Αύξηση εισοδημάτων, αύξηση συντάξεων, μείωση του χρόνου για έξοδο στη σύνταξη, αύξηση κοινωνικών δαπανών : ......

.........ιδού κάποιες λύσεις του οικονομικού μας προβλήματος

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Η χώρα μας διαθέτει οικονομική πολιτική : τη δημοσιονομική πολιτική. Αυτή και μόνο αυτή είναι ό,τι αντιλαμβάνεται ως οικονομική πολιτική. Η αναπτυξιακή πολιτική, η μόνη πολιτική που μπορεί αν δώσει διέξοδο στο σημερινό οικονομικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται ως κυβερνητική ρητορεία, όχι όμως και ως κυβερνητική πολιτική.

Σε μια εποχή όπου η αφαίμαξη των εισοδημάτων των μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, που είναι και τα τμήματα που κυρίως λόγω της υψηλής τους ροπής προς κατανάλωση διαμορφώνουν η εν πάσει περιπτώσει επηρεάζουν αισθητά αυτό που απλά μπορούμε να πούμε όχι μονάχα τον «τζίρο» των επιχειρήσεων, μα και την ίδια την ευεξία και τη δυναμικότητα της αγοράς, μέτρα στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της τιθάσευσης του δημόσιου χρέους, μπορεί να οδηγήσουν στον εξωραϊσμό όχι μιας εθνικής οικονομίας, αλλά του φαντάσματός της. Διότι αγορά χωρίς παραγωγούς και καταναλωτές, αγορά χωρίς να κινείται, δεν είναι αγορά. Η διεθνής επανακυριαρχία του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, επανάφερε στο προσκήνιο (σταδιακά από το τελευταίο 4ο του προηγούμενου αιώνα) την αρχή του laissez faire, εξορκίζοντας ό,τι μέχρι τη στιγμή εκείνη αποδεδειγμένα μπόρεσε να δώσει πειστικές λύσεις στις κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος : την κρατική παρέμβαση, η οποία, δεν στερούνταν βεβαίως προβλημάτων, όμως, επρόκειτο για προβλήματα πολύ μικρότερα σε σχέση μ’ εκείνα της εποχής του laissez faire.

Στη πραγματικότητα, αντί οικονομικής ανάπτυξης, έχουμε εισέλθει σε μια διαδικασία υπανάπτυξης, αποτέλεσμα όχι τυχαίο, μα μιας ιδεολογικής αντίληψης που υπάρχει αναφορικά με το θέμα αυτό στους σχεδιαστές της .........
εθνικής πολιτικής και των δυνάμεων που επηρεάζουν αυτόν το σχεδιασμό (υποχρεωτικές «κατευθύνσεις» της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Πράγματι, δεν υπάρχει μια αξιόπιστη μακροχρόνια εξέλιξη κανενός σχεδόν κρίσιμου μακροοικονομικού μεγέθους (π.χ. επενδύσεις, εξαγωγές, κ.λπ) που να πιστοποιεί ότι η χώρα σταθερά και όχι συγκυριακά κινείται σε μια αναπτυξιακή «λεωφόρο» (θα συμβιβαζόμουν και με «ατραπό»). Η τεχνολογική πρόοδος και η διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας ως και η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, κινούνται σε επίπεδα εμφανώς προβληματικά. Το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα υστερεί έναντι του μέσου ευρωπαϊκού, άρα, η πλειοψηφία των εργαζόμενων έχει εισοδήματα πολύ κατώτερα αυτού του μέσου όρου. Η εθνική οικονομία, αδυνατεί να αναπτύξει εκείνη τη δυναμική της αυτοδύναμης και αυτοσυντηρούμενης διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης, κάτι απολύτως απαραίτητο στην όλη διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθεί μια αποτελεσματική ενεργή ζήτηση. Οι περιπόθητες και απολύτως αναγκαίες διαρθρωτικές μεταβολές (από την περιφερειακή ανάπτυξη ως τον εξορθολογισμό της διοίκησης του δημόσιου τομέα μα και των ιδιωτικών επιχειρήσεων, την εγκαθίδρυση της κοινωνίας της πληροφορίας με την είσοδο της πληροφορικής, τομέας στον οποίο βρισκόμαστε απελπιστικά πίσω, κ.λπ.).

