Η ΒΟΥΒΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


Αυτοί που κάνουν την ειρηνική επανάσταση αδύνατη θα κάνουν τη βίαιη επανάσταση αναπόφευκτη.
John F. Kennedy


Πολλά έχουν αλλάξει απ’ τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και δώθε. Ο πόλεμος αυτός, που στην ουσία αποτελεί την ολοκλήρωση μιας παράνοιας σε παγκόσμια κλίμακα που άρχισε με τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, σήμανε και την αλλαγή σε σημαντικά ζητήματα στρατηγικής στο χώρο της λειτουργίας κρατών –τουλάχιστον αυτά που λειτουργούσαν με βάση τα δυτικά πρότυπα- αλλά και των διεθνών σχέσεων.

Στο επίπεδο των κρατών, έχουμε την διεύρυνση του κράτους πρόνοιας, του κοινωνικού κράτους και της σχετικής βελτίωσης του επιπέδου ζωής των πολλών. Ήταν εξελίξεις αναπόφευκτες εκείνη τη στιγμή : το σύστημα έχοντας θυσιάσει λίγο πριν δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων προκειμένου να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις όντως δύσκολες στιγμές που πέρασε τις δεκαετίες που προηγήθηκαν, με τις παγκόσμιες ανακατατάξεις των παγκόσμιων συσχετισμών και το «φρεσκάρισμα» των παικτών αυτού του παιχνιδιού της παγκόσμιας εξουσίας, έπρεπε κάτι να προσφέρει σαν ένα μικρό αντίδωρο στη μνήμη της μεγάλης θυσίας της ανθρωπότητας για χάρη του, αλλά και να «εξημερώσει» τη μνήμη που ολοένα επέστρεφε στα αναρίθμητα νεκροταφεία αναρωτούμενη προς τι όλες αυτές οι εκατόμβες. Έστω και για λίγο, έως ότου γλύκανε η πίκρα και καταπραΰνονταν η μεγάλη οργή, και μετά, το σύστημα, θα ξανατράβαγε το χαλί, ώστε προοδευτικά ν’ αρχίσει να παίρνει πίσω αυτές τις «παροχές» -και φυσικά, με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας! Σταδιακά, άρχισε η προώθηση της ιδέας ενός «κοινωνικού κράτους», που πέρα από τις αντίθετες ρητορικές, οδήγησε σ’ αυτό που αποτελούσε και τον σταθερό στόχο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, που ήταν η ιδιωτικοποίηση των ωφελειών από τη λειτουργία του κράτους και του δημοσίου γενικότερα και η κοινωνικοποίηση του κόστους λειτουργίας του. Και για να το πω όσο γίνεται πιο απλά, για να το πω στη γλώσσα του λαού : στον αγώνα μαζί και στη μάσα χώρια. Κάθε κρατική ή δημόσια γενικότερα δαπάνη που γίνεται υπέρ των απαιτήσεων της αγοράς ή αντίθετα περιορισμός αυτής της δαπάνης αλλά πάλι με βάση τις απαιτήσεις της αγοράς, δικαιολογούνται πάντα με την προσεπίκληση του συμφέροντος των πολλών και δη των πιο αδυνάτων, αφού εξ ορισμού τέτοιες αγοραίες επιλογές ευαγγελίζονται αποτελέσματα υπέρ των εργαζόμενων, κατά της ανεργίας, κ.