Μα, γιατί δεν γίνονται πια σκληρές συνεντεύξεις;...

 
[Αξημέρωτα, παρακολουθώ σε επανάληψη τη συνέντευξη ενός καλλιτέχνη. Δεν έχει σημασία «ποιου» καλλιτέχνη σε «ποιον» δημοσιογράφο. Το σκηνικό είναι παράταιρο: εκείνος του ελαφριού έντεχνου, η σκηνογραφία και ο ατσαλάκωτος anchorman του περιστυλίου της Βουλής. Έχω όλη την καλή διάθεση να ακούσω τη συζήτηση, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή ο «καλλιτέχνης» θα ερωτηθεί και για... 
μερικές αμφιλεγόμενες δηλώσεις του, αλλά ματαίως χάνω τον ύπνο μου. Όλα είναι ένα ζαχαρωτό. Οι απόψεις του για τους ανθρώπους, την πολιτική, τα ζώα, την καλή του, όλα ένα μικρό candy. Πολλά χαμόγελα, πολύ σιρόπι, πολύ τίποτα. Μια απ’ τα ίδια πάλι, η αγιορείτικη φωτοθήκη σε ένα ακόμη πορτρέτο ερμηνευτή, δίπλα του να άδουν χερουβείμ με κιθάρες και μπάσα].

Τι θέλουμε, επιτέλους, από τις συνεντεύξεις και μάλιστα τις τηλεοπτικές; Γιατί ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα ακούμε να λέει ο «X» διάσημος και όχι μόνο στην τηλεόραση; Γιατί με κάποιους ανθρώπους ταυτιζόμαστε και τους επιβραβεύουμε με τα likes και τα re-posts μας ή γράφουμε ύμνους στα social και κάποιοι άλλοι μας αφήνουν παγερά αδιάφορους, παρά τα όσα ενδιαφέροντα μπορεί να λέει ο προσκεκλημένος ή τα όσα εμπρηστικά ενδέχεται να ρωτά ο δημοσιογράφος;

 Όταν έγινε ένα γκάλοπ για το ποιος ήταν ο καλύτερος παρουσιαστής όλων των εποχών, ποιος έπαιρνε στ’ αλήθεια ωραίες, αβίαστες συνεντεύξεις από αστέρες πρώτης γραμμής, στην πρώτη θέση βρέθηκε ο Κέρμιτ. Ναι, ο βάτραχος του Muppet Show.
 
Λέμε ότι σιχαινόμαστε τις αγιογραφίες –αλήθεια είναι αυτό–, αλλά ενθουσιαζόμαστε με μια ωραία αφήγηση ζωής. Προσπερνάμε με περιφρόνηση τις γλυκερές περιγραφές προσώπων, τις ξύλινες προκάτ απαντήσεις, αλλά το αίμα μας παίρνει φωτιά στην υποψία ενός γνήσιου στριμώγματος. Έχουμε φάει πολύ παπά όλα αυτά τα χρόνια από εφημερίδες, τηλεόραση, περιοδικά, ξέρουμε πια πώς γίνονται και πόσο στοιχίζουν (!) οι πληρωμένες συνεντεύξεις και γι’ αυτό έχουμε απαιτήσεις. Λαμπρά.

Μας διαφεύγει κάτι από αυτό; Ναι, οπότε ας ξεκινήσουμε από τα βασικά και ας φτάσουμε, με ήρεμη καρδιά, σε μερικούς επίσης βασικούς κανόνες, κυρίως για να μη νιώσουμε ανικανοποίητοι και πολλές φορές ριγμένοι ως αναγνώστες/τηλεθεατές/ακροατές. Γιατί, ως δημοσιογράφοι, για να κάνουμε και την αυτοκριτική μας, εννιά φορές στις δέκα είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων και λέμε ανοησίες για να δικαιολογηθούμε.

Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της Χριστίνας Γαλανοπούλου, πατήστε ΕΔΩ...