C’ est la vie : δωρεάν φροντιστήριο για επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα από ένα δεκάχρονο!...

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Για τον Γκρούζα είπαμε δυο πράγματα σε προηγούμενη ιστορία μας. Ναι. Για κείνο το είδος ανθρώπων που λέμε ανίκανους πλην διαπλεκόμενους, και ως εκ τούτου που τα κονομάνε χοντρά, αφήνοντας τα ψιλά στα κοροΐδα που πάνε να φτιάξουνε τη ζωή τους με την «εργατικότητα», την «εντιμότητα», και όλα τα παρόμοια που τα συναντάμε στις εκθέσεις ιδεών, όχι όμως και στη πραγματικότητα. Τουλάχιστον όχι σαν κανόνα.

Ο Θεόφιλος, ο Λεωνίδας και ο Στάθης, τα λέγανε καθήμενοι πλησίον της τζαμαρίας, καθότι σήμερα, Κυριακή. Δέκα η ώρα, κι ο ήλιος είχε ανέβει εκεί που τόχε συνήθειο να βρίσκεται κάθε μέρα στις 10 η ώρα, τούτη την εποχή.

Πίναν το καφεδάκι τους, στο «Καφέ Σαντάν» αμίλητοι πλην δεν είχαν ως φαίνεται αφαιρεθεί εντελώς. Γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί το ανεπαίσθητο λίκνισμά τους στο ρυθμό του Hit the Road Jack με τη χαρακτηριστική φωνή του Ray Charles που εξέπεμπε το ραδιόφωνο του καφενείου, άγνωστο από ποιο σταθμό.

- Τι’ ναι τούτο ρε;

Ο Σώτος αντελήφθη τη παρατήρηση του Γιάννη. Έτερος θαμών –λίγο ανημέρωτος περί τα διεθνή «καλλιτεχνικά δρώμενα» και λίγο περισσότερο του δέοντος «ιθαγενής» στους τρόπους του….........
Άρχισε να ψάχνει άλλο σταθμό.

- Δεν το κλείνεις καλύτερα πρωί - πρωί ρε Σώτο; Άσ’ το γι’ αργότερα.

Το’ κλεισε.

Η παρέα του Θεόφιλου, ξανάπεσε στη βουβαμάρα. Χάζευαν έξω απ’ το παράθυρο την αραιή, τέτοια ώρα, κίνηση –η Εκκλησία ακόμα δεν τέλειωσε.

Περνά κι ο Γκρούζας με ένα από τους δυο του γιους. Τον Αποστόλη, ένα βουβαλόπαιδο ίσαμε και ογδόντα κιλά, κι ούτε έντεκα χρονών. Η παρέα κοιτάχτηκε κι αντάλλαξαν μεταξύ τους ένα ειρωνικό χαμόγελο. Αυτό όμως για δευτερόλεπτα. Γιατί ο Γκρούζας είχε ήδη στηθεί έξω απ’ τη τζαμαρία του καφενείου. Τους χαιρέτησε με το χέρι. Τον χαιρέτησαν κι αυτοί. Κάτι είπε στον πιτσιρικά το γιο του, κι έφυγε. Ο γιος του μπήκε στο καφενείο κι έκατσε στο ακριβώς διπλανό τραπέζι απ’ τον Θεόφιλο και τους άλλους.

- Καλώς τον Αποστολάκη, του ‘πε ο Λεωνίδας.

Ο Αποστολάκης, παιδί με τρόπους, ούτε καλημέρα δεν τους είπε. Δεν τον παρεξήγησαν, γιατί την οικογένεια Γκρούζα τη γνώριζαν πολύ καλά. Ο Αποστολάκης, μάλιστα, ήταν ο καλύτερος απ’ την οικογένεια.

- Ο μπαμπάς Αποστολάκη, του λέει ο Στάθης, θα ΄ρθει;

- Θάρθει.

- Πήγε για εφημερίδα;

- Τσου.

- Για τσιγάρα;

- Τσου.

- Θα’ ρθει να σε πάρει έπειτα; Η σειρά του Λεωνίδα να ρωτήσει.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του ο Γκρούζας ο νεότερος.

Επικρατεί σιωπή για λίγο.

- Τι τάξη πας είπαμε Αποστολάκη; επανήλθε ο Λεωνίδας.

- Δεν είπαμε, τον κόβει ο πιτσιρικάς.

Νέα σιωπή. Μετά από λίγο ο μικρός λέει.

- Πρώτη.

Κοιτάζονται μεταξύ τους ο Θεόφιλος και η παρέα του.

- Τι Πρώτη; Τον ρωτά ο Θεόφιλος.

