Προς τι όλος αυτός ο προβληματισμός; Ούτε θα αλλάξουμε, ούτε θα βουλιάξουμε… Λοιπόν ας ηρεμήσουμε

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


Το σπόρο που σπέρνεις άλλος θερίζει.

Με πλούτη που βρίσκεις άλλος πλουτίζει.

Το ρούχο που υφαίνεις άλλος φοράει…

Percy Bysshe Shelley

[Leo Huberman : Τα υλικά αγαθά του ανθρώπου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1978, σελ. 259]


Το ότι δεν θα αλλάξουμε, αυτό είναι αυτονόητο. Δεν πρόκειται να αλλάξουμε, όσο στη χώρα μας επικρατεί (και το χειρότερο ως διαπίστωση : της επιτρέπεται να κυριαρχεί) η συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα, με τα ιστορικά της προβλήματα, που σαν νέφος αιθαλομίχλης έχει κουρνιάσει πάνω στον ουρανό, πάνω απ’ τα κεφάλια μας…


Και η κραυγή της σωτηρίας αυτής της παρηκμασμένης κουλτούρας είναι η κραυγή μιας σωτηρίας που δεν έχει ακόμα βρει τη δική της σωτηρία, είναι η φωνή ενός «σωτήρα» που στην ουσία ψάχνει την δική του σωτηρία σ’ εκείνο που δήθεν πασχίζει να σώσει…


«Άβυσσος προσκαλεί άβυσσον…» (Ψαλμοί μβ΄, 7), «συντριμμός επί συντριμμόν διακηρύττεται…» (Ιερεμίας δ΄, 20), «συμφορά επί συμφοράν θέλει έρχεσθαι…» (Ιεζεκιήλ, ζ΄, 26), είναι ίσως οι πιο χαρακτηριστικοί αφορισμοί που μπόρεσα να σκεφτώ ότι ταιριάζουν στη περίσταση. Κι όσο μπορεί η άβυσσος να βοηθήσει την ........

άβυσσο, ο συντριμμός τον συντριμμό κι η συμφορά τη συμφορά, άλλο τόσο κι η παρακμή που τείνει να λάβει διαστάσεις πανδημίας μπορεί να αποτελέσει το ίαμα για ένα οργανισμό που ολοένα κι εξαντλείται, κι όσο εξαντλείται, τόσο οι αδυναμίες του γίνονται οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού.


Το ότι τώρα δεν θα βουλιάξουμε, αυτό θα ήταν παράδοξο αν συνέβαινε. Διότι, εκτός κι αν δεν το έχουμε αντιληφθεί, έχει περάσει καιρός πολύς από τότε που πιάσαμε πάτο σε όλες τις επιδόσεις του εν γένει δημόσιου και ιδιωτικού γίγνεσθαι στη χώρα μας…



Κοινώς είμαστε ήδη πνιγμένοι…



Αν και πνιγμένοι, εν τούτοις, όπως ο Μπρους Γουίλις στην «6η Αίσθηση», ο οποίος αν και νεκρός, ΑΓΝΟΕΙ ότι είναι νεκρός, και περιφέρεται στο κόσμο των ζωντανών νομίζοντας ότι αποτελεί μέρος του, έτσι κι εδώ, η αθάνατη συλλογική ψυχή μας φαίνεται ότι για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν γνωρίζει ότι περιφέρεται σε ένα κόσμο, τον κόσμο των ζωντανών, που όμως δεν είναι ο κόσμος της…



Διότι για να είναι «ζωντανός» αυτός ο κόσμος, πρέπει να είναι φορέας ζωής ανθρώπινης, μιας ζωής που να χαρίζει χαρά στους ανθρώπους, κι όχι μιας ζωής όπου ζωή και θάνατος κινούνται ενίοτε (ή συχνά;) στην αυτή καμπύλη αδιαφορίας…



Όντας λοιπόν πνιγμένοι, φοβόμαστε το μοιραίο, ως εάν να μην έχει ήδη επέλθει…



Είναι η ώρα της εκδίκησης των αισιόδοξων. Πρέπει να πούμε δυο λόγια για το ποιοι είναι αυτοί. Αισιόδοξοι είναι εκείνοι, που ονοματίζουν τα πράγματα όπως νομίζουν ότι είναι, χωρίς να τα ωραιοποιούν για λόγους σκοπιμότητας (ή από μια χαζοχαρούμενη προδιάθεση). Απαισιόδοξοι είναι εκείνοι που αρνούνται να δουν το πρόβλημα, και βαφτίζουν την απραξία και την παθητική στάση απέναντι στο πρόβλημα ως «θετική σκέψη», ως «αισιοδοξία» -ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο μαύρα, ότι το μέλλον δεν είναι τόσο μαύρο, ότι το σήμερα δεν είναι τόσο άσχημο…



