ΙΔΕΟΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ


Η Μαρία Ιορδανίδου ήταν πεζογράφος. Στα έργα της υπάρχει αμεσότητα, απλό ύφος, ζωντανοί διάλογοι και νοσταλγική διάθεση.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897 και έζησε τα παιδικά της χρόνια στον Πειραιά και το Βατούμ της Ρωσίας. Φοίτησε σε ρωσικό γυμνάσιο, στη Σταυρούπολη, όπου τη βρήκε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1919 γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και λίγο αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Ιορδανίδη, καθηγητή στο «Βικτόρια Κόλετζ». Το 1923 επέστρεψαν μαζί στην Αθήνα, αλλά σύντομα ο Ιορδανίδης έφυγε, πιθανόν για τη Ρωσία.

Εξαιτίας των συνθηκών της ζωής της, η Ιορδανίδου απέκτησε μεγάλη γλωσσομάθεια και εργάστηκε ως ιδιωτική υπάλληλος. Έγινε γνωστή στο λογοτεχνικό χώρο με το έργο Λωξάντρα, που έγραψε σε ηλικία 65 χρονών, το 1962, και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Η Λωξάντρα περιγράφει με μεγάλη ζωντάνια και χιούμορ τα έθιμα και τη ζωή των Ελλήνων της Πόλης και βασίζεται στις αναμνήσεις της Ιορδανίδου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ουσιαστικά η ιστορία της γιαγιάς της [1]. Τη ζωή της στη Ρωσία περιγράφει η Ιορδανίδου στο βιβλίο της Διακοπές στον Καύκασο (1965), ενώ στο Σαν τα τρελά πουλιά (1978) μιλά για τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα κατά το Μεσοπόλεμο. Τελευταίο της έργο είναι Η αυλή μας (1981).

Τα έργα της γνώρισαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Βραβεύτηκε το 1978 από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τον Χρυσό Σταυρό και το Οφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου. Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 1989.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΛΩΞΑΝΤΡΑ

"Η Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή ήτανε ένα χαρμάνι από διάφορες πολιτείες, προάστια και χωριά, σκορπισμένα πάνω στα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ευρώπης...Την ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου την κατοικούσαν περισσότερο Έλληνες και γενικά Ευρωπαίοι: το Μέγα Ρέμα, το Μπουγιούκ-Ντερέ, τα Θεραπειά, όλα εκείνα τα προάστια θυμίζανε Ευρώπη...Κανένας Ευρωπαίος δεν κάθονταν στην παλιά Πόλη: Τουρκιά. Και κανένας Τούρκος δεν κάθονταν στο Σταυροδρόμι: Ρωμιοσύνη".

Και άλλο ένα απόσπασμα από τη Λωξάντρα:

«Μια από τις μεγάλες στιγμές ευδαιμονίας της Λωξάντρας ήταν και η στιγμή που ξένιαζε από όλες τις δουλειές, έπινε τον απογευματινό της καφεδάκο και στρώνουνταν στην κόγχη του μιντεριού, μέσα στο χαμηλό της ονταδάκι, με το εργόχειρό της στο χέρι.

Όταν, ύστερα από δυο εβδομάδες, έφυγε απ’ τα Ταταύλα, μόλις πάτησε το πόδι της στο Μακροχώρι, αμέσως στη μύτη της ήρθε η μυρωδιά του σπιτιού της, η μυρωδιά του κήπου της και η μυρωδιά από τον κήπο του Ρεσάτ πασά που ήταν δίπλας τον δικό της. Οι απριλιάτικες βροχές είχανε σταματήσει και τα κυπαρίσσια από τον κήπο του Ρεσάτ πασά ήτανε καταπράσινα. Ο πλάτανός της είχε τινάξει τα νέα φυλλαράκια του και πάνω απ’ το ντουβάρι φαίνονταν οι καινούργοι κλώνοι από το αιγόκλημά της. Η μικρή πόρτα του κήπου της ήταν ανοιχτή και στο κατώφλι κάθουνταν η γάτα της η Καλυψώ,-άσπρο πονπόνι πούντρας, τιφτίκι ανατολίτικο. Σεχερεζάντ από τις χίλιες και μια νύχτες των παραμυθιών. Ωραία των ωραίων ανάμεσα στις γάτες της Ανατολής. Και μόλις την είδε την Λωξάντρα από μακριά, τη γνώρισε! Αχ! Αυτό δεν είναι η χαρά. Και οι σκύλοι της γειτονιάς τη γνώρισαν. Και ο Ταρνανάς σαν άκουσε τα βήματά της πετάχτηκε απ’ την κουζίνα βαστώντας στο χέρι του την τρυπητή κουτάλα. Και τα παιδιά, και η Σουλτάνα, ως και ένας τζίτζικας παράκαιρα άρχισε πάνω απ’ το πεύκο της να τερετίζει. Τα χελιδόνια κοντά στο λούκι του σπιτιού χτίζανε πάλι τη φωλιά τους. «Δόξα σοι ο Θεός!»

Είναι ανάγκη να γράφεις ποιήματα για να είσαι ποιητής; Ή να ξέρεις τις νότες για να είσαι μουσικός; Ή να είσαι θρήσκος για να φτάσεις στον Παράδεισο; Να τον , να ο Παράδεισος, κι αν έχεις μάτια βλέπεις. Αν δεν έχεις μάτια, ούτε στη γη, ούτε στον ουρανό Παράδεισο δεν πρόκειται να γνωρίσεις.

Σαν κάθισε το απόγευμα στη κόγχη του μιντεριού της, πήρε μπροστά της το κουρελόμπογο να ψάξει νάβρει κανένα κομμάτι απαλή βατίστα για να κεντήσει σαλιαρίστρες του μωρού. Ο κουρελόμπογος ήταν άνω-κάτω. Ξένο χέρι θα μπήκε μέσα κει όσον καιρό έλειψε στα Ταταύλα.

-Κακόν-καιρό-να-μην-έχουνε, μουρμουρίζει η Λωξάντρα ταξιθετώντας τα κουρέλια της.

Βαστά στο χέρι της ένα θαλασσί κουρέλι και στέκεται. Αυτό πως βρέθηκε εδώ; Από πού είναι; Α, είναι ένα κουρέλι από το τσιτάκι που είχε ράψει η μάνα της… διες, διες… πόσω χρονών πράμα!

Κάθεται συγκινημένη με το κουρέλι στο χέρι. Διες εκεί! Το φουστάνι φορέθηκε, ξεθώριασε, πάλιωσε, και κείνη που το φόρεσε είναι πεθαμένη. Και όμως το κουρέλι απόμεινε ολοζώντανο. Τι είναι ο άνθρωπος! Να και ένα κομμάτι στόφα απ’ τις παλιές κουρτίνες τους, να και ένα κομμάτι μπαμπακοφανέλα από τη ρόμπα που είχε ράψει όταν γέννησε τον Αλεκάκη της. Αχ! Να και ένα κομμάτι απ’ τη νυφική της ρόμπα.

Ολάκερο το παρελθόν ζωντάνεψε μπροστά της. Ολάκερο το παρελθόν δεμένο σ’ ένα μπόγο.»

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΛΩΞΑΝΤΡΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ VIDEO


ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