Η κοινωνία της υπερβολής…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

(Ψάχνω συνεχώς, να βρω νέα προβλήματα, νέα θέματα για να καταπιαστώ. Κι όσο τα ψάχνω, τόσο βλέπω ότι μιλάμε συνεχώς για τα ίδια και τα ίδια, χρόνια και χρόνια. Δείγμα, του πόσο «προοδεύσαμε»… Παλιές σκέψεις, παλιά κείμενα, που θα περίμενα να έχουν μουσειακή αξία, οι εξελίξεις κανονίζουν να τα καθιστούν σχετικά επίκαιρα. Δείγμα –κι αυτό- του πόσο τα παλιά προβλήματα στρογγυλοκάθισαν κι αρνούνται να ξεβολευτούν… Πράγμα, τόσο άβολο για την υπόθεση της προόδου και της ανάπτυξης, πράγμα τόσο βολικό για όσους θέλουν να τα επισημαίνουν, αφού τους «εξοικονομεί» χρόνο και «φαιή ουσία» που έλεγε κι ο Νίκος Τσούκας στο «στραβόξυλο» του Ψαθά… Έτσι, λοιπόν, ας μου επιτραπεί τούτη τη φορά, η επικαιροποίηση κάποιων σκέψεών μου, γραμμένων πριν 11 χρόνια και δημοσιευμένων στην εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, στις 25/4/1998. Ισχυριζόμουν τότε, τα παρακάτω…)

Πόσο απέχει από την πραγματικότητα ότι ζούμε σ’ ένα καθεστώς υπερβολών και συμπεριφερόμαστε καθ’ υπερβολήν του μέτρου, ότι σχοινοβατούμε στις άκρες επιλογών και συμπεριφορών; Το ερώτημα μπορεί να τεθεί σε επίπεδο ατομικό, συλλογικό, εθνικό και υπερεθνικό. Όμως, ας περιορισθούμε κυρίως στα δύο πρώτα. Βέβαια η υπερβολή στα επισυμβαινόμενα στη χώρα μας δεν είναι ούτε παροδικό φαινόμενο, ούτε τρέχον. Ανήκει κι αυτή στη χορεία των ιστορικών μας «δεδομένων». Το περιορισμένο του χώρου επιβάλλει να εστιάσουμε την αναφορά μας στην αρνητική διάσταση της υπερβολής, διότι είναι εξίσου αληθές, ότι υπάρχει και η θετική της πλευρά. Π.χ., στη χορεία των θετικών υπερβολών μπορεί κανείς ν’ αναφερθεί σε στιγμές της ιστορίας μας, όπου μια «παράλογη υπερβολή» αποφασιστικότητας και θάρρους, δημιούργησε και διατήρησε την ύπαρξη αυτού του λαού και αυτού του κράτους. Περισσότερο όμως ενδιαφέρει ό,τι παράγει πρόβλημα, γι’ αυτό και η εστίαση στις αρνητικές εκδοχές της υπερβολής που ευθύνονται για ευρύτερες θεσμικές και άλλες ιστορικές στρεβλώσεις.

