Η Νέα Κοινωνία : Και το όνομα αυτής…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Τις προάλλες, καθώς πήγαινα στη δουλειά μου, περνώντας (πρωί-πρωί) έξω απ’ το καφενείο του Σώτου, το «Καφέ Σαντάν», άκουσα το χτύπημα στη τζαμαρία. Ήταν ο Σώτος. Μ’ έκανε νόημα με το χέρι να μπω μέσα. Το πρωί εκείνο, έβρεχε. Θεό με Θεό. Ήταν απ’ τις καλοκαιρινές μπόρες. Μπήκα.

- Καλημέρα, λέω…

- Μέρα… ακούστηκε βαριεστημένα, μαχμουρλίδικα απ’ όλους.

- Κάτσε να σου κεράσω ένα καφεδάκι μούπε ο Σώτος.

Είχα κάμποση ώρα μπροστά μου. Ο σταθμός του Μετρό, ήταν άλλωστε κοντά. Δε θάκανα πάνω από ένα τέταρτο για τη δουλειά μου, κι είχα ήδη μπροστά μου μια ολόκληρη ώρα. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο λίγο κοιμάμαι, τόσο πιο νωρίς ξυπνάω. Κάποτε κορόιδευα όσους ήταν στη δική μου ηλικία. Που ξύπναγαν νωρίς : «Πώς αντέχουν και θυσιάζουν τις καλύτερες ώρες του ύπνου;» αναρωτιόμουν. Δεν ήξερα. Τώρα ξέρω. Μέσα στο καφενείο, λίγοι οι θαμώνες ακόμα, καθότι πολύ πρωί. Αγουροξυπνημένοι και βαριεστημένοι, πίνουν το καφεδάκι τους προσπαθώντας να ζωηρέψουν τον οργανισμό τους, που φαίνεται να λαχταρά ακόμα το κρεβάτι.

- Έλα πιες να ξενυστάξεις, λέει ο Σώτος και μ΄ αφήνει το καφέ στο ........
τραπέζι μαζί μ’ ένα ποτήρι νερό. Έρχομαι κι εγώ, να τακτοποιήσω λιγάκι πρώτα, είπε.

Μέχρι που έφυγα, δεν ήρθε. Συνέχεια τακτοποιούσε το μαγαζί. Ήταν εκεί κι ο Θεόφιλος. Είχε πιάσει τζαμαρία. Κοίταζε τη βροχή έξω, κοίταγε τους άλλους δυο στο καφενείο. Ήταν όλοι κι όλοι, εξόν από μένα και τον Θεόφιλο, ο Λεωνίδας κι ο Μήτσος. Εμένα δε γύριζε να με κοιτάξει γιατί είχα κάτσει πίσω του και πλάγια κι έπρεπε να κάνει ολόκληρη στροφή το σώμα του για να με δει. Έτσι όμως που καθόμουν, εγώ, μπορούσα και τους έβλεπα όλους μια χαρά. Όλοι μας δίναμε τιτάνια μάχη να διώξουμε τις οπισθοφυλακές του ύπνου. Ο Θεόφιλος, κοίταγε το καφέ του, σα νάβλεπε κάτι που δεν ξανάδε στη ζωή του. Έπειτα σήκωνε το φλιτζάνι αργά-αργά, έπινε λίγο, και στη συνέχεια το ίδιο αργά το ξανάφηνε στο τραπέζι. Ταυτόχρονα τραβούσε τζούρες απ’ το τσιγάρο. Ολόκληρη ιεροτελεστία. Σε λίγο, πάλι ξανάρχιζε το ίδιο δρομολόγιο.

Ο Λεωνίδας σηκώνεται, παίρνει το καφεδάκι και το νερό του ανά χείρας και πάει και κάθεται στο τραπέζι του Θεόφιλου.

- Κάτσε του λέει ο Θεόφιλος.

