένας τομέας της πολιτικής μας. Είναι η ταυτότητα και το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Χώρας μας.» Σε ό,τι δε αφορά την οικονομία, «…Παραλαμβάνουμε μια οικονομία, σε ιδιαίτερα δύσκολες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες. Όλα τα βασικά οικονομικά μεγέθη: Παραγωγή, επενδύσεις, εξαγωγές, πληθωρισμός, παρουσιάζουν τεράστιες αποκλίσεις από τις προβλέψεις που διαφήμιζε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η εθνική οικονομία χαρακτηρίζεται σήμερα από το τετράπτυχο: - Υπέρογκα δημοσιονομικά ελλείμματα… - Σοβαρή κάμψη της παραγωγικής δραστηριότητας. - Πραγματικά επιτόκια, που λειτουργούν αρνητικά για την παραγωγή, τις επενδύσεις και τα δημοσιονομικά ελλείμματα. - Επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας.» Και βεβαίως, στη συνέχεια αναφέρθηκε στις λεπτομέρειες των αξόνων της πολιτικής της κυβέρνησης, όπου μεταξύ των άλλων σημείωνε «…την καθιέρωση καθαρών κανόνων παιχνιδιού, χωρίς αιφνιδιασμούς, με προσεκτικές κινήσεις, κοινωνική ευαισθησία και αναπτυξιακή λογική… [την] διασφάλιση αναπτυξιακών και επενδυτικών συνθηκών, ώστε να ανασυγκροτηθεί η παραγωγή [ώστε] να τονωθούν οι επενδύσεις… να ενισχυθεί η ανταγωνιστική βάση της Χώρας… να βελτιωθούν σταδιακά οι αμοιβές των εργαζομένων.» Περαιτέρω, «Για τις ιδιαίτερα ευπαθείς τάξεις του πληθυσμού, θα ληφθεί ειδική πρόνοια, ώστε να βρίσκονται πάντοτε πάνω από το όριο της φτώχειας.» Ο τότε πρωθυπουργός, επίσης, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο ότι θα επεδίωκε τον «…εκσυγχρονισμό, αποκέντρωση και εξορθολογισμό στη λειτουργία του Κράτους, στις σχέσεις μεταξύ Κράτους και Αγοράς, στη λειτουργία της οικονομίας, με τον απεγκλωβισμό από το διάχυτο και στείρο κρατισμό που κληρονόμησαν δεκαετίες του παρελθόντος και την μετατροπή του γραφειοκρατικού Κράτους σε ευέλικτο Στρατηγείο ανάπτυξης.», ενώ υπόσχονταν ότι θα επικρατούσε στο δημόσιο βίο «…πλήρης διαφάνεια. Κόβεται ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τα μεγάλα συμφέροντα με την κρατική εξουσία…» Και σε ό,τι αφορά το σπάταλο κράτος, υπόσχονταν ότι «Θα εξαντληθούν ακόμη και τα πιο στενά περιθώρια εξοικονόμησης δαπανών.», και βεβαίως, με το νέο προϋπολογισμό που θα κατέθετε η κυβέρνηση, «…θα προχωρήσει μία ευρύτερη δημοσιονομική μεταρρύθμιση, μέσα από διαδικασίες διαφάνειας και διαλόγου με τις κοινωνικές ομάδες. Στόχος θα είναι ο εκσυγχρονισμός της φορολογίας, η σύλληψη της τεράστιας φοροδιαφυγής και ο περιορισμός της παραοικονομίας, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η επανεξέταση της φοροαποφυγής.»