λπ. Ακόμα κι όταν ευθέως τα μέτρα στοχεύουν καθαρά στην ενίσχυση των κερδών, αμέσως επιστρατεύεται το επιχείρημα της δημιουργίας επενδύσεων που με τη σειρά τους θα σημάνουν νέες θέσεις εργασίας (ως εάν μια επένδυση να μη μπορεί να επιφέρει μείωση των θέσεων εργασίας!). Από την άλλη τώρα, οσάκις κάποιος επιχειρηματολογεί για πιο διευρυμένο ποσοτικά και ποιοτικά κοινωνικό κράτος, επιστρατεύεται η «αναγκαιότητα» του «ελαχίστου κόστους» ως μια «επιβεβλημένη απαίτηση» κάθε «ορθολογικά» σκεπτόμενου ανθρώπου, που «εξηγεί» γιατί σταδιακά πρέπει να «εξορθολογήσουμε» τούτο το «σπάταλο» κράτος, με το κόψιμο όλων των «παροχών» που τούτη η «σπατάλη» είχε καθιερώσει στο παρελθόν. Είναι δε «σπατάλη», σ’ αυτή τη περίπτωση, δηλαδή την μη αγοραία προσέγγιση του κοινωνικού κράτους, οτιδήποτε δίνεται έξω από τον κόσμο των μεγάλων επιχειρήσεων, αυτών που στην ουσία καθορίζουν και τους όρους του οικονομικού και άρα του πολιτικού και άρα του κοινωνικού γίγνεσθαι, ενώ είναι επίσης αληθές, ότι εσκεμμένα χρησιμοποιούν τον όρο «σπατάλη» ως ταυτόσημο με τον όρο «κόστος» (λειτουργίας ενός κοινωνικού κράτους), ώστε να αποκρυβεί η πραγματική σπατάλη που δεν έχει να κάνει τίποτα με τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, μα αποκλειστικά αφορά την ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος μέσω είτε άμεσων παροχών προς άτομα ή φίλια προσκείμενες ομάδες στη κυρίαρχη ομάδα εξουσίας, είτε μέσω δήθεν αναγκαίων οργανωτικών αναδιαρθρώσεων ώστε να δημιουργηθούν και θεσμικές / τυπικές θέσεις αργομισθίας, ενώ τέλος, υπάρχει πέραν των ανωτέρω και η σπατάλη που παράγει η ανικανότητα, ο ερασιτεχνισμός και ο αυτοσχεδιασμός. Το κοινωνικό κράτος, όταν ............
πράγματι επενδύει κοινωνικά αλλά δεν σπαταλά, τότε, την ίδια στιγμή, επενδύει και οικονομικά, διότι οι βασικές δαπάνες του κοινωνικού κράτους, όπως η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση κ.λπ., είναι δαπάνες ανταποδοτικές με την έννοια ότι μελλοντικά δημιουργούν τις συνθήκες εκείνες που βελτιώνουν την εν γένει λειτουργία της εθνικής παραγωγικής μηχανής δημιουργώντας πρόσθετα εισοδήματα και πλούτο που αποσβένουν τούτη τη δαπάνη. Και δεν είναι καθόλου περίεργο, που οι εξωνημένες επιστημονικές γραφίδες που εξετάζουν μονάχα το κόστος (τη «σπατάλη») αποκρύβουν αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά. Ότι, πχ. Ένα κράτος, ένα έθνος που επενδύει στη παιδεία ή στην υγεία δεν ξοδεύει απλά, μα επενδύει με την πιο οικονομίστικη έννοια του όρου. Δεν είδα ποτέ κανένα να μας λέει, το δημόσιο κόστος, η δημόσια δαπάνη, τι αποφέρει ως όφελος, ώστε μέσω αυτής της προσέγγισης κόστους-οφέλους, η προσέγγισή τους, τουλάχιστον αν μην έχει αυτή την επιστημονική μονομέρεια.