Το «κάτσε» δεν χρειάζονταν, διότι ο Λεωνίδας είχε ήδη κάτσει. Καθόταν κι οι δυο κοιτάζοντας μια έξω, μια μέσα, ρουφώντας το καφεδάκι τους σιγά- σιγά.

Αίφνης, το βλέμμα, δηλαδή ποιο βλέμμα, όλη η μούρη του Θεόφιλου, φωτίστηκε. Το αντιλήφθηκε ο Λέων.

- Θυμήθηκες τίποτα καλό; Ρώτησε.

- Μπα! Έκανε ο Θεόφιλος.

Σιωπή. Και ξαφνικά, ο Θεόφιλος πάλι παθαίνει εκείνη την εκλαμψία στο πρόσωπό του, κι αμολάει την ετικέτα.

- Πουτανερί, λαμογιερί, λέει.

- Μπαρδόν; Λέει ο Λεωνίδας ανοίγοντας τα μάτια του σα τις μπουκαπόρτες των μεταγωγικών.

- Πουτανερί, λαμογιερί, επανέλαβε ο Θεόφιλος.

- Τι είναι τούτο; ρωτάει όλο έκπληξη ο Λεωνίδας, με τα μάτια του νάναι ακόμα γουρλωμένα.

- Το όνομα της Νέας Κοινωνίας μας φίλε μου.

Ο Λεωνίδας κοιτάει το ρολόι του.

- Καλά, σε καταλαβαίνω. Το πνεύμα δε ξυπνά την ίδια ώρα με το σώμα. Είναι ακόμα πολύ νωρίς.

- Κοροϊδεύεις Λεωνίδα, μα εγώ μιλάω σοβαρά. Έχω τώρα πολύ καιρό που με απασχολεί τι όνομα θα μπορούσε να δώσει κανείς στη κοινωνία μας. Τι όνομα που να της ταιριάζει, που να φωνάζει τούτο τ’ όνομα αυτό που είναι, κι όχι κάτι άλλο, που δεν είναι.

- Και βρήκες αυτό;

- Ναι, γιατί δεν είναι το όνομα που περιγράφει μια κοινωνία που είναι, κι όχι μια κοινωνία που δεν είναι;

- Αμάν ρε Θεόφιλε. Πολύ χοντρά τας λες. Θα παρεξηγηθείς στο λέω. Πρόσεχε! Καλά ρε συ πως σούρθε να πούμε η φλασιά αυτή; Φάντασμα είδες;

Ο Θεόφιλος κούνησε το κεφάλι του.

- Καλά, λέει, δεν είδες λίγο πριν ποιος πέρασε απ’ έξω;

Ο Λεωνίδας γυρνά το κεφάλι του πέρα-δώθε κι ανιχνεύει το δρόμο έξω.

- Όχι, δε βλέπω τίποτα.

- Δε λέω τώρα. Πριν. «Πέρασε» είπα, όχι «περνά».

- Καλά ρε Θεόφιλε, μπαρδόν. Ποιος;

- Αυτή η λέρα ντε!

- Ποια λέρα;

- Ο Γκρούζας.

- Αυτή η λέρα;

- Αυτή.

-Αυτός σ’ ενέπνευσε;

- Αυτός! Ναι αυτός!

- Τώρα μάλιστα, σε δικαιολογώ. Αυτός πράγματι είναι πηγή έμπνευσης λέει ο Λεωνίδας και γέλασε, βήχοντας ταυτόχρονα (άτιμο τσιγάρο!)

Ακούγοντας το όνομα του Γκρούζα, χαμογέλασα κι εγώ. Τον ξέρω.

- Μόλις τον είδα, συνέχισε ο Θεόφιλος, είπα μέσα μου. «Ρε συ δεν είναι κοινωνία αυτή. Αυτό είναι πουτανερί, λαμογιερί». Δεν ξέρω πώς, μα βλέποντας τον Γκρούζα, μούρθαν αυτές οι λέξεις στο νου.

