Η ψυχή της ελληνικής παράδοσης.....

Αγκαλιά με τον Καραγκιόζη, τον «πρωταγωνιστή» του, που έκαναν γνωστό το ελληνικό θέατρο σκιών σε όλον τον κόσμο। Υπολογίζεται ότι όλα αυτά τα χρόνια ο Σπαθάρης παρουσίασε έργα του σε τριάντα και πλέον χώρες
Ποιο ήταν αυτό το αόρατο νήμα που ένωσε ανθρώπους τόσο ξεχωριστούς αλλά και τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως ο Αγγελος Σικελιανός, η Σοφία Βέμπο, η Ραλλού Μάνου, η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Ψαραντώνης και ένα σωρό άλλοι; Ολοι τους αναζήτησαν σε κάποια φάση της καριέρας τους ένα αυθεντικό κομμάτι από τη λαϊκή μας παράδοση για να το μετασχηματίσουν μέσα από τη δική τους τέχνη σε δημιουργία. Σημείο αναφοράς τους ήταν μια σκιά, μια χάρτινη φιγούρα, ένα ταπεινό ζωγραφιστό χαρτονάκι. Ενας ταλαίπωρος ήρωας που τον έλεγαν Καραγκιόζη. Ακριβώς έτσι. Ταλαίπωρος κι όμως ήρωας -το ελληνικό θαύμα στη σκιώδη του εκδοχή. Το νήμα δεν ήταν, τελικά, τόσο αόρατο. Ολοι τους δανείστηκαν έμπνευση από μια οικεία σε όλους μας, σχεδόν όσο και του «παιδιού» του, φυσιογνωμία? εκείνη του Ευγένιου Σπαθάρη...........

Ο Ευγένειος Σπαθάρης επί το έργον. Δημιουργώντας τους ήρωές του στο εργαστήρι του.
Ο Σπαθάρης ήταν ίσως το τελευταίο οχυρό ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, που μετατρέπεται σιγά σιγά σε σκιά όπως οι χάρτινοι ήρωες του θεάτρου του. Ο ίδιος ταλαντεύτηκε αρκετά μέχρι να πάρει την απόφαση να υπηρετήσει μια παράδοση που ξεκινούσε από τον 19ο αιώνα, παράδοση εκτός των άλλων οικογενειακή, αφού ο πατέρας του Σωτήρης Σπαθάρης ήταν ένας από τους μεγάλους μάστορες του θεάτρου σκιών. Κι όμως, ο πατέρας του δεν επιθυμούσε να τον δει να συνεχίζει το έργο του. Τον ονειρευόταν αρχιτέκτονα. Ηταν, όμως, σαν ο ίδιος ο Καραγκιόζης να του άπλωσε το χέρι και να τον παρότρυνε να περάσει πίσω από το σεντόνι εν έτει 1942. Το θέατρο σκιών και ο Ευγένιος Σπαθάρης προχώρησαν από τότε μαζί. Σ’ εκείνον έτυχε να υπηρετήσει ώς τις μέρες μας, εβδομήντα χρόνια μετά, τη μοναδική αυτή λαϊκή τέχνη.
Ολα άρχισαν όταν ο θεατρώνης τον έριξε σχεδόν με το ζόρι να παίξει πίσω από τον «μπερντέ» σε μια παράσταση στο Μαρούσι. Ηταν μόλις 18 ετών, είχε γεννηθεί το 1924 στην Κηφισιά, δεν ήξερε τίποτε -έτσι νόμιζε- αλλά με το που βγήκε (τρόπος του λέγειν) στη σκηνή, η αρχιτεκτονική ήταν ήδη μια παλιά ιστορία. «Πραγματικά, δεν ήξερα τίποτε. Επεσα στα βαθιά με τη μία και άρχισα τσάτρα πάτρα ακούγοντας ό,τι μου έλεγε ο βοηθός μου. Στην αρχή έπαιζα κωμωδίες, που ήταν ελαφριά έργα ?τα ηρωικά ήρθαν αργότερα»
Τα «ηρωικά» έρχονται μέσα στην Κατοχή, όταν οι Γερμανοί υποψιάζονται αντιστασιακές? τάσεις στον Καραγκιόζη (και είχαν δίκιο, αφού ο Καραγκιόζης θα κρατάει πάντα αντίσταση με τον τρόπο του στους ισχυρούς με όπλο το γέλιο) και τον καλούν για ανάκριση. Επιβιώνει και συνεχίζει όταν οι κατακτητές φεύγουν, με ακόμη πιο ηρωικό ρεπερτόριο. Η μετακατοχική και μετεμφυλιακή Ελλάδα χρειάζεται μεγάλους ήρωες όπως τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη για να παρει κουράγιο και τα αστεία του Καραγκιόζη για να γελάσει, να ξεχαστεί και να ελπίσει ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Ο Ευγένιος Σπαθάρης γυρίζει κάθε γωνιά της χώρας (αλλά και την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά) με τον χάρτινο θίασό του. Είναι μαζί σκηνοθέτης και σκηνογράφος αλλά, πάνω απ’ όλα, η «φωνή» του Καραγκιόζη? αυτή η φωνή που θα μείνει για πάντα ταυτισμένη με το τελευταίο πιθανότατα κεφάλαιο της ιστορίας του θεάτρου σκιών στον τόπο μας.