Από την άλλη, στο επίπεδο των διεθνών εξελίξεων, υπήρξε μια ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο της εφαρμογής της παγκόσμιας κυριαρχίας και εκμετάλλευσης (άλλωστε η κυριαρχία δεν εκδηλώνονταν χάρη επίδειξης δύναμης, μα προκειμένου να προωθηθούν οικονομικής φύσεως συμφέροντα). Οι μέχρι και τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιλήψεις των διεθνών παικτών πάνω σ’ αυτό το θέμα, στηρίζονταν κύρια στη δυναμική και απροσχημάτιστη διεκδίκηση αυτής της κυριαρχίας, κάτι που στοίχιζε οικονομικά μα και απαιτούσε και συνεχείς θυσίες σε ανθρώπους από τη πλευρά των παγκόσμιων αυτών παικτών, και που στο εσωτερικό τους είχε αρχίσει να τους προκαλεί αναταραχές. Έπρεπε λοιπόν, κάτι να βρεθεί κι εδώ ώστε να υπάρξει μια «μείωση του κόστους κυριαρχίας». Έτσι, σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε η στρατηγική της υποκατάστασης της στρατιωτικής εισβολής και κατοχής και εμφανούς πολιτικής υποτέλειας, με πιο ήπιες στρατηγικές, όπως της διεθνούς οικονομικής (δήθεν) συνεργασίας για την (δήθεν) κοινή ανάπτυξη και (δήθεν) ευημερία όλων (δήθεν) των χωρών (και άρα λαών) της Γης, κάτι που θα απαιτούσε τη διεθνή συνεργασία για την κατάργηση των σχετικών «φραγμών» που εμπόδιζαν και εξακολουθούν να εμποδίζουν την «ελεύθερη» διακίνηση των συντελεστών παραγωγής, την διεθνή εξειδίκευση των αγορών και οικονομιών, κ.λπ., κ.λπ., Μέσα δε σ’ αυτή τη συλλογιστική, αναπτύχθηκε και η επανεξέταση της αναγκαιότητας για την ύπαρξη των «εθνικών» κρατών (και των οικονομικών μα και φυσικών συνόρων τους), ένας προβληματισμός αποκλειστικά για χρήση των μη-παγκόσμιων παικτών, οι οποίοι για τον εαυτό τους ουδόλως βεβαίως σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, η ταμπακιέρα της υπόθεσης. Είναι δε επίσης αληθές, ότι οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών με την επανεμφάνιση της στρατηγικής των απροσχημάτιστων διεθνών στρατιωτικών περιπετειών από τις ΗΠΑ που όλες τους είναι κάτι περισσότερο από εμφανές ότι γίνονται για τη προώθηση τόσο βραχυπρόθεσμων όσο και μακροπρόθεσμων παγκόσμιων οικονομικών τους συμφερόντων, πράγματι σηματοδοτούν μια προσπάθεια επιστροφής των ΗΠΑ στις αυτοκρατορικές λογικές του προηγούμενου (και πριν ακόμα) αιώνα, απότοκο της αίσθησης που έχει για τον εαυτό της ως της μιας και αδιαφιλονίκητης παγκόσμιας υπερδύναμης, κάτι που θα ισχύει όσο θα υπάρχει και η αίσθηση αυτή, και όσο ένας πιθανός ίσου βεληνεκούς παγκόσμιος παίκτης δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο ώστε να επιβάλλει (αν επιβάλλει) μια άλλη υποχρεωτική «πλεύση» ως προς τούτο το σημείο τουλάχιστον: δηλαδή, το ζήτημα της επιλογής των μέσων προώθησης της παγκόσμιας κυριαρχίας, αν και η πιθανότητα να διεκδικήσει και ο νέος παίκτης δυναμικά και το ίδιο απροσχημάτιστα τον δικό του ζωτικό χώρο είναι εξίσου δυνατή, οπότε θα έχουμε μια (επι)στροφή της ιστορίας προς το παρελθόν, έως ότου άλλες εξελίξεις επιβάλουν την εκ νέου υιοθέτηση πιο «προσχηματικών» παγκόσμιων πολιτικών.