Βέβαια, ίσως κάποιος να υπενθύμιζε ότι πριν τη κυβέρνηση Μητσοτάκη, ήταν πάλι η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου που για πολλά χρόνια κυβερνούσε τον τόπο, ώστε να μπορεί ρωτήσει τι είχε γίνει εκείνη την περίοδο για τα ίδια αυτά θέματα. Αλλά η απάντηση είναι μάλλον γνωστή…



Ας συνεχίσουμε όμως. Φτάνουμε λοιπόν στις 10 Οκτωβρίου 1996, όπου στην ίδια αίθουσα της Βουλής, ένας άλλος πρωθυπουργός, του ιδίου κόμματος του ΠΑΣΟΚ, διαβάζει τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του. μεταξύ άλλων πολλών, τόνισε κι αυτός. Θυμηθείτε μονάχα, τι περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου ανωτέρω. Έλεγε λοιπόν, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Σημίτης τον Οκτώβρη του 1996. «…η λαϊκή ετυμηγορία της 22ας Σεπτεμβρίου, υπήρξε σαφής. Ο Ελληνικός Λαός επέλεξε την πορεία : Για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, μιας ισχυρής Ελλάδας… Για την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας. Για ένα κοινωνικό κράτος. Για τον εκσυγχρονισμό του Κράτους και της Διοίκησης.» Βέβαια, ο Κώστας Σημίτης αποτελούσε τη συνέχεια μιας κυβέρνησης του αυτού κόμματος. Διαδέχτηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά το τι έγινε την εποχή εκείνη, ώστε οι ανωτέρω επισημάνσεις –και όσες παρακάτω θα εκθέσουμε, να μην θεωρούνται τόσο αυτονόητα ότι ενέχουν τη σημασία της συνέχειας του κυβερνητικού έργου του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, ισχυρίζομαι, ότι στην ουσία «συντροφικά» μεν πλην αυτή είναι η αλήθεια, θέλουν να αποστασιοποιηθούν από προγενέστερα έργα και προηγούμενες ημέρες των κυβερνήσεων του ίδιου κόμματος. Συνεχίζοντας ο τότε πρωθυπουργός, αναφέρεται στο κοινωνικό στόχο της κυβέρνησής του : «Για να ολοκληρώσουμε το έργο μας, για μα συνεκτική κοινωνία αλληλεγγύης και διαρκούς ευαισθησίας προς όσους έχουν πραγματικές ανάγκες.» Και ιδού ξανά μανά η συνέχεια σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα της οικονομίας, που παρέλαβε από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά που προφανώς δεν οφείλεται παρά στη κακιά Δεξιά που λίγα χρόνια πριν είχε κυβερνήσει για τρία χρόνια. «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η απόσταση η οποία μας χωρίζει από τις προηγμένες βιομηχανικές χώρες είναι, παρά τα σημαντικά βήματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια, μεγάλη. Το πιστοποιούν ο πληθωρισμός, τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος. Τα επίπεδά τους είναι υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης. Το βεβαιώνουν οι κοινωνικές ανισότητες, η παραοικονομία, η αδυναμία της διοίκησης, η αίσθηση του 'Έλληνα πολίτη ότι ζει υποτελής αυθαιρέτων δυνάμεων, τις οποίες δεν μπορεί να ελέγξει. Το πιστοποιεί η μη ικανοποιητική ποιότητα ζωής.» Και συνεχίζει : «Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός στη διεθνή σκηνή εκείνος ο οποίος συνεχώς δανείζεται, προσβλέπει σε οικονομική ενίσχυση και ζητεί συνεχώς εξαιρέσεις από ισχύοντες κανόνες. Το χάσμα αυτό πρέπει να κλείσει. Και πρέπει να κλείσει άμεσα.» Και ιδού πάλι το γνωστό μοτίβο της εξαιρετικά κρίσιμης συγκυρίας που έχει να αντιμετωπίσει η τωρινή κυβέρνηση και που δεν υπήρχαν προηγούμενα : «Η τετραετία που εγκαινιάζουμε σήμερα δεν είναι