Από «αισιόδοξους» της τελευταίας αυτής κατηγορίας, χρόνια, δεκαετίες, τους έχουμε μπουχτίσει. Ακόμα και σήμερα, όπου το μέλλον μέσω μιας δραματικής κυκλικής ανάστροφης πορείας αναζητά να συναντηθεί με το παρελθόν, κάπου ένα-δυο αιώνες πριν, το «μέλλον» όπου ο 21ος αιώνας τείνει να αναζητά τις «προοπτικές» του στον 19ο αιώνα (αν όχι και πιο πριν), τούτη η κυκλική πορεία είναι η πορεία αυτών των «αισιόδοξων», που οίκτιραν την «απαισιοδοξία» όλων εκείνων που αρνούνταν να μοιραστούν τις δικές τους «αισιόδοξες προοπτικές».



Μήπως όμως, πράγματι, υπάρχει ακόμα χρόνος σωτηρίας;…



Αφού η ψυχή μας, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αρνείται να δεχτεί το θάνατο του σώματός της, (ξαναγυρίζω στο σενάριο της «6ης Αίσθησης») ίσως αυτό να είναι ένα μήνυμα. Ότι δηλαδή, ο πνιγμός είναι σχετικά πρόσφατος, και είναι δυνατόν με τις κατάλληλες «πρώτες βοήθειες» να ανανήψει ο πνιγμένος…



Επομένως, αν αυτό αληθεύει, πρέπει μια μεγάλη επιχείρηση σωτηρίας να αναληφθεί. Όχι να μη βουλιάξουμε, μα να ανασύρουμε το σώμα απ’ τον πάτο, που ως φαίνεται έχοντας παλέψει πολύ με τα κύματα περιμένοντας βοήθεια που ποτέ δεν ήρθε, κι έχοντας ξοδέψει όλες του τις δυνάμεις κι όλη του την ενέργεια, κι όλες του τις ελπίδες περιμένοντας επαρμένους ναυαγοσώστες, που όμως στα δύσκολα όταν δεν είναι μετρ του ερασιτεχνισμού είναι πρότυπα δειλίας, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια, κι άρχισε να βουλιάζει…



Ανασύρατε το σώμα απ’ το βυθό, όσο είναι καιρός, και με ανθρώπους που γνωρίζουν πράγματι από ανανήψεις, να βοηθηθεί να βγάλει από μέσα του το νερό που τον κατάπιε, και να ξαναρχίσει ν’ αναπνέει…



Χρειάζεται, η στιγμή αυτή, άπλετο καθαρό αέρα…



Χρειάζεται, οι επαρμένοι ναυαγοσώστες που θα ξανασυρρεύσουν γεμάτοι ψεύτικη προθυμία γύρω του, δήθεν να βοηθήσουν κι αυτοί, να τους κάνει κάποιος πέρα, γιατί αυτοί είναι που έτσι σκυμμένοι πάνω απ’ το κεφάλι του, χωρίς να προσφέρουν καμιά ουσιαστική βοήθεια, το μόνο που κάνουν είναι να περιορίζουν απελπιστικά τον τόσο απαραίτητο αέρα για το ταλαιπωρημένο αυτό σώμα…



Όμως, στη πιο δύσκολη στιγμή, στη πιο δύσκολη φουρτούνα, πάντα ή σχεδόν πάντα θα διαπιστώσεις ότι δεν έχεις διαθέσιμο κανένα έμπειρο καπετάνιο… ο Μέρφυ, μου εξηγεί το γιατί : «Αν ξέρεις ότι υπάρχουν μόνο τέσσερις δυνατοί τρόποι για να πάει κάτι στραβά και φροντίσεις να τους προλάβεις, τότε αμέσως θα εμφανιστεί ένας πέμπτος.» (Arthur Bloch : Ο Νόμος του Μέρφυ, Τόμ. 1, εκδ. Γράμματα, σελ. 11)



