Ήρθαν για τουρισμό στην Ασπροβάλτα και έγιναν επενδυτές…

Ανώνυμος


Η μικρή κωμόπολη του δήμου Βόλβης μόλις έχει ξυπνήσει. Ο ήλιος αντανακλά στη θάλασσα και ο κεντρικός δρόμος της Ασπροβάλτας αρχίζει σιγά σιγά να σφύζει από ζωή. Τα ακούσματα είναι ποικίλα και πολύγλωσσα. 


Η «καλημέρα» ακούγεται δυνατά στα ελληνικά, τα σερβικά, τα βουλγαρικά, τ’ αλβανικά και τα πολωνικά.

«Όπως και να την πεις είναι το ίδιο», θα πουν οι πρωινοί, ηλικιωμένοι θαμώνες του παραδοσιακού καφενείου, που συναντώνται κάθε πρωί, στο ίδιο μαγαζί, χωρίς να χρειαστεί καν να στείλουν μήνυμα στο κινητό τους τηλέφωνο… «Εδώ παιδί μου είμαστε όλοι το ίδιο: Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί», θα συμπληρώσουν.


Το μπλε ιχθυοπωλείο χωρίς «χρώμα» υπηκοότητας

Στο απέναντι μπλε μεγάλο ιχθυοπωλείο, η ουρά έχει ήδη σχηματιστεί. Ο Βασίλης δεν προλαβαίνει να «πάρει ανάσα» κι ας είναι ακόμη τόσο πρωί. Ήρθε πριν από περίπου είκοσι χρόνια στην περιοχή, όταν η Ελλάδα βίωνε την έντονη μετανάστευση στο εσωτερικό της, ως χώρα λύτρωσης και υποδοχής μεταναστών από την Αλβανία. Αγάπησε τη θάλασσα πολύ και δούλεψε για χρόνια στα ψαροκάικα της περιοχής. «Ήρθα εδώ για να δουλέψω. Στη θάλασσα ψάρευα 18 ολόκληρα χρόνια. Μερόνυχτα στα δίχτυα. Πριν από τέσσερα χρόνια άνοιξα το δικό μου ιχθυοπωλείο.

Ο κόσμος το στήριξε αμέσως. Πριν από λίγους μήνες καταφέραμε να ανοίξουμε και το εστιατόριο παράλληλα. Έτσι, εκτός από φρέσκα ψάρια, μπορεί κάποιος να τα πάρει και ψημένα, ή να καθίσει και να τα απολαύσει στο μαγαζί», θα πει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, χαμογελώντας αλλά με σεμνότητα, ο Βασίλης Τάρκο, που σήμερα είναι 40 χρονών και δηλώνει υπερήφανος και για τη δουλειά του, που απασχολεί πολύ κόσμο, Έλληνες και αλλοδαπούς, αλλά και βεβαίως την οικογένειά του.

larissanet.gr