συνηθισμένη. Ποτέ άλλοτε τα τελευταία 22 χρόνια η Ελλάδα δε βρέθηκε μπροστά σε τόσες μεγάλες προκλήσεις, σε τόσες ευκαιρίες, στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε και πρέπει να ανταποκριθούμε άμεσα.» Και ιδού πάλι τα γνωστά και καθόλου πρωτότυπα : «Δεν υπάρχει μαγικό ραβδί, που θα μας επιτρέψει να λύσουμε τα προβλήματα χωρίς κόστος. Κόστος θα υπάρξει και ιδίως οι έχοντες και κατέχοντες πρέπει να προσφέρουν. Η περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η μείωση του ελλείμματος του κρατικού τομέα ως ποσοστό του Α.Ε.Π., όπως προβλέπει το πρόγραμμα σύγκλισης, η επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας, η ανάδειξη της κοινωνικής αλληλεγγύης αποτελούν βασικούς στόχους της μακροοικονομικής μας πολιτικής στα επόμενα χρόνια. Για όλα αυτά τα θέματα θα υπάρξει δυναμικός διάλογος, για να στηριχθεί η πολιτική μας στην ευρύτερη δυνατή συναίνεση.» Και ιδού ορισμένες θαυμάσιες εξαγγελίες στις οποίες ποιος θα έλεγε όχι; «Η δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος και του πλούτου αποτελεί σταθερή επιδίωξη της πολιτικής μας και αυτήν τη δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος και του πλούτου θα την επιδιώξουμε με τη δημοσιονομική, την αναπτυξιακή, την κοινωνική πολιτική, θα την επιδιώξουμε με τα διάφορα μέσα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας» Περαιτέρω, ο πρωθυπουργός αναφέρεται στο νοικοκύρεμα του κρατικού μηχανισμού. «Οι κρατικές δαπάνες πρέπει να αντιστοιχούν σε πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η λειτουργία του Κράτους πρέπει να προσαρμοσθεί στα δεδομένα της σημερινής εποχής. Η κινητή και ακίνητη περιουσία των δημοσίων φορέων δεν επιτρέπεται να παραμένει αδρανής και αναξιοποίητη. Κρατική διοίκηση, δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις, επιδοτούμενοι φορείς πρέπει να εκσυγχρονισθούν, να γίνουν πιο ευέλικτοι, πιο αποτελεσματικοί, να έχουν σεβασμό στους φόρους που καταβάλλει ο πολίτης, να ξέρουν ότι οι φόροι αυτοί καταβάλλονται για την χρηματοδότηση συλλογικών αναγκών, τις οποίες συλλογικές ανάγκες πρέπει να εξυπηρετούν αποτελεσματικά.» Παραδέχτηκε ότι «'Όλοι ξέρουμε ότι το Κράτος και η Διοίκηση πρέπει να αλλάξουν. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν μέχρι σήμερα, το Κράτος δεν μπορεί να επιτελέσει την επιτελική του λειτουργία και η Διοίκηση βρίσκεται μακριά από τον πολίτη. Οι πάντα παρόντες εχθροί μας, που μας περιτριγυρίζουν, είναι η γραφειοκρατία, η αδράνεια, η αλαζονεία, η μετριοκρατία.
Για να υπάρξει κράτος στρατηγείο, κράτος το οποίο συμπαρίσταται στον πολίτη είναι ανάγκη να οργανώσουμε μία σύγχρονη, παραγωγική και αποτελεσματική Διοίκηση.» Υπόσχεται ότι «Το σημαντικότερο έργο, το οποίο έχουμε να επιτελέσουμε τα τέσσερα χρόνια που είναι μπροστά μας, είναι η ανασυγκρότηση του Κράτους και ο ριζικός εκσυγχρονισμός του διοικητικού μηχανισμού. Αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς στόχους, τους οποίους θέλουμε να επιδιώξουμε, ένας στόχος τον οποίο πρέπει πάση θυσία να πετύχουμε.» Υπόσχεται «Μία κοινωνία η οποία διατηρεί το ανθρώπινό της πρόσωπο.» Υπόσχεται «Στόχος μας είναι η δημιουργία ενός κοινωνικού ιστού ασφάλειας, ώστε ο πολίτης να βρίσκει την κοινωνία αλληλέγγυα τη στιγμή που συναντά δυσκολίες στη ζωή του.