- Πρώτη γυμνασίου πάω. Καλά με την ηλικία που έχω πού ήθελες να πάω;

- Α!

Ο Λεωνίδας κλείνει το μάτι του στους άλλους. (Βέβαια, ο πιτσιρίκος ήταν σωστός στη παρατήρηση, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο)

- Δεν μου λες Αποστολάκη.

- Τι;

- Είσαι καλός μαθητής έτσι;

- Κααλοός! Απάντησε με ίσαμε δυό βαγόνια βαριεστιμάρα ο Αποστολάκης.

- Πόσο, καλός δηλαδή; Του 19, του 18 να πούμε;

- Σιγά μην είμαι του 28 και του 29.

- Του πόσο δηλαδή είσαι Αποστολάκη;

- Δέκα και με το ζόρι, για να μη μένω στην ίδια τάξη.

Χαμόγελο στη παρέα όλο νόημα. Όλοι τους ξέραν τι έλεγε εκείνο το χαμόγελο : «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά πέφτει!»

- Καλά, του λέει ο Στάθης. Άμα μεγαλώσεις τι θες να σπουδάσεις αγόρι μου;

- Να κάνω τι; Ρώτησε όλο έκπληξη ο πιτσιρικάς.

- Να σπουδάσεις. Να μάθεις γράμματα, να γίνεις επιστήμονας, ή ένας τεχνίτης.

Ο Αποστολάκης δεν απάντησε. Μονάχα έσκασε ένα χαμόγελο που οι άκρες του στόματός του κόντεψαν να συναντήσουν τ’ αυτιά του. Σιωπή ενός - δυο λεπτών. Οπότε αιφνιδίως ο Αποστολάκης απαντά με καθυστέρηση στην ερώτηση.

- Άκου να σπουδάσω!

Η παρέα του Θεόφιλου κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

- Γιατί; του λέει ο Λεωνίδας. Κακό είναι;

- Χαμένος χρόνος! απαντά ο Γκρούζας ο νεότερος.

Τον πιτσιρικά τον ήξεραν, αλλά δεν έτυχε ποτέ μέχρι τώρα να συζητήσουν μαζί του. Έμειναν σύξυλοι. Κοιτάχτηκαν με απορία μεταξύ τους.

- Γιατί αγοράκι μου είναι χαμένος χρόνος; ρωτάει ο Θεόφιλος

- Γιατί έτσι μου λέει ο μπαμπάς μου. Βέβαια η μαμά μου, λέει ότι πρέπει να σπουδάσω, αλλά ο μπαμπάς μου της λέει να κάθεται ήσυχα, γιατί αυτή δε ξέρει. Και τη λέει, ότι και πτυχία μπορεί αργότερα να μου αγοράσει, για να της φύγει η κάψα.

- Έτσι σου λέει Αποστολάκη μου ο μπαμπάς σου;

- Ναι. Να τελειώσω ίσα - ίσα το Λύκειο, κι έπειτα θα με διορίσει εκεί που δουλεύει κι αυτός. Έπειτα, όλοι σήμερα το τελειώνουν το Λύκειο. Ο μπαμπάς μου, μου λέει να μην ανησυχώ, γιατί λεφτά έχει και όποιος έχει λεφτά, το Λύκειο το τελειώνει.

Η παρέα άρχισε να κοιτάζεται μεταξύ της με απορία που όλο και μεγάλωνε.

Μετά από μικρή σιωπή, ο μικρός Αποστολάκης ανοίχτηκε μόνος του.

- Στην αρχή όταν μεγαλώσω κι αρχίσω να δουλεύω θα παίρνω 800 ευρώ το μήνα, αλλά σε δυο χρόνια, όταν θα είμαι 22 χρονών, θα με δώσει προαγωγή ο μπαμπάς και θα κονομάω ίσα με 1500 ευρώ και έπειτα από άλλα 4-5 χρόνια θα με κάνει τομεάρχη και θα κονομάω 3000 ευρώ…

- Τι θα σε κάνει, ρώτησε ο Λεωνίδας που κόντευε να πέσει απ’ τη καρέκλα του κι όλο η παρέα κοιταζόταν μεταξύ τους αποσβολωμένοι.

- Τομεάρχη.

- Τι είναι αυτό Αποστολάκη;

- Μια θέση εκεί που δουλεύει ο μπαμπάς κι όποιος την έχει κονομάει 3000 ευρώ το μήνα.

- Τέτοια θέση έχει μπαμπάς σου εκεί στη δουλειά του;

- Καλέ όχι! Ο μπαμπάς μου εκεί έχει πολύ μεγαλύτερη θέση!

