Γιατί είναι αναγκαία η ίδρυση Γενικής Γραμματείας Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι φυσικά να κομίσει γλαύκας εις Αθήνας. Αντίθετα, προσπαθεί να επισημάνει ορισμένες αυτονόητες αναγκαιότητες, που ως τέτοιες, δυστυχώς δεν υπάρχουν ή καλύτερα, αγνοώ αν υπάρχουν μέσα στην πολύπλοκη κρατική μας μηχανή.



Η πρότασή μας στηρίζεται σε μια πολύ απλή θέση : ομιλούμε περί επιμέρους εθνικών στρατηγικών που μπορούν να υπάρχουν –αν υπάρχουν παντού- επί παντός του επιστητού. Μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές στα εθνικά μας θέματα, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές στη βιομηχανία, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές για τον τουρισμό, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές για το περιβάλλον, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές για τη ναυτιλία, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές για την παιδεία, μακροχρόνιες εθνικές στρατηγικές για την υγεία, μακροχρόνιες στρατηγικές για τη γεωργία, κ.λπ.



Αν κάνουμε δεκτό, ότι όλες οι επιμέρους εθνικές στρατηγικές, δεν μπορούν ούτε καθ΄ ολοκληρίαν να είναι «ανεξάρτητες», ούτε από την ........άλλη να μην εντάσσονται σε ένα ενιαίο πλαίσιο μακροοικονομικού και μακροκοινωνικού χαρακτήρα, είναι φανερό, ότι, ακόμα κι αν τα παραπάνω επιμέρους υπάρχουν, υπάρχει παράλληλα η αναγκαιότητα ένταξής τους, σε ένα γενικότερο εθνικό στρατηγικό σχέδιο.



Η πρότασή μας, ακριβώς αυτό έρχεται να υποστηρίξει. Δηλαδή την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός κυβερνητικού οργάνου, το οποίο να είναι επιφορτισμένο με μια σειρά αρμοδιοτήτων, οι οποίες να κατατείνουν σε τούτο : δηλαδή :



1. Στον καθορισμό των διαδικασιών κατάρτισης μέσω ενός Συστήματος Κυβερνητικού Στρατηγικού Σχεδιασμού των στρατηγικών προγραμμάτων των επιμέρους υπουργείων και των οργανισμών-επιχειρήσεων που ελέγχουν.

2. Στον καθορισμό, μέσω του ανωτέρω Συστήματος των διαδικασιών κατάρτισης ενός συνολικού εθνικού στρατηγικού προγράμματος, και

3. Στον καθορισμό, των διαδικασιών διαρκούς ελέγχου της πορείας τόσο των επιμέρους στρατηγικών προγραμμάτων των διαφόρων υπουργείων, όσο και του αντίστοιχου συνολικού εθνικού στρατηγικού προγράμματος, μέσω ενός Συστήματος Διοικητικής Πληροφόρησης.



Η πρότασή μας, ή πιο σωστά, το πλαίσιο της πρότασής μας, σε γενικές γραμμές έχει όπως παρακάτω :



1. Όλα τα υπουργεία, αυτόνομα, θα συντάσσουν πενταετή κυλιόμενα στρατηγικά προγράμματα, με βάση τις διαδικασίες που θα προβλέπονται στο ανωτέρω Σύστημα Κυβερνητικού Σχεδιασμού, στο οποίο, είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί, ότι θα προβλέπονται και θέματα διαπλεκομένων αρμοδιοτήτων, όπως και ο τρόπος κοινής αξιοποίησης ερευνητικών και άλλων επιστημονικών Ιδρυμάτων του Δημοσίου.

2. Τα πενταετή στρατηγικά προγράμματα, θα υποβάλλονται στην προς τούτο δημιουργηθησομένη Γενική Γραμματεία Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού, για επεξεργασία, αξιολόγηση και ενοποίηση κατά βασικούς τομείς, που θα έχουν ήδη προσδιορισθεί, όπως επίσης και τον καθορισμό –σε εισηγητικό πάντοτε επίπεδο- προτεραιοτήτων, ώστε να υπάρχει και μια ανάλογη κατανομή των εθνικών πόρων.

3. Το συνολικό εθνικό στρατηγικό σχέδιο, μετά την κατάρτισή του, θα διαβιβάζεται στο υπουργικό συμβούλιο για έγκριση. Η έγκριση, θα σημαίνει και έγκριση των επιμέρους στρατηγικών προγραμμάτων των διαφόρων υπουργείων.

4. Στη συνέχεια, θα εγκρίνεται από την Βουλή των Ελλήνων.



Ήδη, είμαι βέβαιος, ότι δρομολογήσαμε μια σειρά από ερωτήματα «επί της διαδικασίας και της ουσίας». Ελπίζω όμως να έγινε κατανοητό, ότι εδώ αποσκοπούμε στην παρουσίαση ενός πλαισίου πρότασης και όχι στην τεχνική του υποστήριξη, που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να γίνει σ’ ένα άρθρο. Όπως είμαι εξίσου βέβαιος, πως αν κανείς αποδεχθεί τη λογική της πρότασης, τα τεχνικά ζητήματα, ούτε άλυτα είναι, ούτε αξεπέραστα. Αρκεί να λειτουργήσει κι εδώ η «ευρηματικότητα», όπως άλλωστε συνέβη κι αλλού, που τόσο εκθειάστηκε (Υπονοώ εδώ τις δολιοφθορές των τρακτέρ των αγροτών από τα ΜΑΤ, στις αγροτικές κινητοποιήσεις εκείνης της εποχής, που από κάποιους χαρακτηρίστηκαν «ευρηματικές»!) …



Περισσότερο συνεπώς και από την «τεχνική» τεκμηρίωση της πρότασης –αν το άρθρο διέθετε τον αναγκαίο χώρο, θα προχωρούσε παραπέρα και ως προς το σημείο αυτό- είναι ανάγκη να πούμε λίγα λόγια παραπάνω για τη φιλοσοφία της πρότασης και ορισμένες άλλες συνέπειες που παραγώγως επιφέρει.



Η βασική λοιπόν φιλοσοφία, εκπηγάζει από την αυτονόητη πραγματικότητα, ότι η κυβέρνηση συνολικά και τα υπουργεία ειδικότερα, θα πρέπει να λειτουργούν πρωτίστως, βάσει ενός στρατηγικού προγράμματος. Αυτό το αυτονόητο, επίσης θα πρέπει να μην λησμονεί και μια άλλη πραγματικότητα. Ότι δηλαδή ένα στρατηγικό πρόγραμμα, δεν είναι μόνο εργαλείο χάραξης μακροπρόθεσμων στόχων, στρατηγικών, κ.λπ., αλλά, για όσους το ξεχνούν, εμπεριέχει και βραχυπρόθεσμους στόχους, πολιτικές, τακτικές, κ.λπ.,, «μοιραίο» άλλωστε, αφού απαιτεί χρονική κατανομή στοχεύσεων, πόρων, κ.λπ., αρχής γενομένης από το άμεσο παρόν. Το βραχυπρόθεσμο εντάσσεται στη μακροπρόθεσμη προοπτική και τα δύο πλέον συμπαρακολουθούνται.



Συνεπώς, έχοντας κανείς εξασφαλίσει το μακροπρόθεσμο εργαλείο διοίκησης, έχει επίσης, υποχρεωτικά, εξασφαλίσει και το εκάστοτε βραχυπρόθεσμο. Υπ’ αυτή την έννοια και αυτό συνιστά στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, το «αιρετικό» στοιχείο στην όλη πρόταση, ο κρατικός προϋπολογισμός, ανάγεται στην πραγματική του διάσταση και δεν τον βλέπουμε παρά σαν ένα τμήμα του στρατηγικού σχεδίου, το «δια ταύτα» δηλαδή, του ιδίου του στρατηγικού προγράμματος. Αυτό που λέμε, είναι πως αντί να συζητούμε κάθε χρόνο για τον προϋπολογισμό, θα έπρεπε να συζητούμε για την πορεία των επιμέρους στρατηγικών προγραμμάτων των υπουργείων και του αντίστοιχου συνολικού –εθνικού-, να συζητούμε για τις αναγκαίες τροποποιήσεις και σε ό,τι αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό, αυτός θα ακολουθεί αναγκαστικά τις τροποποιήσεις αυτές. Με άλλα λόγια, ο κρατικός προϋπολογισμός, δεν θα συνιστά παρά την αριθμητικοποιημένη έκφραση, ό,τι εν τω μεταξύ θα έχει γίνει δεκτό στο στρατηγικό σχέδιο, από άποψη στόχων, στρατηγικών, πολιτικών, κ.λπ. Ο προϋπολογισμός, από την άποψη αυτή, έχει μια σχετική μόνο αυτονομία, στο επίπεδο δηλαδή του «εργαλείου» ελέγχου και διαχείρισης τρεχόντων μεγεθών, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση, συνιστά, σύμφωνα με την πρότασή μας, στοιχείο του στρατηγικού προγράμματος.



Μάλιστα δε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο κρατικός προϋπολογισμός θα συντάσσεται κι αυτός για μιας πενταετία, αφού θα αποτελεί το αναγκαίο αριθμητικοποιημένο παρακολούθημα ου στρατηγικού σχεδίου. Μια άλλη έκφραση της αιρετικότητας της πρότασής μας, είναι ότι πιθανώς να μην υποστηρίζεται από ανάλογη διεθνή εμπειρία, αλλά, κι εδώ προκαλεί την πολιτική καινοτομία. Δηλαδή, αντί κάθε χρόνο να συζητάμε πολύ για το βραχυπρόθεσμο μέλλον μας, να συζητάμε εξίσου πολύ και για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές μας. Και μάλιστα όχι ξεχωριστά, αλλά μαζί. Τι λέμε δηλαδή; Αντί να συζητούμε πολύ για τα επιδόματα των πολυτέκνων, το ίδιο αυτό θέμα, να τίθεται και να συζητείται εξίσου πολύ, αλλά, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού δημογραφικού προγράμματος, όπου θα τίθενται και θα αιτιολογούνται μακροπρόθεσμοι στόχοι, μακροπρόθεσμες στρατηγικές, πολιτικές, κ.λπ. Ομοίως, αντί να συζητάμε πολύ για το θέμα της τιμής του πετρελαίου στους αγρότες, το ίδιο αυτό θέμα, να τίθεται και να συζητείται εξίσου πολύ, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού αγροτικού προγράμματος, όπου θα τίθενται και θα αιτιολογούνται μακροπρόθεσμοι στόχοι, μακροπρόθεσμες στρατηγικές, πολιτικές, κ.λπ. Ομοίως, αντί να συζητάμε πολύ για το θέμα των αμοιβών των εκπαιδευτικών, το ίδιο αυτό θέμα, να τίθεται και να συζητείται εξίσου πολύ, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού εκπαιδευτικού προγράμματος, όπου θα τίθενται και θα αιτιολογούνται μακροπρόθεσμοι στόχοι, μακροπρόθεσμες στρατηγικές, κ.λπ.



Ας μου επιτραπεί ακόμα, να επιχειρηματολογήσουμε με δύο ακόμα λόγια για την «αίρεση» που εισηγούμεθα. Να πούμε δηλαδή, ότι η σύνδεση του συνολικού κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι με τις στρατηγικές τους προοπτικές ή με άλλα λόγια, η αποσύνδεση των προοπτικών της κοινωνίας και οικονομίας από την βραχυχρόνια ρύθμιση, δεν θα οδηγήσει απλά σε μια ουσιαστική σύνδεση παρόντος και μέλλοντος, αλλά θα επιτρέψει και τις μικρομονάδες –άτομα ή/και επιχειρήσεις- πράγματι να προσπαθούν να κινηθούν με μακροπρόθεσμη προοπτική. Π.χ., ας φαντασθούμε για λίγο, ότι γνωρίζουμε από τώρα, ότι το φορολογικό μας σύστημα θα είναι προδιαγεγραμμένο για τα επόμενα 3 έως 5 χρόνια. Μπορεί αυτό να σημαίνει κάτι για τον ιδιώτη που προγραμματίζει τα του οίκου του, ή τον επιχειρηματία που προγραμματίζει τα της επιχείρησής του; Και φυσικά, μπορεί να αντιταχθεί ότι «πολλά έκτακτα μπορούν να συμβούν σ’ αυτά τα επόμενα χρόνια». Αν αυτό προβληθεί σαν αφοπλιστικό επιχείρημα, το βέβαιο είναι πως είτε εγώ δεν κατανοώ τι σημαίνει στρατηγικός σχεδιασμός, είτε ο υποτιθέμενος ερωτών. Διότι φυσικά, κανένα στρατηγικό πρόγραμμα δεν λέγει ότι δεν μπορεί και δεν επιβάλλεται να τροποποιηθεί εν όψει τέτοιων εξελίξεων, και βεβαίως, ουδείς καλοπροαίρετος κοινωνικός εταίρος δεν θα αντιταχθεί σε αυτή την αναγκαιότητα.



