Το Διάγγελμα την εποχή του ελληνικού Μηδενισμού

Γράφει Ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Το παρακάτω βαρύγδουπο διάγγελμα, που μοιάζει σε πολλά με αυτό του πρωθυπουργού μας, είναι μια ελεύθερη μετάφραση ενός άλλου σημαντικού διαγγέλματος ενός αρχηγού άλλου κράτους, λίγο πριν αυτό βυθιστεί στην ανυποληψία και στο χάος.


Ελληνίδες και Ελληνες!

Δεν ζητώ τίποτα από εσάς. Αντίθετα, σας δίδω τη δυνατότητα να πάρετε άμεσα, την ύψιστη και ελεύθερη απόφαση μεταξύ όλων των αποφάσεων. Κατά πόσον δηλαδή επιθυμείτε την δική σας ύπαρξη ή δεν την επιθυμείτε. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο και όχι για κανέναν άλλο, «ζητώ τη νωπή λαϊκή εντολή σας».
Αυτή η εντολή, δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί με όλες τις άλλες προηγούμενες. Αυτό που είναι μοναδικό σε τούτη την εντολή, είναι το διπλό μεγαλείο της απόφασης που πρόκειται να υλοποιηθεί. Ωστόσο, το αδυσώπητο αυτού που είναι απλό και έσχατο, δεν ανέχεται αμφιταλαντεύσεις και δισταγμούς. Αυτή η έσχατη απόφαση αγγίζει το τελευταίο όριο της
ύπαρξης του λαού μας. Και ποιο είναι αυτό το όριο; Συνίσταται στην πλέον βασική απαίτηση του όλου. Είναι ότι συντηρεί και σώζει τη δική του ουσία. Τον βασικό νόμο της τιμής και της αξιοπρέπειας που ένας .........
λαός διατηρεί μέσα του. Δεν είναι η φιλοδοξία, ούτε η επιθυμία της δόξας, ούτε η τυφλή ματαιοδοξία και ούτε η δίψα της εξουσίας που με ώθησε σε αυτήν την έσχατη απόφαση. Είναι μόνον η καθαρή βούληση προς την χωρίς όρους αυτοϋπευθυνότητα, στο να αντέξω και να κατευθύνω το πεπρωμένο του λαού μου.
Τούτες τις μέρες, που εκδηλώνεται αυτή η έσχατη λαϊκή βούληση, κανείς δεν δικαιούται να παραμείνει μακριά από τις κάλπες.

Το παραπάνω διάγγελμα έγινε την εποχή του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Σήμερα, με μια καθυστέρηση δεκαετιών, βιώνουμε τον ελληνικό μηδενισμό, με ένα παρόμοιο διάγγελμα. Ενας πρωθυπουργός κλεισμένος στον γυάλινο πύργο του, με συμβούλους αποξενωμένους από τον ελληνικό λαό, παντελώς ξεκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα, αρθρώνει έναν λόγο, που αιωρείται μετέωρος σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Οποιος κινείται μέσα στον λεγόμενο απλό κόσμο της καθημερινότητας και έχει αυτιά και μυαλά ανοιχτά, δίχως κομματικές παρωπίδες, διαπιστώνει μια μελαγχολική νοσταλγία για ηγέτες με οράματα και αληθινή βούληση για επαναστατικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας ζωής, με οποιονδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε μέσο. Το πιο απλό και έσχατο αίτημα είναι να βγούμε από τον βόθρο με οποιοδήποτε τίμημα.
Είναι κοινή διαπίστωση πλέον, ότι οι πολιτικοί μας σκέπτονται καιροσκοπικά και βραχυπρόθεσμα με γνώμονα την προσωπική τους καριέρα και κριτήριο την συγκεκριμένη στιγμή, το παρόν και όχι την προοπτική του μέλλοντος. Δίχως όμως ηγέτες με οράματα, ακόμη και ουτοπικά, δεν κινητοποιούνται δυνάμεις μέσα στο λαό, οι οποίες είναι και οι μόνες που θα μπορούσαν να φέρουν τα πάνω –κάτω, όπως λέει και το γνωστό τραγούδι.
Το συναίσθημα που κυριαρχεί μέσα στο λαό είναι εκείνο που πηγάζει από την γενικευμένη διαπίστωση, ότι «όποιο κόμμα κι αν βγει και με οποιονδήποτε ηγέτη, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στην καθημερινή μας ζωή. Φτάσαμε σε ένα σημείο απόλυτου μηδενισμού, που δεν προσδοκούμε πλέον τίποτα το καλύτερο και αυτό είναι ήδη τραγικό. Είναι απελπιστικό, όταν οι φιλοδοξίες ενός λαού δεν μπορούν να βρουν διέξοδο αλλά ακόμη πιο απελπιστικό είναι να μην βρίσκεις λόγους για νέες ελπίδες και εδώ, το διάγγελμα του πρωθυπουργού δεν πρόσθεσε τίποτα, που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ίχνος ελπίδας για το μέλλον μας.