- Καλά! Κα πώς θα σε κάνει τομεάρχη;

- Όπως έκανε τον μεγάλο μου ξάδελφο τον Βασίλη.

- Κι έπειτα θα με κάνει στα 30 μου αναπληρωτή διευθυντή…

- Τι είναι αυτό, ρωτάει ο Λεωνίδας που τα μάτια του όλο και γούρλωναν περισσότερο…

- Άλλη θέση πιο μεγάλη. Εκεί, θα κονομάω 4500 ευρώ το μήνα. Όπως έκανε τον άλλο μου ξάδελφο τον Θανάση. Και θάχω, μου λέει ο μπαμπάς μου και πιστωτική κάρτα που θα μου τη πληρώνει η εταιρεία.

- Καλά, κι εκεί τι δουλειά θα κάνεις;

- Τίποτα.

- Πώς τίποτα δηλαδή;

- Θα δουλεύουν άλλοι για μένα. Που θάχουν τελειώσει και πανεπιστήμια. Ο μπαμπάς μου έχει πολλούς τέτοιους βοηθούς.

- Κι’ αυτό ο μπαμπάς στο είπε;

- Ναι. Κι αυτός έτσι δουλεύει. Γιατί σπούδασε ο μπαμπάς μου;

Τον Βασίλη και τον Θανάση τον ξέρανε στη γειτονιά. Προδιαγραφών ακριβώς σαν αυτές που περιγράφει για τον εαυτό του και τον πατέρα του ο νεαρός Γκρούζας. Έβγαλαν το Λύκειο με τις κλωτσιές, τακτικοί θαμώνες του μπιλιάρδου «Η Χρυσή Στέκα», ελαφρώς ως πολύ αληταρίες, κυνήγι του ποδόγυρου απ’ το πρωί ως το βράδυ, γήπεδο τη Κυριακή, και στο σπίτι τους τα μόνα βιβλία που είχαν ,πει ήταν τα σχολικά, που κι αυτά τα ‘καιγαν μετά τη λήξη της κάθε χρονιάς. Αυτά ήταν τα οράματά τους. Ο Θεόφιλος κοίταγε τον Λεωνίδα, ο Λεωνίδας τον Θεόφιλο και οι δυό τον Στάθη που κόντευαν να τους βγουν τα μάτια έτσι που είχαν γουρλώσει με όσα άκουγαν. Ξέραν πάνω-κάτω, μα τούτος ο πιτσιρικάς, τους αποκάλυψε και τα ενδιάμεσα απ’ τις μέσες και τις άκρες.

- Σοβαρά Αποστολάκη; Ρωτάει ο Θεόφιλος.

- Αμ τι ψέματα;

- Καλά, το «τα αγαθά κόποις κτώνται», το άκουσες ποτέ σου; Τον ρώτησε ο Λεωνίδας.

- Τι είναι αυτό; Πώς τόπες;… «κόποις κτώνται»; Τι σημαίνει αυτό;

Καινούρια ανταλλαγή βλεμμάτων απορίας. Σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα.

- Μου λέει, συνέχισε ο Αποστολάκης ξαφνικά, απαντώντας στη προηγούμενη ερώτηση που δεν τη ξέχασε, βγάλε εσύ το Λύκειο, κι εγώ θα σε βάλω στη δουλειά που είμαι και θα σε κάνω διευθυντή και στα εικοσιπέντε σου θα οικονομάς 3000 ευρώ. Τόσα δεν βγάζει κανένα κοροΐδο στη γειτονιά. Γι’ αυτό κι εμείς έχουμε λεφτά.

- Γιατί;

- Γιατί δεν είμαστε κορόιδα. Ο μπαμπάς μου πάντα λέει : c’ est la vie.

- Τι λέει; Ρώτησε ο Θεόφιλος μ’ έκπληξη.

- C’ est la vie, ξαναλέει ο πιτσιρίκος.

- Και τι σημαίνει αυτό αγόρι μου;

- Ότι στη ζωή πετυχαίνουν οι ικανοί. Έτσι μου λέει ο μπαμπάς μου.

Ξανά ένα αμήχανο βλέμμα ανάμεσα στη παρέα, που έβλεπε πόσο στραβά είχαν καταλάβει τη ζωή τους. «C’ est la vie» δίδασκε ο «γαλλομαθής» κ. Γκρούζας στα παιδιά του, ο Γκρούζας, που ίσαμε σήμερα, δεν μπόρεσε ακόμα να μάθει τα ελληνικά. Ποτέ του δεν διάβασε ένα βιβλίο, εξόν απ’ την αθλητική του εφημερίδα, που καθημερινά τη ξεκοκάλιζε –απ’ τα παιδικά του χρόνια, αυτό ήταν το μοναδικό έντυπο που έχει διαβάσει ποτέ του.