«Αν με ρωτήσετε τι προσέθεσα εγώ στην τέχνη του θεάτρου σκιών, θα έλεγα το καλαμπούρι. Και τη φωνή μου, που τη διατήρησα αυθεντική μέχρι το τέλος. Ποτέ δεν τη -δούλεψα- για να θυμίζει Καραγκιόζη. Νομίζω ότι αυτό έχει περάσει στον κόσμο».
Τη δεκαετία του 1950 συνεργάζεται με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου και αργότερα με τον Μάνο Χατζηδάκι και τον Γιάννη Τσαρούχη. Στο Ελληνικό Χορόδραμα ανεβάζουν το έργο «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι». Το ίδιο έργο θα ανεβάσει λίγα χρόνια αργότερα μαζί με τη Σοφία Βέμπο. Είναι μόνο η αρχή μιας πορείας, στη διάρκεια της οποίας το θέατρο σκιών του Σπαθάρη θα δανείσει κάτι από την ανόθευτη ομορφιά της λαϊκής παράδοσης στην πολιτιστική ταυτότητα της χώρας στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Το έργο «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» γνώρισε ξανά δόξες ταξιδεύοντας στην Αμερική και όπου υπήρχε ομογένεια έπειτα από την ανακάλυψη του τάφου στη Βεργίνα.
Μεγάλος σταθμός στη διαδρομή αυτή, η συνάντηση του Ευγένιου Σπαθάρη με τον θίασο Καρέζης-Καζάκου μέσα από το έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» (το 1972) του Ιάκωβου Καμπανέλη. Στην παράσταση, αξέχαστη ήταν η ερμηνεία του Διονύση Παπαγιαννόπουλου ως Καραγκιόζη ?ο ίδιος ο Σπαθάρης, πάντως, έχει δηλώσει ότι από τους μεγάλους μας κωμικούς ο πιο κοντινός στο «παιδί του» είναι ο Θανάσης Βέγγος. Ακολουθεί η συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο στο «Κύτταρο» το 1973, που προκαλεί ?και αυτή? την οργισμένη αντίδραση του χουντικού καθεστώτος. Αλλά ο Καραγκιόζης, το είπαμε, έχει την αντίσταση στο αίμα του, όσο κι αν δεν του φαίνεται.
Ενδιάμεσα, ο Καραγκιόζης του Ευγένιου Σπαθάρη θα παίξει στο σινεμά. Από το 1962 ώς το 1992 θα εμφανιστεί σε ταινίες όπως το «Πικρό Ψωμί» του Γρηγόρη Γρηγορίου, η «Κιβωτός» μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Μίνω Αργυράκη, η «Λυσιστράτη» του Γιώργου Ζερβουλάκου, το «Τεριρέμ» του Απόστολου Δοξιάδη και σε πολλά ντοκιμαντέρ. Και φυσικά, ο Καραγκιόζης θα τραγουδήσει με τη στεντόρεια φωνή του Σπαθάρη ηχογραφώντας τις πιο γνωστές παραστάσεις για την «Κολούμπια» του Τάκη Λαμπρόπουλου, ενώ συμμετείχε με τρία τραγούδια με τον τίτλο «Εμένα, φίλε, με λένε Καραγκιόζη», σε δίσκο του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους του ποιητή Νίκου Γκάτσου.
Το 1998 με την πολύτιμη συνδρομή του ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη θα ανεβάσει την παράσταση «Αθανάσιος Διάκος», εκπληρώνοντας ένα όνειρο που έτρεφε ο πατέρας του.