Για να δημιουργήσουμε αυτόν τον ιστό ασφάλειας θα επιδιώξουμε παράλληλα: Την εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης σε συνθήκες αυτονομίας και αξιοπρέπειας για όλους τους ηλικιωμένους πολίτες. Τη στήριξη στη νέα οικογένεια, η οποία αποτελεί τη μόνη ελπίδα απάντησης στο δημογραφικό πρόβλημα.» Υπόσχεται ακόμα ότι «H Ελλάδα μετά τα τέσσερα χρόνια θα είναι μία άλλη Ελλάδα, μία Ελλάδα με προοπτική, μία Ελλάδα που επικρατεί το αίσθημα ότι μπορούμε, ότι δημιουργούμε, ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε, ότι πετυχαίνουμε. Το έργο το οποίο αναλαμβάνουμε είναι τεράστιο και είμαστε έτοιμοι και αποφασισμένοι να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας. Το βάρος της προσπάθειας μας πέφτει φυσικά στην αποτελεσματική διακυβέρνηση. Η συγκεκριμένη ιεράρχηση, η συστηματική παρακολούθηση της εφαρμογής των αποφάσεων, θα αποτελέσουν στίγμα της κυβερνητικής πολιτικής. Η συλλογικότητα των κυβερνητικών οργάνων, ο πλήρης συντονισμός και συνεννόηση των αρμοδίων Υπουργείων, αποτελούν την κατευθυντήρια γραμμή μας. Το κυβερνητικό μας δόγμα είναι απλό και διαυγές: Συνέπεια, αξιοπιστία, αποτελεσματικότητα σε κάθε κυβερνητική επιλογή. Σε κάθε βήμα ο Λαός πρέπει να νιώθει ότι όλα φωτίζονται και ότι αρχές μας είναι η αλήθεια, η ειλικρίνεια, η ενημέρωση.»

Και αφού πλέον ρουφήξαμε μια ακόμα δόση αισιοδοξίας από τις παραπάνω προγραμματικές δηλώσεις, ας έρθουμε τώρα στα 2004 να δούμε πώς διαμορφώνονταν η πραγματικότητα της εποχή εκείνη, σε σχέση με τις περιγραφές και υποσχέσεις των προηγούμενων προβλημάτων αναφορικά με τα προβλήματα και την Ελλάδα που θα παρέδιδαν στους επερχόμενους. (Θυμηθείτε την δήλωση του Κώστα Σημίτη παραπάνω : «H Ελλάδα μετά τα τέσσερα χρόνια θα είναι μία άλλη Ελλάδα, μία Ελλάδα με προοπτική, μία Ελλάδα που επικρατεί το αίσθημα ότι μπορούμε, ότι δημιουργούμε, ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε, ότι πετυχαίνουμε.» Θυμηθείτε πριν από αυτόν τη δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου : ««…η Ελλάδα και ο Ελληνισμός έχουν μόνο μία δυνατότητα: Να πετύχουμε.»»)

Βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο όπου εξαγγέλλονται τα μεγάλα και σπουδαία του έθνους. Τη Βουλή των Ελλήνων. Έτος 2004, 20 Μαρτίου. Στο βήμα ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Αρχίζει με μια κοινότυπη διατύπωση που όμως δίνει και το στίγμα της κατ’ αυτόν αποτυχίας των προηγούμενων κυβερνήσεων και μάλιστα στο πιο ευαίσθητο σημείο : την ηθική. Λέει : «Οι πολίτες επέλεξαν μία νέα διακυβέρνηση που να βασίζεται σε αρχές και αξίες.» (Όχι σε νέες αρχές ή νέες αξίες.) Και ακολούθως ιδού το όραμα : «…έχουμε ένα όραμα για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Είναι το όραμα μιας δυναμικής Ελλάδας στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το όραμα μιας Ελλάδας που αναπτύσσεται δυναμικά σε κάθε περιφέρεια. Μιας Ελλάδας που δημιουργεί περισσότερες θέσεις δουλειάς, μιας Ελλάδας που μοιράζει σε όλους ολοένα και πιο ισόρροπα, ολοένα και πιο δίκαια, τους καρπούς της ανάπτυξης. Είναι το όραμα μιας ισχυρής κοινωνίας, μιας κοινωνίας συμμετοχής, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης, μιας κοινωνίας ανθρωπιάς. Είναι το όραμα για μία νέα καλύτερη Ελλάδα. Αυτό το όραμα, το όραμα όλων των Ελλήνων, ξεκινούμε να το κάνουμε πραγματικότητα. Με συγκροτημένη στρατηγική, υπεύθυνο πρόγραμμα και ρεαλιστικό σχέδιο.» Το όραμα μιας Ελλάδας, που μετά 5 χρόνια, το 2009, οι Έλληνες δήλωσαν στον ανωτέρω δηλούντα πολιτικό, ότι δεν διαπίστωσαν αντιστοιχία δηλώσεων (και προθέσεων) και έργων. Διακηρύσσει ότι «Απορρίπτουμε τις ιδιοκτησιακές αντιλήψεις του παρελθόντος. Το κράτος δεν είναι φέουδο κανενός...» Διαβεβαιώνει τούτη τη μεγάλη για τον εαυτό του και τη κυβέρνησή του αλήθεια : «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πάντοτε πίστευα ότι η Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει πιο γρήγορα και να φτάσει πιο ψηλά. Σήμερα αυτή η πεποίθησή μου είναι ακόμη πιο ισχυρή. Οι Έλληνες μπορούμε περισσότερο, μπορούμε καλύτερα. Και μπορώ να το πω αυτό την ώρα που διαπιστώνουμε ότι τα προβλήματα που μεταφέρονται στη νέα εποχή είναι και πολλά και σοβαρά. Ξέρουμε τα προβλήματα, ξέρουμε τα αίτιά τους και κατ’ επέκταση ξέρουμε και τις λύσεις.» Μεγάλη η δέσμευση τούτη. Από τη στιγμή που λέγεται αυτό, δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους –εννοώ σοβαρού λάθους που θα οδηγούσε στην αναίρεση τούτης της δήλωσης, που περιέχει και τη γνώση των κινδύνων. Όμως δε σταματά εδώ αυτός ο πολλά υποσχόμενος πρωθυπουργός. Λέει και υπόσχεται : «Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια του μέλλοντος, να μεταβάλλουμε τη χώρα μας σε εκπαιδευτικό κέντρο για ολόκληρη την περιοχή. Εμείς να παράγουμε παιδεία, εμείς να προσφέρουμε πολιτισμό στον κόσμο που έρχεται. Ο πολιτισμός μπορεί να γίνει και πάλι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της πατρίδας μας στο νέο αιώνα. Θέλουμε τον πνευματικό κόσμο στο προσκήνιο. Χρειαζόμαστε τις ιδέες όλων. Είναι ανάγκη να αξιοποιήσουμε την τεράστια κληρονομιά μας αλλά και