Η Ελλάδα, ήταν και είναι μια χώρα όπου η –κατά τα ανωτέρω αρνητική- υπερβολή ποτέ δεν έλειψε. Και ποτέ ......
δεν απέφυγε τις συνέπειές της. Ο κοινωνικός, πολιτικός και οικονομικός μας βίος δομήθηκε ιστορικά μέσα σε πλαίσια και τέτοιων υπερβολών. Η πρώτη ίσως υπερβολή ήταν με την «καλημέρα» της γένεσης του νεώτερου ελληνικού κράτους, όπου πολλοί εκ των πρωτεργατών της απελευθέρωσης σύρθηκαν στην αφάνεια ή και στις φυλακές από ορισμένους περίεργους φραγκοντυμένους άκαπνους καλαμαράδες της εποχής εκείνης. Μια υπερβολή που εστιάζεται όχι μόνο στην ακραία ενεργητική της μορφή, αλλά επίσης και στην ακραία παθητική της διάσταση. Όταν δεν αδρανοποιούμασταν καθ’ υπερβολήν, ενεργοποιούμασταν καθ’ υπερβολήν. Μάλιστα δε, η καθ’ υπερβολήν αδρανοποίηση ήταν πιο «ενεργητική» από την καθ’ υπερβολήν ενεργητική που εν τούτοις είχε έντονα τα χαρακτηριστικά της ουσιαστικής παθητικότητας. «Ενέργεια» λεκτική, «ενέργεια» σε ασκήσεις επί χάρτου και σε ατέλειωτες μελέτες των ατέλειωτων προβλημάτων μας, που όμως από πίσω κρύβονταν μια παθητικότητα της βούλησης και της θέλησης. Δεν αποτελούν σχήμα λόγου τα ανωτέρω. Καθ’ υπερβολήν εθιστήκαμε να ισορροπούμε στις άκρες επιλογών, άλλοτε μαξιμαλιστικού και άλλοτε μινιμαλιστικού χαρακτήρα. Καθ’ υπερβολήν αναγάγαμε σε αποδεκτούς όρους συμπεριφοράς στάσεις που ταυτόχρονα αποδοκιμάζουμε. Μια περίεργη σούπα, όπου το επιδιωκόμενο και το αποδιοπομπαίο εγκαλούνται ταυτόχρονα στο πλαίσιο μιας παράταιρης ιερουργίας, αντιπαλεύουν το ένα το άλλο και ταυτόχρονα συνυπάρχουν. Ας συλλέξουμε μερικά τυχαία παραδείγματα από διάφορους τομείς, σχετικά διάφορους μεταξύ τους, πριν καταλήξουμε σε μια προσπάθεια λογικής ερμηνείας του φαινομένου.



Ο «ωχαδερφισμός» για παράδειγμα, μνημείο στάσης ζωής με όλα τα χαρακτηριστικά της υπερβολής. Ένα αυτοράπισμα και ένας αυτοευτελισμός. Ένας βιασμός των ατομικών και συλλογικών προοπτικών, με βιαστές άτομα μεμονωμένα αλλά και συλλογικές οντότητες –κοινωνικές, πολιτικές, κ.λπ. Η πιο ακραία μορφή παθητικής υπερβολής, όπου τα πάντα αμπαλάρονται σε μια συσκευασία με περιεχόμενο μια ενεργή αδιαφορία προς το κάθε τι. Μια στάση ζωής που δεν βιώνεται απλά, αλλά μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Με πρώτους λαμπαδηφόρους, ιστορικά, κάποιους ηγήτορες της πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας μας, οι οποίοι «κανόνισαν» να ενσπείρουν την αδιαφορία και την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε θετική προοπτική. Καθ’ υπερβολήν όμως οι «μαθητές» πλειοδότησαν…



Ο μύθος της «ψωροκώσταινας», μια καθ’ υπερβολήν προσπάθεια καθοδήγησης της συνολικής εθνικής αντίληψης προς μια φιλοσοφία και ιδεολογία του ουραγού, που οφείλει να αποδεχθεί το μοιραίο, αφού κάθε προσπάθεια είναι θεόθεν ανέλπιδη.



Ν’ αναφερθούμε άραγε στην επιδρομή των απαξιών σε κάθε έννοια αξίας; Μια περίπου γενικευμένη αίσθηση, που προεχόντως προβάλλεται από την πολιτική και την πνευματική ηγεσία σε κάθε περίσταση. Μια περίπου γενικευμένη καθ’ υπερβολήν αίσθηση, ομοίως πανταχόθεν προβαλλόμενη, ότι η αιδώς αποτελεί απαρχαιωμένη λέξη που κάποτε κάτι σήμαινε και που πάντως σήμερα δεν έχει τι να δηλώσει. Πόσο δίκαιες όμως από την άλλη, είναι οι επιρρίψεις ευθυνών προς όλους; Η γενίκευση ότι «όλοι είναι ίδιοι», αποτελεί μια άλλη επικίνδυνη υπερβολή. Να θυμίσουμε ότι αυτό το ξανατονίσαμε σε παλαιότερο άρθρο μας.



Ν’ αναφερθούμε άραγε στο φαινόμενο της καθ’ υπερβολήν προβολής των απαξιών από τα ΜΜΕ; Καθ’ υπερβολήν κατακλυζόμαστε από μια πλημμυρίδα αποβλακωτικών προγραμμάτων κι αυτό ίσως να ήταν το λιγότερο, αν ταυτόχρονα δεν είχαμε μια εισβολή προγραμμάτων μέσα στο σπίτι μας που ευθέως «διδάσκουν» σε προχωρημένο βαθμό την εγκληματική συμπεριφορά. Που διαφημίζουν ευθέως απαξίες.



Καθ’ υπερβολήν εκδηλώνονται οι ατομικές στάσεις και αντιδράσεις σε πολλές πτυχές του κοινωνικού γίγνεσθαι. Όμως, αυτή η υπερβολή συχνά δεν είναι παρά μια καθ’ υπερβολήν αντίδραση και αντίσταση σε καθ’ υπερβολήν επιχειρούμενες να επιβληθούν καταστάσεις. Αν καθ’ υπερβολή, κατά την αντίληψη ορισμένων, οι αγρότες κλείνουν τις εθνικές οδούς, αυτή η «υπερβολή» έρχεται να αντισταθμίσει υπερβολές της αυτής φοράς και της αυτής έντασης, εκείνων που θεωρούν ότι μπορούν στα χάρτη να σχεδιάζουν «έτσι απλά» μετοικίσεις πληθυσμών, αλλαγές επαγγελμάτων, χωρίς εναλλακτικές ουσιαστικές λύσεις, στο βωμό κάποιων λογιστικών και δημοσιονομικών επιταγών. Αν καθ’ υπερβολήν τρεχόντως φουντώνει η ξενοφοβία, αυτό γίνεται διότι η υπερβολή αυτή έρχεται να αντισταθμίσει μια καταφάνερη υπερβολή της αυτής φοράς και της αυτής έντασης που προέρχεται από την αδυναμία της συντεταγμένης πολιτείας να προστατεύσει αποτελεσματικά τη ζωή και την περιουσία των πολιτών της. Ο ρατσισμός είναι προϊόν της αναποτελεσματικότητας της συντεταγμένης αυτής πολιτείας. Αν καθ’ υπερβολήν θεωρείται από ορισμένους ότι οι εργαζόμενοι στην Ολυμπιακή αντιδρούν κόντρα στα συμφέροντα της εταιρίας, αυτό γίνεται διότι έρχονται να αντισταθμίσουν υπερβολές της αυτής φοράς και έντασης που ανάγονται σε όσους για πολλά χρόνια είχαν την ευθύνη για την πορεία της επιχείρησης, οι οποίοι όμως, καθ’ υπερβολήν κάθε λογικής, φαίνεται να μην έχουν καμία ευθύνη, ενώ αντίθετα φαίνεται η ευθύνη αυτή να χρεώνεται ακέραια στους εργαζόμενους, ως εάν η Ολυμπιακή διοικείτο από κάποιο τοπικό σοβιέτ, με τη συμμετοχή όλων των εργαζόμενων σ’ αυτή. Και για να μείνουμε λόγω επικαιρότητας λίγο σ’ αυτό το τελευταίο παράδειγμα, δεν μπορώ να μην επισημάνω τη λογική της υπερβολής της «συρρίκνωσης του κόστους», όταν σχεδόν τίποτα δεν ειπώθηκε για το αν τελικά υπάρχει ή όχι ολοκληρωμένο στρατηγικό και επιχειρησιακό σχέδιο και τι προβλέπει -υπάρχουν επιχειρηματικά και επιχειρησιακά ζητήματα να απαντηθούν σοβαρότερα του κόστους.



Καθ’ υπερβολήν τίθεται ο στόχος να πετύχουμε σε 18 μήνες ό,τι δεν πετύχαμε σε 18 ή 180 χρόνια -το αίτημα των «διαρθρωτικών» μεταβολών και της «ανάπτυξης» είναι υπεραιωνόβιο. Καθ’ υπερβολήν εκλαμβάνεται ως «φιλόδοξο», παν ό,τι σχεδιάζεται να επιτευχθεί ταχέως…Το βέβαιο είναι ότι θα μας ξαναπασχολήσει. Επ’ αυτού του τελευταίου, σχεδόν μπορώ να στοιχηματίσω. Όπως καθ’ υπερβολήν η υπόθεση της ανάπτυξης και των διαρθρωτικών αλλαγών ήταν υπόθεση κάποιων «νόμων». Το παράδειγμα των αναπτυξιακών μας νόμων τις τελευταίες δεκαετίες είναι χαρακτηριστικό. «Λειτουργούσαν» άριστα στα χαρτιά, όμως, τελικώς, οδήγησαν ευρύτατες «ευπαθείς» ακριτικές περιοχές στην περιφέρεια την οποία πρωτίστως υποτίθεται ότι ευνοούσαν στη χειρότερη υπανάπτυξη και αποβιομηχάνιση.



Καθ’ υπερβολήν προβάλλεται κάθε ιδιωτικοποίηση ως πανάκεια και κάθε τι το δημόσιο ως «κακό» και αναποτελεσματικό. Όπως καθ’ υπερβολήν προβάλλεται κάθε τι το ιδιωτικό ως «κακό» και κάθε τι το δημόσιο ως «καλό». Και τα δύο είναι απότοκα μιας «ιδεολογικής» καθαρότητας που υπάρχει μόνο στο επίπεδο του φαντασιακού. Σήμερα η αγωνία της Δεξιάς έναντι των σοσιαλιστών δεν είναι βεβαίως για το αν οι τελευταίοι εθνικοποιήσουν ή κρατικοποιήσουν, αλλά για το ότι θα πρέπει να πείσει πως μιας και οι σοσιαλιστές δεν ασκούν παρά μια κακότεχνη δεξιά πολιτική, είναι προτιμότερο η τελευταία ν’ αφεθεί σ’ εκείνους που τη γνωρίζουν καλύτερα και τουλάχιστον μπορούν να την ασκήσουν πιο αποτελεσματικά.



Και βεβαίως, καθ’ υπερβολήν τα κριτήρια των τεχνοκρατών κυριαρχούν σε επιλογές όπου θα έπρεπε να προέχει το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο, παράμετροι εξόχως αποκρουστικές για κάθε συνεπή τεχνοκράτη. Το μόνο εύκολο είναι να «πείσω» γιατί συμφέρει να καταργηθεί η κρατική αστυνομία και να αντικατασταθεί με εταιρίες «σεκιούριτι». Ακόμα-ακόμα ίσως να μπορούσα να «πείσω» γιατί ολόκληρο το υπουργείο Οικονομικών ίσως θα μπορούσε να καταργηθεί και να αναθέσει τη ταμιακή διαχείριση του κράτους σε ιδιωτικούς φορείς. Πόσο μας απωθούν σκέψεις σαν αυτές; Γιατί όμως να μας απωθούν, όταν η προοπτική για παράδειγμα της Ενωμένης Ευρώπης είναι ξεκάθαρα μια μεταπρατική προοπτική, ως έχει, μια προοπτική των τραπεζιτών και των μεγάλων επιχειρήσεων;