Ο Γκρούζας, ήταν σαν να λέμε κάτι σα μίασμα. Δηλαδή, όχι «σαν» : μίασμα, καθαρό μίασμα εκατό καρατιών. Τον ήξερε όλη η γειτονιά, πες όλη η συνοικία. Μπροστά του δεν τόλμαγε κανείς όμως να του δείξει τα συναισθήματά του. Όχι μόνο αυτό, μα και τεμενάδες του κάνουνε, καθότι έχει «πολύ υψηλές πολιτικές, δηλαδή κομματικές, γνωριμίες», και δε συμφέρει να τάχεις μαζί του. Ο Γκρούζας είναι ένας αναγνωρισμένης ανικανότητας και τεμπελιάς ανθρωπάριο, πλην όμως με κάτι διασυνδέσεις με διάφορους πολιτικούς, από δω ίσαμε τη Κόρινθο αν το ξετυλίξεις το κουβάρι της διαπλοκής. Και μ’ αυτά τα «προσόντα», σου οικονομάει αδερφέ μου ένα εξαχίλιαρο ευρώ «καθαρά» το μήνα μισθό μαζί με κάτι άλλες αμοιβές σε κάτι επιτροπές στη δημόσια επιχείρηση που είναι, όπου έχει προαχθεί και σε διευθυντή, και έχει αγοράσει ίσαμε τώρα και τρία διαμερίσματα, το ένα εξοχικό, χωρίς κανένας να γνωρίζει το πόθεν έσχες του. Και κυκλοφορεί και με δυο αμάξια, μια Μερτσέντες κομπρέσσορ κι ένα τζιπ υπερπολυτελείας. Ο Γκρούζας έχει και δυο αγόρια. Όταν τα ρωτάς τι θέλουν να γίνουν σα μεγαλώσουν, σου λένε «να τα κονομάω» -στο σπίτι του Γκρούζα το λεξιλόγιο είναι λιτό και «ουσιαστικό».

- Και που κολλάει αυτός με το πουτανερί και λαμογιερί, και τέλος πάντων βρε αδερφέ, τι είναι τούτο το πουτανερί και λαμογιερί;

- Κοίτα να δεις.

Κοιτάει ο Λεωνίδας να δει. Ήδη το χουζούρι φαίνεται να υποχώρησε μπρος στο θέμα που του άνοιξε ο Θεόφιλος.

- Η κοινωνία μας! του λέει ο Θεόφιλος.

- Καλά αυτό μου τόπες. Όμως, ακόμα δε καταλαβαίνω.

- Είναι η κοινωνία των λαμόγιων και των πορνών. Και των αρσενικών, και των θηλυκών. Πρόσεξε, δε λέω εκείνες τις πόρνες τις δηλωμένες, που προσφέρουν αν θες και κοινωνική υπηρεσία, και πληρώνουν την εφορία.

- Αλλά;

- Λέω τις άλλες και τους άλλους τους «πολυτελείας».

Ο Λεωνίδας τον κοιτάει προσπαθώντας να καταλάβει το βαθύτερο νόημα, που ακόμα δεν αποκαλύφθηκε.

- Κατάλαβες; Ρωτά ο Θεόφιλος.

- Πού θα πάει; Θα καταλάβω, απαντά ο Λεωνίδας, (γυρίζει ελαφρά προς το μέρος μου, και μου κλείνει το μάτι χαμογελώντας), αλλά αυτό το πουτανερί και λαμογιερί τι είναι μωρέ αδερφέ μου;

- Είναι η κοινωνία μας Λεωνίδα! έκανε ο Θεόφιλος όλο καμάρι σα να ανακάλυψε την Αμερική, και τραβά μια ρουφηξιά τσιγάρο, που δεν βγήκε μήτε δείγμα καπνού απ’ τα πνεμόνια του.

- Ε, και δεν το ξέραμε αυτό;

- Όχι!

- Πώς όχι ρε; Που ζούμε δηλαδή εμείς; Στον Άρη;

- Όχι σου λέω. Νομίζεις δα πώς όλοι ξέρουν πού ζούνε; Νομίζουμε ότι ξέρουμε αλλά ψάχνουμε λάθος πράγματα σε λάθος μέρος.

