Μιζέρια και γκλαμουριά...

 
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες η κοινή γνώμη απασχολήθηκε με τον θάνατο του έκπτωτου βασιλιά Κωνσταντίνου και προφανώς με το ζήτημα της κηδείας του. Η σπουδή αυτή ενδεχομένως επιτρέπει ορισμένα, λίγα, συμπεράσματα. Παρότι οι απόπειρες γενίκευσης σχεδόν πάντα αποτυγχάνουν ή παραμένουν στη σφαίρα των υποκειμενικών απόψεων, οι αποτιμήσεις ίσως φανούν χρήσιμες.

Πρώτον, το... θέμα της βασιλείας στην Ελλάδα -και παρά το γεγονός ότι αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει οριστικά από τη δεκαετία του ’70- παραμένει ένα θέμα ταμπού. Και τα ταμπού αποτρέπουν οποιονδήποτε γόνιμο διάλογο και δεν οδηγούν σε ορθολογικές επιλογές. Ειδικά αυτό το θέμα εγείρει μόνο πάθη και προκαλεί πολώσεις. Πολλοί είναι πεπεισμένοι ότι η Φρειδερίκη ραδιουργεί ακόμα μέσα από τον τάφο της, ενώ άλλοι είναι πεπεισμένοι ότι μια βασιλική γκλαμουριά θα ήταν χρήσιμη και θα προσέφερε το κάτι τις της -ένα glamorous, μια απαστράπτουσα φινέτσα- στη θαμπή ρηχότητα της καθημερινότητας. Εις πείσμα της πρόσφατης ιστορικής έρευνας και των συμπερασμάτων της -όπως τόσα άλλα- δημιουργεί μια ευρυχωρία για φλυαρία και περισσή μιντιακή ανευθυνότητα που δημιουργεί «πολιτικές» ουρές ή απολήξεις· και όταν αγγίζει μόνο το συναίσθημα, υπό το βάρος της εθνικής ιστορίας, γίνεται ακόμα πιο περιττή και διχαστική. Οχι με την έννοια της απειλής για τη δημοκρατία και τη συνταγματική τάξη, αλλά με την έννοια της αποδυνάμωσής τους και του συνακόλουθου ευτελισμού τους.

«Πάνε τώρα οι Γλυκοβούργοι

Αλλού να φάνε την κοπενχάη τους…» | Νικόλαος Κάλας, «Η Οσφύς Του Λαγού Η Μοναρχική Μου Αγάπη»

Δεύτερον, όπως σωστά επισήμανε ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, «…από τις φυτεμένες μοναρχίες στα νεοπαγή κράτη του 19ου αιώνα δεν έμεινε καμιά… [στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης]. Στην Ελλάδα η μοναρχία χρησιμοποιήθηκε στον 19ο αιώνα για την αναγνώριση της χώρας σε ένα περιβάλλον μοναρχιών και, μεταπολεμικά, ως εργαλείο στον Ψυχρό πόλεμο… Ο Καραμανλής είχε καταλάβει ότι είχε λήξει ο ρόλος της βασιλείας ως εγγυήτριας του κοινωνικού καθεστώτος και της ένταξης στη Δύση...». Το μόνο πράγμα που είχαν να κάνουν οι κληρονόμοι του βασιλείου της Ελλάδας ήταν να πάρουν την προσωπική τους περιουσία και να εγκαταλείψουν τη χώρα - πράγμα που έκαναν οι Γκλίξμπουργκ με τα κοντέινερ το 1991 και την αξίωση αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο ύψους περί τα 161 δισ. δραχμές από τα οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των 4,6 δισ. δραχμών (13,7 εκατ. ευρώ) ως αποζημίωση για τη λεγόμενη βασιλική περιουσία.

Τρίτον, αυτό που δεν τόλμησε να κάνει η κυβέρνηση για τους δικούς της -πολιτικούς ή προεκλογικούς κυρίως- λόγους, το έκανε η Εκκλησία για τους γνωστούς δικούς της, με αποτέλεσμα η κηδεία δημοσίου ενδιαφέροντος να αποκτήσει βαρύτητα που δεν είχε. Ακόμα και σε αυτό το σημείο το θέμα αντιμετωπίστηκε περίπου ωσάν ο Σοφοκλής να μην έγραψε ποτέ την «Αντιγόνη». Ομως, πέραν τούτου, το πενθούν life style μιας (γραφικής και γκροτέσκας κατά την προσωπική μου άποψη) ειδικής κατηγορίας προσκεκλημένων Ευρωπαίων εστεμμένων και λοιπών συγγενών (νυν, πρώην και τέως) παρέπεμπε στο μόνιμο ερώτημα περί «ανωτερότητας και έμφυτης ευγένειας» ορισμένων κοινωνικών ομάδων και «κατωτερότητας» των φαν με το «Ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά». Αυτή τη συνύπαρξη, όπου η μία πλευρά θρέφεται από την άλλη και όπου και οι δύο πλευρές εκδηλώνουν τόσο ευγενή όσο και θολά έως χυδαία ένστικτα, την έχει εξηγήσει με κοινωνικούς και ιστορικούς όρους από το 1939 ο κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας στο δίτομο βιβλίο του «Η διαδικασία του πολιτισμού» (εκδ. Αλεξάνδρεια και εκδ. Νεφέλη στα ελληνικά). Οσο για την Εκκλησία, λύνει το θέμα με το «βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλός» - αρκεί όλες οι πλευρές να προσκυνούν χωρίς δεύτερη σκέψη τους εκπροσώπους του Θεού επί της Γης.

Τέλος, ας μείνουμε στο ότι οι βασιλείς και οι τάξεις των ευγενών (σε όποια χώρα και σε όποια ιστορική περίοδο) μόνο εύκολο θέαμα προσφέρουν και σ’ αυτό το πλαίσιο τα πρωτόκολλα, οι βασιλικοί γάμοι, οι παράτες, τα ενδύματα, οι ενθρονίσεις, οι θάνατοι και οι βασιλικές κηδείες, είναι αναπόσπαστο μέρος τους. Το γεγονός ότι οι κληρονόμοι της έκπτωτης βασιλικής δυναστείας, δεν έχουν καταλάβει (ή κάνουν πως δεν κατάλαβαν) πώς και γιατί έχασαν το βασίλειο, αποτελεί ένα θέμα άλλης τάξης. Εν τέλει από την πλευρά -ας το πούμε έτσι- της λαϊκής θυμοσοφίας τη συνύπαρξη μιζέριας και γκλαμουριάς, που κρύβει πολλές σημειολογικές πανουργίες και «μαύρα κουτιά», είχε αποτυπώσει με εξαιρετική πυκνότητα ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημά του «Το τραγούδι του τρελού»: «Να 'χαμ’ ένα βασιλιά, για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο, και φωνή τρομπόνι! Ολα εδώ χάμου ψεύτικα. Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα, μαύρη ζωή, όλη πίκρα...».

Θανάσης Βασιλείου

efsyn.gr