Αυτή η Γενική Γραμματεία Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού, την ίδρυση της οποίας προτείνουμε, είναι κρίσιμο να υπογραμμισθεί, ότι για πολλούς τυπικούς και κυρίως ουσιαστικούς λόγους θα πρέπει να υπάγεται απ’ ευθείας στον Πρωθυπουργό, προκειμένου να μπορεί να παράσχει ουσιαστική υποστήριξη του εθνικού στρατηγικού σχεδίου, έξω και πέρα από επιδράσεις, άλλων τρίτων. Θα πρέπει επίσης να είναι ολιγομελής, ευέλικτη και βεβαίως να διευκρινίσουμε το επίσης αυτονόητο, ότι δεν θα ασχολείται με πρωτογενή ανάλυση και διερεύνηση στοιχείων.



Μια άλλη επίσης αναγκαία διευκρίνιση είναι, η Γενική Γραμματεία Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού, δεν θα συγκεντρώνει απλά τα επιμέρους στρατηγικά προγράμματα και θα τα αθροίζει, αλλά θα έχει και την εισηγητική αρμοδιότητα της συμπλήρωσης, τροποποίησης και καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο παρέμβασης σ’ αυτά, με διαδικασία που ρητά θα προβλέπεται και επί όλων των θεμάτων που άπτονται του στρατηγικού σχεδίου, πλην ολίγων που ρητά θα εξαιρούνται και αναφέρομαι ιδίως σε στοχοθεσίες και στρατηγικές εμπίπτουσες στην σφαίρα της εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής. Π.χ., αυτό θα μπορεί να γίνεται, όταν στο στάδιο της κατάρτισης των στρατηγικών προγραμμάτων των διαφόρων υπουργείων, δεν κατέστη δυνατόν να αποφευχθούν ασυμβατότητες μεταξύ τους, κ.λπ. Οι ασυμβατότητες αυτές θα εντοπίζονται και η σχετική εισήγηση θα προβλέπει προτάσεις ξεπεράσματος του συγκεκριμένου –χάριν παραδείγματος- προβλήματος, ώστε να λαμβάνεται η σχετική και τελική απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο.



Το πλεονέκτημα της ύπαρξης ενός τέτοιου κυβερνητικού οργάνου, δεν είναι προφανές, μόνο σε ό,τι αφορά την ύπαρξη και λειτουργία ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου επί όλων των τομέων κυβερνητικής δράσης, αλλά περαιτέρω αυτό το όργανο, ως εκ της αποστολής του, μέσω του προμνημονευθέντος Συστήματος Διοικητικής Πληροφόρησης, θα παρακολουθεί σε διαρκή βάση, κρίσιμες παραμέτρους του εθνικού στρατηγικού σχεδίου και δεν αναφέρομαι τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον, όσο στο εσωτερικό περιβάλλον, που δεν είναι άλλο από την ίδια την κυβέρνηση στη περίπτωσή μας. Το εσωτερικό περιβάλλον ως προς τις ποσοτικές και ποιοτικές του παραμέτρους, ως προς την αποτελεσματική άσκηση των υιοθετουμένων στρατηγικών και πολιτικών, σε διαρκή βάση.



Εκτιμούμε, ότι η πρότασή μας, μπορεί να αποτελέσει το ερέθισμα για κάποιους προβληματισμούς προς αυτή την κατεύθυνση και βεβαίως, πολύ λίγο ενδιαφερόμεθα για το τεχνικό πλαίσιο αυτών που εδώ προτείνουμε. Πολύ περισσότερο και από αυτό το πλαίσιο, σημασία έχει η φιλοσοφία που προβάλλουμε και σ’ αυτή ακριβώς στοχεύουμε.



(Το άρθρο αυτό το πρωτοδημοσίευσα στην εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, στις 16/2/1997 και το επαναφέρω εν όψει της μεγάλης συζήτησης με αφορμή τη τρέχουσα μεγάλη κρίση περί το αν διαθέτει η κυβέρνηση «σχέδιο» ή όχι, κ.λπ. –φυσικά και δεν υπάρχει –ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΩΣ ΟΡΓΑΝΟ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ- στρατηγικό σχέδιο!!!)