τη σύγχρονη δημιουργία. » Τι λόγια, τι υποσχέσεις! Πώς μπορείς να πεις όχι ΣΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ; Περιγράφει το Κράτος που θέλει : «Η νέα εποχή απαιτεί ένα κράτος μικρότερο στην οικονομία, αλλά καλύτερο και αποτελεσματικότερο στις υπηρεσίες που υποχρεούται να προσφέρει σε κάθε πολίτη, ένα κράτος που να λειτουργεί με βάση καθαρούς και σαφείς κανόνες, κανόνες που να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, ένα κράτος χωρίς κομματικές «σημαίες», μακριά από εξαρτήσεις, οργανωμένα συμφέροντα και πελατειακές σχέσεις, ένα κράτος με στέρεες και λειτουργικές βάσεις που να ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη και να παρέχει στήριξη σε όσους έχουν ανάγκη, ένα κράτος που να είναι διαρκώς κοντά στον πολίτη και να κάνει καλά αυτά που υποχρεούται να κάνει, ένα κράτος πραγματικά κοινωνικό.» Και βεβαίως υπόσχεται –κι αυτός- : «Βασική προϋπόθεση για το κράτος αυτό, για το κράτος δικαίου, αλλά και απαραίτητη εγγύηση για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος είναι η διαφάνεια, να υπάρχει διαφάνεια και έλεγχος παντού. Καταργούμε τους νόμους διαπλοκής, όπως ρητά δεσμευθήκαμε, με τη σχετική πρόταση νόμου που καταθέσαμε στη Βουλή.» Τέρμα λοιπόν η διαπλοκή! Να κάτι που μπήκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας! Υπόσχεται κι αυτός δημοσιονομική εξυγίανση. Λέει –τα τετριμμένα- : «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κρίσιμος άξονας της νέας οικονομικής πολιτικής είναι μια σταθερή μακροοικονομική πολιτική με διαφάνεια, εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και μείωση του δημόσιου χρέους… Στο ξεκίνημα της νέας πορείας είναι ανάγκη να αποκατασταθεί η διαφάνεια στους λογαριασμούς του δημοσίου. Να μπει τέλος στην αλόγιστη αύξηση των καταναλωτικών δαπανών του δημοσίου. Να υπάρξει μείωση των τόκων εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, μείωση των αμυντικών δαπανών, περιστολή της φοροδιαφυγής, περιορισμός της κρατικής σπατάλης. Έτσι θα βρούμε τους πόρους για την κοινωνική πολιτική.» Και σε ό,τι αφορά την οικονομική ανάπτυξη «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη έχει ως προϋπόθεση την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Σχεδιάζουμε να μετατρέψουμε την Ελλάδα σε ελκυστικό χώρο επενδύσεων…» Διαπιστώνει, ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ όταν δρομολογούν τη θητεία τους, το κρίσιμον των καιρών εκείνων –είμαστε ακόμα πέντε χρόνια μακριά απ’ τη διεθνή κρίση. Διαπιστώνει : «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι, εξαιρετικά κρίσιμοι για τη χώρα μας. Η συγκυρία φέρνει στο αμέσως επόμενο διάστημα γεγονότα μείζονος σημασίας. Βρίσκονται ήδη σε πλήρη εξέλιξη οι διαδικασίες για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος… Δεύτερον κατά χρονική σειρά μείζον γεγονός είναι η ευρωπαϊκή διεύρυνση… Τρίτο μείζον γεγονός –πάντοτε κατά τη χρονική σειρά- είναι η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.»

Ήδη προχθές αναγνώσθηκαν οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Είναι πρόσφατες και ήδη σχολιάζονται στον Τύπο. Ο αναγνώστης τις γνωρίζει, τις έχει νωπές στη μνήμη του ώστε να μη χρειάζεται να επαναλάβω εδώ κάποια αντίστοιχα με τα ανωτέρω αποσπάσματα. Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, κινήθηκαν κι αυτές, όπως όλες οι προγραμματικές δηλώσεις των δεκάδων κυβερνήσεων τούτου του κράτους από της συστάσεώς του, στο δίπολο της καταγγελίας των «άλλων» και της δημιουργίας μιας αίσθησης αισιοδοξίας που η –εκάστοτε- κυβέρνηση προσπαθεί να εμφυσήσει –με την απαραίτητη προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτή θα είναι η κυβέρνηση που θα πραγματοποιήσει το αισιόδοξο σενάριο! Ο αναγνώστης, κάνοντας μια σύγκριση των προγραμματικών δηλώσεων των παραπάνω κυβερνήσεων που καλύπτουν πάντως μια μεγάλη περίοδο 16 χρόνων, μπορεί αβίαστα επίσης να διαπιστώσει την ανακύκλωση των ίδιων και ίδιων προβλημάτων, που όμως, θα ήμασταν ευτυχείς αν εμφανίζονταν ξανά και ξανά πλην όμως αποδυναμούμενα. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Τα ίδια και ίδια αυτά ιστορικά μας προβλήματα, αποτελούν τους μόνιμους πρωταγωνιστές του έργου, που όσο περνά ο καιρός τόσο καθιερώνονται ως οι αυθεντικοί ερμηνευτές της θλιβερής πραγματικότητας, τόσο το κύρος τους και η δύναμή τους εδραιώνεται. Αυτή είναι η αλήθεια. Οι προγραμματικές δηλώσεις, ΙΣΤΟΡΙΚΑ, και με πολύ λίγες εξαιρέσεις, σπάνια υπήρξαν κάτι από μια μάλλον βαρετή υποχρέωση των κυβερνήσεων να δηλώσουν το πώς θα κυβερνήσουν τον τόπο, δηλώσεις που κρινόμενες απολογιστικά, εκ του αποτελέσματος, δείχνουν πόσο μεγάλη αναντιστοιχία υπάρχει ιστορικά μεταξύ της ρητορικής αυτών των δηλώσεων και της πραγματικής βούλησης, ή έστω, της πραγματικής ικανότητας των ρητόρων να μετουσιώσουν σε πράξεις τέτοια οράματα. Δηλώσεις που ξέρουμε πολύ καλά τι περιέχουν : ΑΝΟΥΣΙΕΣ υποσχέσεις υπέρ του δικαίου και υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων, υποσχέσεις για δίκαιη συμμετοχή στα κοινά βάρη, υποσχέσεις για τιθάσευση και εκλογίκευση του κρατικού Λεβιάθαν, υποσχέσεις ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΡΗΘΟΥΝ! Αυτό είναι το ιστορικό συμπέρασμα, και αν υπάρχει κυβέρνηση που θέλει να το διαψεύσει, ΙΔΟΥ ΠΕΔΙΟΝ ΔΟΞΗΣ ΛΑΜΠΡΟΝ!

Για να δώσω ένα και μόνο παράδειγμα από τα άπειρα που μπορώ να επικαλεστώ, και πάντως από όσα ήδη ανωτέρω εκτέθηκαν, ρωτώ : Τι σημαίνει για μένα τον απλό πολίτη όταν ένας πρωθυπουργός λέει ότι «Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός στη διεθνή σκηνή εκείνος ο οποίος συνεχώς δανείζεται, προσβλέπει σε οικονομική ενίσχυση και ζητεί συνεχώς εξαιρέσεις από ισχύοντες κανόνες. Το χάσμα αυτό πρέπει να κλείσει. Και πρέπει να κλείσει άμεσα.»; (Και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον έχουν πει όλοι οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί της χώρας) Λοιπόν ως απλός πολίτης λέω : ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΤΟ, ΑΛΛΙΩΣ ΜΗ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΣ ΚΑΘΟΛΟΥ – ΕΙΣΑΙ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ, ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΕΚΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΕΣ (ΓΝΩΣΤΕΣ)

Την ίδια στιγμή, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η ιστορική αναξιοπιστία των πολιτικών μας ταγών, αποτελεί και τον πραγματικό εχθρό εκείνου του πολιτικού που πράγματι δεν έχει πληγεί από τον ιό αυτής της αναξιοπιστίας, τον πολιτικό που πράγματι έχει ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΝΗΣΙΟ όραμα και μια ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΝΗΣΙΑ φιλοδοξία προσφοράς. Είναι φανερό, ότι ο εχθρός ενός τέτοιου πολιτικού, είναι το ίδιο το αλλοτριωμένο πολιτικό σύστημα, και όχι οι δυσπιστούντες πολίτες. Άλλωστε, όπως η νόσος δεν κρύβεται, δεν κρύβεται κι η υγεία…