Όλα αυτά, είναι αλήθεια ότι έγιναν χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, χωρίς πολύ θόρυβο, Έτσι, ό,τι σήμερα υπάρχει ως πολιτική πραγματικότητα αλλά και ως συνέπεια αυτής της πραγματικότητας, δεν φέρνει άραγε το στίγμα των λαϊκών εντολών στα διάφορα ανά τον κόσμο κράτη, τουλάχιστον αυτά που λειτουργούν με βάση το Δυτικό μοντέλο;

Πράγματι, η σταδιακή απορύθμιση του κοινωνικών κατακτήσεων του παρελθόντος υπήρξε η μεγαλύτερη επανάσταση που έλαβε χώρα (για την ακρίβεια : λαμβάνει χώρα) τα τελευταία τουλάχιστον 20-30 χρόνια. Ταυτόχρονα, υπήρξε και η επανάσταση που είναι η πρώτη στην ιστορία που δεν έβγαλε στους δρόμους επαναστατικές ομάδες περιφρούρησης, με τα περιβραχιόνια στα μανίκια των φρουρών της, που δεν εξέδωσε διατάγματα του τύπου «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», η πρώτη που δεν δήλωσε ότι κάνει κάποιου είδους επανάσταση, η πρώτη που δεν βγάζει το στρατό απ’ τους στρατώνες για την επιβολή και τη τήρηση του νόμου και της τάξης, μα αντίθετα στέλνει επιχειρήσεις που δίνουν δουλειές και ψωμί στο κόσμο, (όσο κι αν στη συνέχεια στέλνει και καμιά κρίση για να τα πάρει πάλι πίσω). Ταυτόχρονα, κι αυτό είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό τούτης της επανάστασης, προωθεί συστηματικά το μοντέλο του απολίτικου ανθρώπου, του ανθρώπου που αηδιάζει τη πολιτική και στρέφεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, που στρέφεται όλο και περισσότερο στην κακή θέληση, στην καλή διάθεση και γιατί όχι στην ελεημοσύνη των κρατούντων. Συνεπώς, έχει τούτη η επανάσταση, κάθε λόγο να εφοδιάζει με εκείνα τα στοιχεία τις εξελίξεις που θα ενισχύουν αυτή την αηδία και αυτή την αποστροφή προς τη πολιτική, μια ενασχόληση που δεν ταιριάζει ίσως παρά σε άεργους και αργόσχολους, ή το πολύ – πολύ σε όσους έχουν λυμένα όλα τα υπόλοιπα προβλήματα της ζωή τους. Βεβαίως, αυτό δεν το διακηρύσσει με ντουντούκες : μάλιστα, ενίοτε αν όχι συχνά, κι αυτή η επανάσταση δεν θα έλεγε όχι σε ένα «υγιές» πολιτικό σύστημα, όμως, αυτό δεν είναι παρά ένα κυνήγι της ουτοπίας, και οι άνθρωποι της πράξης, όπως κατά κανόνα είναι οι άνθρωποι του εμπορίου, δεν έχουν και πολύ χρόνο μα ούτε και διάθεση να κυνηγάνε ουτοπίες, πολύ περισσότερο όταν η ουτοπία είναι ένα προϊόν που δεν πουλιέται, δεν έχει «αγορά». Μ’ αυτό τον τροπο, έχοντας πείσει τον πολίτη ότι δεν αξίζει να ασχολείται με τα κοινά, τον πείθει να προσπαθήσει να κάνει ό,τι κάνει μόνος του, και μάλιστα, θα ήταν προς όφελός του, προς όφελος όλων των πολιτών, που ταυτόχρονα είναι και εργαζόμενοι, αν ο καθένας τους μονάχος επισκεπτόταν ας πούμε το αφεντικό του και «φιλικά» τα εύρισκαν μεταξύ τους. Τι στην οργή, λένε, τους θέλουν αυτούς τους τεμπέληδες και κομματικά εξαρτημένους συνδικαλιστές;

Πράγματι, όπως εγώ τουλάχιστον εκτιμώ τα πράγματα, πιστεύω ότι τα τελευταία 20-30 χρόνια μια μεγάλη όσο και βουβή επανάσταση λαμβάνει χώρα. Έχει τελειώσει; Όχι, και ούτε θα τελειώσει όσο ουσιαστικά το έργο της προχωρά κατακτώντας στόχους και διατηρώντας το κερδισμένο έδαφος.

Από την άλλη όμως, τι σημαίνει αυτή η βουβαμάρα από τη πλευρά του λαού; (Δεν αναφέρομαι κατ΄ ανάγκη στη χώρα μου). Είναι δυνατό ένας λαός να είναι βουβός για πάντα μπρος σε εξελίξεις που ο ίδιος τουλάχιστον δείχνει να δυσανασχετεί; Έχοντας οδηγό την Ιστορία, πράγματι δεν μπορώ να βρω ανάλογο ιστορικό προηγούμενο, κι αυτό είναι που δίνει ελπίδες. Ότι δηλαδή, όσο κι αν το σύστημα προσπαθεί να διατηρεί σε καταστολή τους λαούς με διάφορες κατασταλτικές ιδεολογίες και ανάλογη πνευματική «καθοδήγηση», θα έρθει η στιγμή της αφύπνισης και της κοινωνικής και πολιτικής ενεργοποίησης του ανθρώπου.