Μία από τις κορυφαίες θεατρικές του συνεργασίες, πάντως, ήταν και εκείνη το 2001, όταν είχε πρωταγωνιστήσει στον αριστοφανικό «Πλούτο» στην Επίδαυρο με το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων και τον Ψαραντώνη στο ανέβασμα του «Ερωτόκριτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Ο Καραγκιόζης γνώρισε τιμές και δόξες, αλλά παρέμεινε πάντα ο ήρωας των απλών ανθρώπων. «Ο πατέρας έπαιζε στην Κηφισιά και εκεί συνέχισα κι εγώ. Αλλά η παράσταση ανήκε στον λαό κι όχι στην πλουτοκρατία του Κεφαλαριού. Ο λαός τον αγάπαγε, όχι αυτοί. Είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Και κοντά στον λαό ακολούθαγαν κι αυτοί που είχαν τα λεφτά, οι πλούσιοι».
Τα τελευταία χρόνια ο Ευγένιος Σπαθάρης είχε λιγοστέψει τις παραστάσεις, αλλά συνέχιζε με μοναδική ζωντάνια να διδάσκει τη μοναδική του τέχνη στους νεότερους. Παράλληλα, είχε αφοσιωθεί σε ένα άλλο, μεγάλο πάθος του (όχι τόσο μακρινό από την κυρίως ασχολία του)? τη ζωγραφική. Ενας αυθεντικός λαϊκός (πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;) ζωγράφος που οργάνωσε περισσότερες από πενήντα εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είχε μείνει κάποιο παράπονο από αυτήν την τόσο πλούσια σε εμπειρίες αλλά και σε αναγνώριση (κυρίως από τον κόσμο) ζωή του; Ναι: «Θα έπρεπε να φτιάξουν ένα άγαλμα του Καραγκιόζη. Ολη η Ελλάδα θεατρίστηκε μαζί του».
Ο Ευγένιος Σπαθάρης έπιασε τότε, στα 1942, το χέρι που του άπλωσε ο Καραγκιόζης. Προχώρησαν χέρι χέρι με τον Καραγκιόζη από τα σκοτάδια της Κατοχής και του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ώς την ψηφιακή εποχή της παγκοσμιοποίησης. Μαζί γλίτωσαν από τους Γερμανούς, μαζί γύρισαν την ταλαιπωρημένη Ελλάδα της δεκαετίας του ’50, μαζί διηγήθηκαν τα περασμένα μεγαλεία για να γελάσουν και να αναθαρρήσουν οι Ελληνες σε κάθε γωνιά της χώρας, μαζί ανέβηκαν στο πανί του σινεμά τη δεκαετία του ‘60, στο σανίδι του θεάτρου και στο στούντιο της τηλεόρασης τη δεκαετία του ‘70, μαζί ταξίδεψαν ακόμη και στις θάλασσες του διαδικτύου. Μαζί, ο ένας πίσω από το σεντόνι, ο άλλος μπροστά, θα συνεχίσουν. Ο Καραγκιόζης είναι πολύ πονηρός κατά βάθος για να το βάλει κάτω. Ο τελευταίος «πατέρας» του, ο Ευγένιος Σπαθάρης, τον έστησε πολύ γερά στα χάρτινα πόδια του για να κατεβεί έτσι εύκολα από τη σκηνή. Ο κύριος Ευγένιος έφυγε το περασμένο Σάββατο? ο Καραγκιόζης «του» θα μείνει να μας τον θυμίζει. Το «ε, ρε γλέντια» θα ακούγεται για πολύ ακόμη...?
Σπαθάρειο μουσείοΙδρύθηκε το 1991, αλλά μόνον το 1995 απέκτησε το δικό του «σπίτι», στο νεοκλασικό κτίριο της πλατείας Κασταλίας, στο Μαρούσι. Ηταν και θα παραμείνει ένας χώρος όπου οι νέοι μπορούν να μυηθούν και οι πιο παλιοί να θυμηθούν. Ο τελευταίος λαϊκός ήρωας, ο Καραγκιόζης, τους περιμένει καθημερινά. Σκοπός του Σπαθάρειου Μουσείου είναι να διατηρήσει, να προστατεύσει και να προβάλει με κάθε τρόπο αυτό το τόσο σημαντικό μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Διεύθυνση: Πλατεία Κασταλίας, Βασ. Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη, Μαρούσι, τηλ. 210-6127245,
info@karagiozismuseum.gr
Ο Σικελιανός για τον Σπαθάρη«Η τέχνη του Σπαθάρη είναι στη βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής, και μακάριος όποιος την αντικρίζει με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνον η λαγαρή θυμοσοφία τού λαού μας μπρος στα ανάποδα του κόσμου, αλλά σκεπάζεται και η πηγαία δύναμη πoυ έχει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο, ανεβαίνοντας απ’ τα σκαλιά της θείας του εξυπνάδας ώς με τις κορφές του ηρωισμού».