- Δηλαδή;

- Τι δηλαδή; Ψάχνουμε να βρούμε και να πολεμήσουμε τον εχθρό στο καπιταλισμό, το σοσιαλισμό, στην αριστερά, στη δεξιά.

- Και πού πρέπει δηλαδή να ψάξουμε; Εκεί δεν πρέπει να ψάξουμε;

- Κι εκεί, δε λέω! Μα περισσότερο όμως πρέπει να ψάξουμε αλλού.

- Πού δηλαδή;

- Στους Γκούνες Λεωνίδα!

- Στους Γκούνες;

- Ναι! Σ΄ όλους αυτούς του Γκούνες, σ’ όλα αυτά τα ανθρωπάρια που μας κυβερνάνε. Αυτοί κυβερνάνε και με τους γαλάζιους, και με τους πράσινους, και με τους κόκκινους, με όλους. Αυτοί μας κυβερνάνε να το ξέρεις, επανέλαβε ο Θεόφιλος. Αυτοί που κάνανε τη κοινωνία μας λαμογιερί και πουτανερί.

- Πουτανερί, λαμογιερί;

- Ναι, όπως λέμε πατισιερί κονφισερί. Αυτή είναι η κοινωνία μας.

Σιωπή. Ο Λεωνίδας προσπαθούσε να συλλέξει τα νοήματα αυτής της ξαφνικής καταιγίδας ιδεών του Θεόφιλου, ο δε Θεόφιλος να κάνει πιο κατανοητό το κοινωνιολογικό του θεώρημα με κανένα παράδειγμα.

- Στη δουλειά μου, τις προάλλες, ξέρεις.

- Ε, τι; Ρωτά ο Λεωνίδας. Πού θες να ξέρω…

- Εκεί στο φωτοτυπικό, καθώς έβγαζα κάτι φωτοτυπίες που μου έστειλαν, να σου και η Ελένη.

- Ποια είναι αυτή;

- Συνάδελφος. Άσε, δε τη ξέρεις.

- Μάλιστα!

- Λοιπόν, όπως περίμενε να τελειώσω για να πιάσει αυτή σειρά, μου λέει, έτσι στο τελείως ξεκούδουνο. «Θεόφιλε, ξέρεις τι κατάλαβα; Ότι στη καριέρα το μεγαλύτερο προσόν είναι το κρεβάτι».

- Έτσι στο εντελώς ξεκούδουνο στο ‘πε;

- Πιο εντελώς δεν γίνονταν.

- Ρε μπας και στην έπεσε;

- Όχι ρε! Άλλωστε τι να βρει σε μένα. Όμως, έχει την εξήγησή του το πράγμα. Έτσι κι εγώ εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα, σαν και σένα τώρα, όμως το κατάλαβα λίγο μετά.

- Δηλαδή;

- Να, μόλις είχαν βγει οι νέες προαγωγές και η Ελένη ήταν εκτός ταμπλό, και ήταν εντός κάτι άλλες, γνωστές και με διάφορα ξέρεις παρατσούκλια.

- Όπως;

- Όπως η τσιμπουκλού, και άλλα τέτοια.

- Μπα;

- Ναι… Κατάλαβες τώρα γιατί έγινε παπόρι η Ελένη;

- Δεν μου λες; Σα γυναίκα δηλαδή η Ελένη καλή;

- Καλή, καλή! Έκανε με θαυμασμό ο Θεόφιλος.

- Αλλά, απρόσιτη ως φαίνεται, δηλαδή, όπως συμπεραίνω απ’ ό,τι μου λες.

- Ναι.

- Κατάλαβα.

- Κατάλαβες τότε τι εννοώ με τη κοινωνία των λαμογιερί και των πουτανερί;

- Τόπιασα. Βεβαίωσε ο Λεωνίδας.