Τη στιγμή εκείνη φτάνει και ο πατήρ Γκρούζας, με μια σακούλα του χασάπη.

- Τόλη πάρ’ τη και κατευθείαν στη μαμά για να κάνει το φαγητό.

Ο νεαρός Γκρούζας, ένας υπό εκκόλαψη μελλοντικός ρυθμιστής των τυχών μας, μιας και πρόκειται να στελεχώσει το κράτος πολύ σύντομα, άρπαξε το κρεατικό κι εξαφανίστηκε τρέχοντας. Ούτε να χαιρετήσει, ούτε τίποτα. Ο πατήρ Γκρούζας έκατσε στη καρέκλα που κάθονταν ο γιος του.

- Σώτο, καφέ. Παράγγειλε.

Ρίχνει μια ματιά στο καφενείο να κόψει κίνηση. Ακόμα δεν είχε αρκετή.

- Λοιπόν; Ρωτάει απευθυνόμενος στη παρέα του Θεόφιλου.

- Λοιπόν τι; Λέει ο Θεόφιλος.

- Τα λέγατε με τον Αποστολάκη;

- Ναι.

- Πώς σας φάνηκε;

Δεν περίμενε απάντηση ο Γκρούζας και συμπλήρωσε αμέσως.

- Τα έχω δασκαλέψει καλά εγώ τα παιδιά μου για το νόημα της ζωής. Όχι που θ’ αφήσω το παιδί μου να μου το αποβλακώσουν. (Ποιοι;) C’ est la vie κύριοι, c’ est la vie κύριοι, κι οποιουνού του αρέσει! Δεν βλέπετε εμένα; Σαν εμένα θα τον κάνω. Και στρίβοντας τα χέρια του όλο ικανοποίηση είπε όλο θαυμασμό για τον εαυτό του. Γκρούζας ρε! Γκρούζας! Να την άλλη βδομάδα παραγγέλνω και μια πόρσε. Ποιος ρε έχει πόρσε εδώ;

Ο Θεόφιλος, ο Λεωνίδας και ο Στάθης κοιτάχτηκαν γι’ ακόμα μια φορά μεταξύ τους. Χαμογελούσαν αμήχανα. Βλέπεις ήξεραν τις διασυνδέσεις του με πολιτικά πρόσωπα, και δεν ήθελαν να τα χαλάσουν μαζί του. Όμως και να κάτσουν παρέα μαζί του δεν ήθελαν. Δεν ήταν μόνο «διαπλεκόμενος», αυτό πάει στο κόρακα, μπορούσαν και να το καταλάβουν. Ήταν όμως και θρασίμι! Πήγαινε στο καφενείο, όποτε πήγαινε, αραιά και που είν’ αλήθεια, περισσότερο για να θυμίζει σε πολλούς εκεί μέσα που ήταν γνωστοί του απ’ τα σχολικά θρανία, την «επιτυχία» του στη ζωή, σ’ όλους εκείνους που τον έκαναν πάρα «τότε», σαν κάτι που δεν άξιζε κανείς ν’ ασχολείται μαζί του! Έβραζαν μέσα τους ο Θεόφιλος και οι λοιποί, είχαν μπερδευτεί και δεν ήξεραν τι να πρωτοβρίσουν -μέσα τους δηλαδή. Το γκουνέϊκο ή εκείνους που δημιουργούν τους Γκούνες. Τη λύση την έδωσε ο Λεωνίδας. Ήξερε ότι ο Γκρούζας δεν έπαιζε πρέφα.

- Πάμε για ένα ψιλό; Ρωτάει τον Θεόφιλο και τον Στάθη.

Οι δυό τους είτε κατάλαβαν είτε όχι γιατί ο Λεωνίδας τους πρότεινε να πάνε για παιχνίδι, επειδή κι αυτοί έψαχναν να βρουν τρόπο να απομακρυνθούν απ’ αυτή τη λέρα, απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα.

- Ναι ρε πάμε.

Και ο Γκρούζας έμεινε εκεί μόνος. Όσοι μπαίνανε, μιας και τον γνωρίζανε, του λέγανε μια βιαστική καλημέρα, και γρήγορα έπιαναν κανένα τραπέζι όσο πιο μακριά του μπορούσαν. Έως ότου ήρθαν και δυο - τρεις γείτονες που πολύ θαύμαζαν την καριέρα του Γκρούζα, και καθότι ομοϊδεάτες του σε ό,τι αφορά τον τρόπο που