Ένα μύθο θα σας πω ω ω ........

Γράφει ο Περαστικός - ευθύλογος
Η αφορμή δόθηκε από την ανάρτηση για τον ζάπλουτο Ινδό Mukesh Ambani. (7/5/08)
Photobucket
Ζούσε κάποτε ένας πάμπλουτος άνθρωπος με τη γυναίκα του και την κόρη του σε μια μακρινή χώρα.
Μπορούσε να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες του και πίστευε οτι τα πλούτη του ήταν ικανά να του εξασφαλίσουν κάθε ευτυχία.
Δυστυχώς μια μέρα η κόρη του αρρώστησε σοβαρά.

Φώναξε τους οικογενειακούς γιατρούς του, οι οποίοι όμως δήλωσαν αδυναμία να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Κάλεσε τους πιο διάσημους γιατρούς από παντού, τα ίδια.
Στην απόγνωσή του έστειλε τελάληδες (κήρυκες) σε όλο τον κόσμο να ανακοινώνουν το πρόβλημα και να υποσχεθούν γενναία αμοιβή σε όποιον θα μπορούσε να γιατρέψει την κόρη του.
Όπως ήταν φυσικό (κίνητρο γαρ) άρχισαν να καταφθάνουν επιστήμονες αλλά και κομπογιαννίτες από παντού, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Κάποτε έμαθε ο πάμπλουτος, οτι υπάρχει ένας σοφός που γιατρεύει τα πάντα.
Έστειλε και τον παρακάλεσε να έρθει να δει την κόρη του.
Πραγματικά ο σοφός επισκέφθηκε το αρχοντικό, είδε την κόρη του άρχοντα και του είπε:
Η κόρη σου θα γίνει καλά μόνο αν της δώσουμε να φορέσει το πουκάμισο ενός ευτυχισμένου ανθρώπου.
Εύκολο πράγμα σκέφθηκε ο πλούσιος. Θα έδινα αμέσως το δικό μου αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος αυτή τη στιγμή, με την κόρη μου άρρωστη.
Έτσι διέταξε έναν υπηρέτη που ήταν κοντά του και είχε ακούσει τι είπε ο σοφός.

Δώσε μου γρήγορα το πουκάμισό σου.
Μα εγώ άρχοντά μου, ένας φτωχός δούλος είμαι, δεν είναι δυνατόν να είμαι ευτυχισμένος. Δεν κάνει το πουκάμισό μου!
Τότε πήγαινε γρήγορα στους υπαλλήλους που έχω και τους καλοπληρώνω και βρες ένα πουκάμισο.
Πήγε ο δούλος αλλά όλοι είχαν σοβαρά προβλήματα – κανένας δεν ήταν ευτυχισμένος.
Το ανέφερε στον άρχοντα κι εκείνος του είπε να πάει στους πλούσιους φίλους του και να ζητήσει ένα πουκάμισο.
Τα ίδια και χειρότερα. Είχαν προβλήματα με την εφορία, δικαστήρια για κτηματικές διαφορές, επαγγελματικές διενέξεις, ανησυχία γιατί ήταν περικυκλωμένοι από φτωχούς και ένοιωθαν ανασφαλείς*, κανένας ευτυχισμένος.
Ο άρχοντας άρχισε να συνειδητοποιεί οτι δεν τόσο εύκολο, αυτό που του ζήτησε ο σοφός. Έστειλε ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να αρχίσουν να ψάχνουν για έναν ευτυχισμένο άνθρωπο.
Αφού έψαξαν καιρό και καιρό χωρίς αποτέλεσμα, απογοητευμένοι έφτασαν κάποτε στην καλύβα ενός φτωχού. Τον βρήκαν γυμνό από τη μέση και πάνω, να σκάβει ένα χωραφάκι.
Τους υποδέχτηκε εγκάρδια και χαμογελαστά και τους πρόσφερε κρύο νερό και ψωμί και τους είπε οτι η καλύβα του είναι στη διάθεσή τους.
Φαίνονταν να μην έχει προβλήματα, έτσι τόλμησαν την ερώτηση:
Άνθρωπε φαίνεσαι ευτυχισμένος, είσαι πράγματι;
Γιατί να μην είμαι; απάντησε.
Είμαι ζωντανός και υγιής. Απολαμβάνω τον ήλιο μου, το χορτάρι που φυτρώνει, το νερό που τρέχει, τα πουλιά που κελαηδούν, το φτωχικό μου φαγητό, δεν χρωστάω σε κανέναν, δεν φθονώ κανέναν και δεν με μισεί κανένας.
Χαίρομαι που ήρθα στη ζωή, που έζησα και που κάποια μέρα θα φύγω.
Κοιτάχτηκαν λίγο μεταξύ τους οι απεσταλμένοι του πλούσιου και του είπαν.
Δώσε μας γρήγορα το πουκάμισό σου!! Θα σου το πληρώσουμε όσο – όσο.
Ποιο πουκάμισο φίλοι μου; Δεν έχω πουκάμισο!....

* Έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου η πυρωμένη φράση μιας γυναίκας που γνώρισα στη δεκαετία του ’80. (Να είναι καλά όπου κι αν βρίσκεται).
Είχε δραπετεύσει από την κόλαση μιας χώρας της Λατινικής Αμερικής.
« Στην πατρίδα μου οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες.
Σ’ αυτούς που δεν τρώνε και σ’ αυτούς που δεν κοιμούνται. Αυτοί που δεν κοιμούνται, φοβούνται αυτούς που δεν τρώνε».

Ακόμη κι αν ήθελα να ζηλέψω κάτι από τον πλούσιο της ανάρτησης, οι παραπάνω σκέψεις δεν μου το επιτρέπουν.
Περαστικός