Σιωπή πάλι. Κι οι δυο τους, πίνοντας αργά το καφεδάκι τους, κοιτάνε τη βροχή που πια ξεθύμανε και πέφτει σιγανά στο δρόμο. ο Θεόφιλος σηκώνει το κεφάλι του και κοιτάει κατά τον ουρανό. Τον βλέπει ο Λεωνίδας, κοιτάει κι αυτός κατά κει.

- Βαρύς ο ουρανός, ε; Λέει ο Λεωνίδας.

- Βαρύς σαν τη κοινωνία των λαμογιερί και πουτανερί λέει ο Θεόφιλος. Κι αυτοί απλώνονται σα αφρικάνικο σύννεφο πάνω από τη πόλη και σου αμολάνε αδερφέ μου κάτι νεροποντές με κάτι τόνους χώμα ανακατεμένες, που θέλεις δέκα πλυντήρια νερό έπειτα να καθαρίσεις τη λάσπη που κάνουν στο μπαλκόνι σου.

Σιωπή πάλι.

- Ο δικός σου, δείχνει ο Λεωνίδας τον Γκρούζα που εκείνη τη στιγμή πέρναγε απ’ έξω επιστρέφοντας καθώς φαίνεται πάλι σπίτι του –ποιος ξέρει, ίσως κάτι ξέχασε.

Κούνησε το κεφάλι του ο Θεόφιλος κάνοντας και μια γκριμάτσα απαξίωσης.

- Παράτησέ τον! Αυτοί με τους όμοιούς τους κι εμείς με τους δικούς μας.

- Ορθόν! Απεφάνθη ο Λεωνίδας.

Και συνέχισαν να βλέπουν τη βροχούλα που έπεφτε σιγανή, νανουριστική.

- Ρε Σώτο! Έβαλε μια ξαφνική φωνή ο Μήτσος που είχε πιάσει λίγο πιο πέρα, στη τζαμαρία κι αυτός. Κοντεύουμε να κοιμηθούμε. Βάλε λίγο το εργαλείο να ξυπνήσουμε. Ξέρεις εσύ. Όχι τίποτα βαριά πρωί - πρωί. Κάτι να μας ξυπνήσει με το γάντι. (Απευθυνόμενος στο Λεωνίδα) Σωστά Λεωνίδα;

- Σωστά. Απάντησε ο Λεωνίδας.

Σηκώθηκε ο Σώτος που κι αυτός κόντευε να ξανακοιμηθεί, κι άρχισε το ψαχτήρι.

- Ας το αυτού! Φώναξε το Μήτσος. Πάει και με το ντεκόρ.

Στα ερτζιανά, η φωνή του Σερ Μπιθί.

βρέχει στην φτωχογειτονιά

βρέχει και στην καρδιά μου

Και συνέχισαν να χαζεύουν τη βροχή οι θαμώνες του καφενείου. Η πόρτα του καφενείου άνοιξε. Μπουκάρανε τέσσερις μαζί. Άρχισαν οι καλημέρες, κουβέντα περί του βροχερού καιρού, και το καφενείο αρχίζει να ζωηρεύει. Ένα απ’ τις καινούργιες «αφίξεις», ενημέρωσε την ομήγυρη ότι το πρωί έγινε σεισμός κάπου στη Δυτική Ελλάδα.

- Είπανε πού και τι μέγεθος ήταν; Ρωτάει ο Σώτος.

- Όχι δεν άκουσα, είπε ο άλλος

Η σεισμολογία θα είναι το επόμενο αντικείμενο συζήτησης καθώς φαίνεται… Κοιτάω το ρολόι. Ξεχάστηκα. Σηκώνομαι να φύγω.

- Σώτο, φωνάζω, και βγάζω απ’ το πορτοφόλι τα ψιλά για τον καφέ.

- Φύγε, γιατί θ’ αρπαχτούμε. Κέρασμα φωνάζει ο Σώτος από μέσα.

Τους χαιρέτισα κι έφυγα…