Καφενείο, «ο μεγάλος κοινωνιοπλαστικός παράγοντας»

Του πολιτικού αρθρογράφου-ιστορικού συγγραφέα Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη.

Θα άξιζε, χωρίς παρεξήγηση, αλλά για ιστορικούς, μόνο, λόγους, αναφερόμενος στο «Καφενείο», να παραθέσω ένα απόσπασμα, από μια συνέντευξη που έδωσε το 2003 στο περιοδικό «Νέα Εστία» ο γνωστός στοχαστής Τζώρτζ Στάϊνερ:
«Δεν μπορώ να φαναταστώ μια ώρα της ζωής μου δίχως τον πλούτο της Ευρώπης, δίχως τα καφενεία της, φερειπείν. Στο καφενείο μπορεί κανείς να διαβάσει, καθισμένος όλη μέρα, ή να παίξει σκάκι, να συναντήσει φίλους, πνευματικούς αντιπάλους. Υπάρχουν καφενεία από την ακτή του Ατλαντικού- μου έρχεται στο νού το πολύ ωραίο καφενείο του Πεσσόα στη Λισαβόνα-ώς την Αγία Πετρούπολη, την Οδυσσό, το Κίεβο (...) Αυτού του είδους τα καφενεία δεν υπάρχουν ούτε στις Ηνωμένς Πολιτείες, ούτε στην Αγγλία. Η συνέχιση ωστόσο του διαλόγου της ευτυχίας και της αγωνίας, της ειρωνείας και της εργασίας, είναι για μένα κεφαλαιώδους σημασίας και είναι κάτι που, ως εκ θαύματος, επέζησε των δυο Παγκοσμίων Πολέμων και του ολοκαυτώματος. Θα έπρεπε το δίχως άλλο μα συλλάβουμε μια μεταφυσική του καφενείου».
΄Ολ΄ αυτά, βέβαια, παρασάγγες απέχουν απ΄τα αντίστοιχα συμβαίνοντα απ΄τον 19ο αιώνα και έκτοτε,στα παρ΄ ήμιν καφενεία. Ωστόσο, θεωρώ οτι μικρό αλλά καταγωγικό περιστατικό, με την άδεια σας, δεν θα ήταν άσχετο να παρατεθεί εδώ:
Το ύπαιθρο,ως παλαιός τόπος συγκεντρώσεως των Ελλήνων πολιτών (των οποίων η συνάθροιση εκεί, ως δικαίωμα, ήταν αναγνωρισμένη και απ΄το άρθρο 10 του Συντάγματος του 1864), αντικαταστάθηκε, βαθμιαία, στις πόλεις, προ παντός αλλά και στα χωριά ακόμη, απ΄τον επίσης από παληά υφιστάμενο και ευρύτερα και από ενός σημείου και πέρα, ραγδαία διαδιδόμενο και αναπτυσσόμενο, γνωστό και τόσο ενδιαφέροντα, «μεγάλο κοινωνιοπλαστικό παράγοντα», (κατά πρωτοπόρο καθηγητή-κοινωνιολόγο, πριν απ΄ τον πόλεμο στο Πανεπιστήμιο Αθήνας και μεταπολεμικό πρωθυπουργό),δηλαδή το Ελληνικό καφενείο, όπου μπορούσαν να εκδηλώνουν ,έτσι ή αλλιώς, ανοικτά τις όποιες απόψεις τους πολιτικολογώντας, κατά κανόνα και προ παντός πληροφορούμενοι τα νέα της ημέρας οι πολίτες. Εκεί κατάφευγαν όσοι, παράλληλα με κάποια αναψυχή, επιθυμούσαν να πληροφορηθούν ή να σχολιάσουν τα γεγονότα, γενικά τις ειδήσεις, τοπικού ή γενικώτερου ενδιαφέροντος, λαμβάνοντας, συνήθως, το λόγο. Στο καφενείο θα συναντούσε κανείς, κατά τις περιστάσεις........