Αλλά και πάλι, δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ καμιά τραγωδία δεν λησμόνησε να βάλει στο σενάριό της έναν «από μηχανής θεό». Κι η Ιστορία επίσης, είναι πολύ πιο ευφάνταστη και προνοητική από τους ανθρώπους –που υποτίθεται (;) ότι τη γράφουν. Ευκολότερα ή δυσκολότερα, με περισσότερο ή λιγότερο πόνο και θυσίες, τούτη τη «κάθαρση» επίσης την προβλέπει στα δικά της σενάρια. Η τραγωδία της εποχής μας (μια ακόμα εποχή με τη δική της τραγωδία) έχει όλα τα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν να την ονοματίζουν σα τέτοια (τραγωδία) : «..έστιν ουν τραγωδία πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.» (Αριστοτέλης : Περί Ποιητικής, 1449b, 25, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1995, σελ. 192) Πράγματι, το «έργο» που παίζεται σήμερα, είναι «σπουδαίο», δεν είναι «στα λόγια» μα «δρα», έχει «πάθος» με την έννοια του «παθήματος» μα και με την έννοια της έντασης αυτού του παθήματος, ενώ ο φόβος και το έλεος κυριαρχούν και προσδιορίζουν την «τρέχουσα» αγωνία του ανθρώπου όχι μονάχα για το μέλλον του, μα και για το σήμερα.



Το δυστύχημα είναι, πως όταν ο άνθρωπος φτάνει (ή : τον φέρνουν) στο σημείο να αναζητά τις προοπτικές του σε από μηχανής θεούς, είναι η στιγμή που παραδίνεται πλέον στις αγκάλες καταστάσεων που ιστορικά σπάνια προτάθηκαν με πραγματική στοργή και ανιδιοτέλεια.



Είναι η στιγμή…



Αλλά ποια στιγμή;…



Η στιγμή να επαναορίσουμε την αξία της ανθρώπινης ζωής…



Η αξία της ανθρώπινης ζωής, είναι το Α και το Ω της όλης συζήτησης…



Πώς τη βλέπω εγώ, πώς τη βλέπεις εσύ, πώς τη βλέπουν αυτοί που ορίζουν αυτό που καλούμε «ποιότητα ζωής»…



Είναι η ώρα του διαζυγίου, με όσους έχουν άλλες αντιλήψεις από τις αντιλήψεις των πολλών για τη «ποιότητα ζωής». Ο Θόρω στο έργο του «Ζωή χωρίς αρχές» (1861) σημείωνε : «Ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο δαπανούμε τη ζωή μας. Ο κόσμος αυτός είναι ένας τόπος επιχείρησης. Τι παιδαριώδης κομπασμός! Ξυπνώ σχεδόν κάθε βράδυ από το αγκομαχητό της λοκομοτίβας. Νου διακόπτει τα όνειρά μου. Πάει πια η Κυριακή. Πόσο μεγαλειώδες θα ήταν αν έβλεπε κανείς έστω για μια φορά την ανθρωπότητα να αναπαύεται… Αν ένας άνθρωπος περπατά τη μισή μέρα στο δάσος επειδή το αγαπά, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί τεμπέλης. Αν περνά ολόκληρη την ημέρα του σαν επιχειρηματίας, ξεπαστρέβοντας δάση και κάνοντας τη γη φαλακρή πριν την ώρα της, χαρακτηρίζεται εργατικός και επιχειρηματίας…» (Erich Fromm : Η υγιής κοινωνία, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1973, σελ. 267-268)…



Πώς δαπανούμε τη ζωή μας. Πολύ περισσότερο, πώς τη σπαταλούμε… Δαπανώ και σπαταλώ (τη ζωή) : ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τοποθέτηση από όλες τις ιδεολογίες που η καθεμιά τους φιλοδοξεί να καταστεί η Ιδεολογία του Ανθρώπου…



Η Στιγμή να ξανακαταστήσουμε ανεκτίμητη την ανθρώπινη ζωή. Τη ανθρώπινη ζωή, που οικονομολόγοι, επιχειρηματίες, ασφαλιστές, έβαλαν διατίμηση, κι απ’ τις πιο φτηνές μεταξύ άλλων «εμπορευμάτων»… Διαμαρτυρήθηκε κάποτε κάποιος ότι : «...Προσκληθήκαμε εδώ για να συζητήσουμε τις Ανθρώπινες Αξίες και την Οικονομική Πολιτική. Αντί γι’ αυτό μιλήσαμε για Ανθρώπινες Επιλογές και την Οικονομική Αξία. Οι Ανθρώπινες Αξίες αφορούν την Καλή Ζωή, η οικονομική πολιτική ασχολείται με το τι θα έπρεπε να κάνουμε σ’ ένα οικονομικό περιεχόμενο. Ακόμη υπήρξε μικρή αναφορά στη σημερινή συζήτηση είτε για την Καλή Ζωή είτε για το «θα έπρεπε». Αντί γι’ αυτό, ακούμε πώς οι οικονομολόγοι περιγράφουν την άριστη ικανοποίηση των αναγκών υπό την συνθήκη των περιορισμένων πόρων... Ίσως επίσης μπορώ να κατηγορηθώ για απάτη, κατά το ότι, ενώ προσκλήθηκα σ’ αυτό το συμπόσιο σαν ένας οικονομολόγος, παριστάνω τον φιλόσοφο ασκώντας κριτική στους οικονομολόγους επειδή αποκλείουν σχεδόν όλες τις ανθρώπινες αξίες από τα οικονομικά. Η άμυνά μου, εν τούτοις, είναι ότι ο κανόνας εναντίον ενός οικονομολόγου που κάνει κρίσεις για τις αξίες επαγγελματικά στερείται νομιμοποίησης, επειδή ο αποκλεισμός από τα οικονομικά των κανονιστικών κρίσεων που ενσωματώνουν ανθρώπινες αξίες βασίζεται μόνο σ’ ένα αυθαίρετο ορισμό των οικονομικών. Σ’ αυτό το συμπόσιο, τουλάχιστον, διεκδικώ το δικαίωμα, ακόμη και το καθήκον, να ακολουθήσω εκεί όπου το επιχείρημα οδηγεί…» (Sidney S. Alexander : Human Values and Economist’s Values, εις Sidney Hook (ed.) : Human Values and Economic Policy, New York University Press, New York, 1967], σελ. 101)…



Θα προσπαθήσω ίσως σε κάποιο άλλο άρθρο μου, να αρθρώσω, να ψελλίσω κάτι γι’ αυτή τη στιγμή…



Τη στιγμή που ΔΕΝ θα σπαταλούμε τη ζωή μας, τη στιγμή που θα την ξοδεύουμε παραγωγικά…



Όχι «παραγωγικά» με την έννοια την οικονομική. Η «παραγωγική δραστηριότητα» του ανθρώπου σύμφωνα με τους οικονομολόγους, είναι το αντίθετο της «παραγωγικής δραστηριότητας» του ανθρώπου σύμφωνα με τους πόθους του Ανθρώπου…



Παρ’ όλα αυτά, η «παραγωγική δραστηριότητα» του ανθρώπου σύμφωνα με τον Άνθρωπο, δεν είναι ασύμβατη με την οικονομική «παραγωγική δραστηριότητα». Τα ερωτήματα είναι κοινά και στις δυο περιπτώσεις : Τι, Πώς, Γιατί, Για Ποιόν. Οι απαντήσεις είναι που διαφέρουν ριζικά…



Είναι η στιγμή…



Είναι η στιγμή, όπου θα πρέπει να βάλουμε επιτέλους τη σωστή αγγελία στην εφημερίδα. Σαν εκείνο το θαμώνα του καφενείου, που ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα κι αφού διάβασε όλα όσα γίνονταν στον κόσμο (τίποτα το ευχάριστο ή το παρήγορο), ακολούθως άρχισε να διαβάζει τις «Μικρές Αγγελίες» : «ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή… ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον… ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει… ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός… Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του : ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ. Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.» (Αντώνης Σαμαράκης : Ζητείται ελπίς, εκδ. Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 1979, σελ. 71)…



Δυστυχώς, είμαι ακόμα αρκετά ανώριμος για να μην ισχυρισθώ πως δεν κατέχω τάχα ένα «ολοκληρωμένο σχέδιο», μια «ολοκληρωμένη πρόταση»... Μια κομπορρημοσύνη, που τόσο θα πρόσδιδε στο ανύπαρκτο κύρος μου!... Ιδίως μάλιστα, αν με τη βοήθεια και κανενός λεξικού, είχα την ευφυΐα να αντικαταστήσω το σύνολο των λέξεων που θα χρησιμοποιούσα με άλλες δυσνόητες, στρυφνές, κι αν ήταν και κενές περιεχομένου, ακόμα καλύτερα…