Δεν πρόκειται βέβαια να εξαντλήσουμε εδώ τις λεπτομέρειες των αδυναμιών της ακολουθούμενης αναπτυξιακής πολιτικής στη χώρα μας (η νυν κυβέρνηση θα ήταν άδικο αν χρεώνονταν μόνη της ένα κατά τα άλλα διαχρονικό πρόβλημα), όμως οι ανωτέρω επισημάνσεις αρκούν. Ίσως μάλιστα τίποτα από τα παραπάνω να μη χρειάζονταν να επισημανθεί ιδιαίτερα, και να αρκούμασταν να δείξουμε τις ολοένα και περισσότερο διογκούμενες στρατιές των συμπολιτών μας που κινούνται κάτω από το όριο της φτώχειας, που αν αθροιστούν με αυτούς που κινούνται λίγο πάνω από το όριο αυτό, θα καταλάβουμε γιατί ήδη αρχίσαμε να μιλάμε για ουσιαστική αποσύνθεση της μέσης τάξης στη χώρα μας, της τάξης που δεν ήταν απλά ο μεσοσπόνδυλος που απορροφούσε τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς κραδασμούς του συστήματος, μα αποτελεί και την αιτία ύπαρξης του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος (και θα έλεγα του κάθε συστήματος, πλην του φεουδαρχικού, εκτός αν, αυτό που λέγεται συχνά, ότι οι εξελίξεις «βλέπουν» περισσότερο προς τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, παρά τον 21ο αιώνα, δεν λέγεται «έτσι» τυχαία, μα έχει και βάση…)

Δεν γνωρίζω και εν πάσει περιπτώσει δεν θέλω να πω με ελαφρά την καρδιά ότι έχουμε εισέλθει σε ένα χορό φαύλων κύκλων, όπου τα όποια αποτελέσματα οικονομικής πολιτικής που υποτίθεται ότι λαμβάνονται για την επίλυση δεδομένων προβλημάτων, κατ’ ουσίαν οδηγούν στην επιδείνωση των προβλημάτων αυτών αντί να τα λύνουν. Η αύξηση της ζήτησης π.χ. των προϊόντων στην αγορά, προϋποθέτει την αύξηση των εισοδημάτων των καταναλωτών, που προϋποθέτουν την αύξηση του τζίρου των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται, οι οποίες όμως επιχειρήσεις έχοντας μικρούς ή μειούμενους τζίρους (λόγω των μικρών ή μειούμενων εισοδημάτων των εργαζόμενων) δεν μπορούν να αυξήσουν τα εισοδήματα αυτών των εργαζόμενων με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μην έχουν τι να ξοδέψουν, οι επιχειρήσεις οδηγούνται σε υποαπασχόληση του παραγωγικού τους εξοπλισμού, ενώ παράλληλα την ίδια στιγμή, συρρικνώνεται και η φορολογική βάση από την οποία η κυβέρνηση αντλεί έσοδα, με ό.τι αυτό συνεπάγεται!

Λέω λοιπόν, και κλείνω το σημείωμά μου με αυτό, ότι δεν είναι η ώρα της δημοσιονομικής ευταξίας και του περιορισμού του δημόσιου χρέους. Είναι σημαντικό να υπάρχει αυτή η δημοσιονομική ευταξία και να αντιμετωπιστεί το χρέος, μα τούτη την ώρα, που η οικονομία βρίσκεται σε μια ιστορική και κρίσιμη καμπή, είναι επιβεβλημένο να δρομολογηθούν πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν τα μακροπρόθεσμα αναπτυξιακά προβλήματα της χώρας, και η κάθε «ωραιοποίηση» των μακροοικονομικών δεικτών, το λέει και η λέξη : είναι «ωραιοποίηση» ενός πράγματος, που χωρίς το μακιγιάζ ει δεν βλέπεται! Το χρέος μπορεί να διαχειριστεί ίσως καλύτερα απ’ ό,τι τώρα, αυτή είναι η ταπεινή μου άποψη, και εννοώ ότι ίσως θα ήταν σκόπιμο να γίνει και μια αναδιαπραγμάτευσή του, τώρα, που η χώρα αντιμετωπίζει μεν πρόβλημα οικονομικό, δεν αντιμετωπίζει όμως πρόβλημα πιστοληπτικής αξιοπιστίας (ελπίζω να είναι έτσι τα πράγματα!). Μια τέτοια αναδιαπραγμάτευση μπορεί να δώσει κάποιες πολύ χρήσιμες και απολύτως αναγκαίες «ανάσες» στην οικονομία, ενώ τίποτα δεν αποκλείει στο μέλλον, όταν τα πράγματα πάνε καλύτερα, να μπορέσει η χώρα να ξεπληρώσει μέρος του χρέους νωρίτερα.

Όμως, η οικονομία, η αγορά πρέπει να κινηθεί! Όχι με πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά δάνεια (κι αυτά είναι καλά όταν χρησιμοποιούνται με μέτρο), μα με χρήμα που θα προέρχεται από το εισόδημα της εργασίας. Και για να υπάρχει τέτοιο διαθέσιμο προς κατανάλωση χρήμα για να πέσει στην αγορά, πρέπει αυτός που το έχει, πρώτα να καλύψει πάγιες δαπάνες επιβίωσης, κι έπειτα να αρχίσει να παίρνει και κάτι που θα ανακουφίζει και λίγο παραπάνω τη ζωή του. (Αλήθεια : υπάρχει άραγε ανάμεσα στους πολλούς δείκτες που χρησιμοποιούν οι οικονομολόγοι και κάποιος δείκτης «ανακούφισης του νοικοκυριού»;)