εμπόρους, δικηγόρους, δασκάλους, υπαλλήλους, στρατιωτικούς, πολιτευόμενους και βουλευτές, δημοσιογράφους και άλλους πολίτες. ΄Οποιος ήθελε να μάθει τη «κοινήν γνώμην (sic!) της όλης Ελλάδος», εκεί μέσα μπορούσε να πληροφορηθεί ακριβώς τα σχετικά. Στο καφενείο έσπευδαν αναγγέλλοντας,λ.χ., τα γεγονότα για οποιοδήποτε ζήτημα (ντόπιο ή ευρύτερο) οι πληροφορημένοι και εκεί γινόταν συζήτηση «δια την πρόοδον, τας περιπετείας και την λύσιν του ζητήματος, όπερ συνήθως ήτο η πτώσις ή η στερέωσις της κυβερνήσεως». Και μέσα εκεί σχολιάζονταν,γενικά, οι λόγοι όλων των ρητόρων, που είχαν μιλήσει στη Βουλή, γινόταν δεύτερη συζήτηση, επαινούνταν ή επικρίνονταν οι πολιτικοί κ.ο.κ, με βάση, συνήθως, την εφημεριδογραφική ενημέρωση, που παρείχε η επίκαιρη ανάγνωση του Τύπου, ο οποίος Τύπος, όμως, συχνά, έδινε και αφορμές για ζωηρές, ενίοτε δε και έντονες αντιπαραθέσεις, όπως την 3η Απριλίου 1871 στο καφενείο του Μαρκή Μουσουδάκη στην Κόρινθο, όπου η ανάγνωση μιας εφημερίδας της Αθήνας προκάλεσε αγανάκτηση και σε ορισμένους απ΄αυτούς, που σύχναζαν εκεί, εμπρηστική, κυριολεκτικά, οργή. Τι ακριβώς συνέβη;
Η εφημερίδα της Αθήνας «Εθνικόν Πνεύμα», χαρακτηριζόμενη «επίσημον όργανον της αποκεντρώσεως» (και με τον χαρακτηρισμό αυτόν νοούσαν τον πρωθυπουργό, τότε, Αλέξ. Κουμουνδούρο, γιατί αυτός φρονούσε την πραγματική κρατική αποκέντρωση) έγραφε στο τελευταίο της φύλλο, ανάμεσα σ΄ άλλα, οτι «αι εκβολλάδες του Λαυρίου ανήκουν κάπως εις τον κ. Ι.Σερπιέρην». Η απροκάλυπτη αυτή θέση της εφημερίδας ενόχλησε, φαίνεται,την ευαισθησία ορισμένων θαμώνων του καφενείου, οι οποίοι «κηδόμενοι» του εθνικού πλούτου, όπως το μετάλλευμα και γενικά το υπέδαφος της χώρας, μη προστατευόμενου επαρκώς απ΄την κυβέρνηση, «απειλουμένου δ΄αντιθέτως υπό των αρπακτικών βλέψεων επιχειρηματιών, ως ο Ι.Σερπιέρης», έξω απ΄το καφενείο του Μ.Μουσουδάκη και μπροστά σε πολύ κόσμο, που είχε φτάσει απ΄ την επαρχία στην πόλη λόγω του Σαββάτου, αθρόοι, καταρώμενοι,αναθεματώντας και κραυγάζοντας:Να καεί !, (γιατί η εφημερίδα αυτή «προδίδει τα εθνικά συμφέροντα και ως εκ τούτου το μεγαλείον της πατρίδος»),προέβησαν στο κάψιμό της...(Απ΄τόν Γ΄τόμο της τετράτομης ιστορίας μου «Η Κορινθία τον 19ο αιώνα-1863-1872»,έκδ. 2001,σελ.48 επ.).Του πολιτικού αρθρογράφου-ιστορικού συγγραφέα Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη