Αγοράζοντας μερίδια Δικαίου...

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Συχνά ακούμε για δικαστικές αποφάσεις «βόμβες» που κρίνουν αντισυνταγματικούς διάφορους μνημονιακούς νόμους.
Προκειμένου να αντιληφθούμε περί τίνος πρόκειται, είναι ανάγκη προηγούμενα να πούμε δύο λόγια για τη «Δικαιοσύνη» ως «δημόσιο αγαθό».
Αν υπάρχει ακόμα ένα τέτοιο «δημόσιο αγαθό» στη Χώρα μας και μάλιστα εκ των πλέον αμιγών, αυτό είναι η Δικαιοσύνη. Βέβαια, στη πράξη, ποτέ δεν παρέχονταν εντελώς «δωρεάν», (μία εκ των «ων ουκ άνευ» προϋποθέσεων ώστε να θεωρείται «δημόσιο αγαθό) κυρίως λόγω των σημαντικών εξόδων που συνεπάγεται η υποχρεωτική (ακόμα και όταν εκ του νόμου αυτή η «υποχρεωτικότητα» δεν επιβάλλεται) παράσταση δικηγόρου στη δίκη του  κάθε πολίτη, τα οποία ανάλογα με τη σοβαρότητα της υπόθεσης ήταν -και είναι- δυνατό να οδηγήσουν και σε «οικονομικό γονάτισμα» του προσφεύγοντα στη Δικαιοσύνη πολίτη. Εν πάση περιπτώσει, αυτή καθαυτή η «Δικαιοσύνη», εξαιρουμένων των άνω «δικηγορικών εξόδων», ως «δημόσιο λειτούργημα»  παρέχονταν με σχετικά ανεκτή αν και πάντα τσουχτερή δαπάνη (κάποια ας πούμε υποχρεωτικά παράβολα, χαρτόσημα κλπ), όσο κι αν τις δύο τελευταίες δεκαετίες και ιδίως από το 2010 και μετά ιδίως, ακόμα κι αυτά έχουν ......
αυξηθεί σημαντικά.
Όμως, εδώ συμβαίνει κάτι ακόμα πιο σοβαρό από όλες τις παραπάνω επισημάνσεις. Δεν είναι μόνο ότι η απονομή της δικαιοσύνης, ως «συνολική οικονομική επιβάρυνση» που συνεπάγεται η «χρήση» της. Είναι ότι πλήττεται και μια άλλη θεμελιώδης υποχρέωση της Πολιτείας που καταργεί την ετέρα εκ των «ων ουκ άνευ» προϋποθέσεων της «Δικαιοσύνης» ως «δημόσιου αγαθού» που είναι η αδιαιρετότητά της, δηλαδή, όχι μόνο ότι ουδείς δικαιολογείται να αποκλείεται εκ της χρήσης των «υπηρεσιών» της όταν τις έχει ανάγκη, μα και ότι οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης πρέπει να εφαρμόζονται εξίσου «αδιαίρετα» από όλους, του Κράτους μη εξαιρουμένου.
Εδώ, όμως, έχουμε το εξής εκπληκτικό.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των τελεσίδικων αποφάσεων των ανωτάτων δικαστηρίων που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεων, μισθών, και άλλων μνημονιακών νόμων, στα πλαίσια προσφυγών κατ’ αυτών των νόμων, πολιτών που τους προσέβαλαν ως αντισυνταγματικούς και δικαιώθηκαν.
Τι μας λέει λοιπόν η Πολιτεία, ή, μάλλον, τι ακούμε από τα ρεπορτάζ του Τύπου; Ότι οι αποφάσεις αυτές, θα εφαρμοστούν μόνο ως προς τους πολίτες που προσέφυγαν και όχι ως προς τους άλλους. Όπως θέλει, μπορεί να προσφύγει κι αυτός ή αυτή. Τι σημαίνει αυτό; Ας του δούμε -ενδεικτικά και όχι εξαντλητικά :
Πέραν του ότι θα πρέπει εκατομμύρια ενδιαφερόμενων να μπουν σε μια μακροχρόνια διαδικασία που ίσως, ιδίως για τους κάποιας ηλικίας, και να μη βρίσκονται εν ζωή για να δουν εαυτούς να δικαιώνονται.
Πέραν των τεράστιων (για τα οικονομικά δεδομένα των πολιτών) εξόδων που συνεπάγεται η προσφυγή στη Δικαιοσύνη που ουσιαστικά τους αποτρέπει από την χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου αυτού «δημόσιου αγαθού» και, ενδεχομένως, να υπερβαίνουν και σημαντικά τις διεκδικούμενες επιστροφές.
Και, ακόμα, πέραν του ότι τα δικαστήρια για να εκδικάσουν σε ατομική βάση τις εκατομμύρια αγωγές που θα κατατεθούν αν οι πολίτες ανταποκριθούν στη πρόσκληση αυτή, θα πρέπει να είναι και περισσότερες της μιας (π.χ., ανάλογα με την καθ’ ής Δημόσιας Αρχής που θα εγείρεται η αγωγή όταν το περιεχόμενο του αιτήματος δεν θα επιτρέπει την ταυτόχρονη προσφυγή κατά πολλών Δημόσιων Αρχών που εμπλέκονται ως συναρμόδιες για την εφαρμογή του προσβαλλόμενου νόμου) αυξάνοντας έτσι τα σχετικά έξοδα και δημιουργώντας «ασφυξία» στα δικαστήρια και ίσως, ο ούτως ή άλλως μεγάλος χρόνος αναμονής που ισχύει σήμερα, να διπλασιαστεί και τριπλασιαστεί, οπότε ακόμα και πολίτες της ηλικίας των 40 ή 50 ετών να δουν να τελεσιδικούν οι υποθέσεις τους (με τις αναβολές και την εξάντληση όλων των βαθμίδων της Δικαιοσύνης) όταν θα είναι σε προχωρημένη ηλικία και ίσως συνταξιούχοι.
Πέραν λοιπόν όλων των ανωτέρω, το «τρικ» της υποχρέωσης των πολιτών να προσφύγουν ατομικά προκειμένου να ωφεληθούν και αυτοί από τους κηρυχθέντες ως αντισυνταγματικούς νόμους, στην ουσία αναιρεί και τα πλέον ουσιώδη προαπαιτούμενα ώστε η «Δικαιοσύνη» να θεωρείται «δημόσιο αγαθό», αφού, έμμεσα πλην σαφώς, «τιμολογεί» σε απαγορευτικά επίπεδα τη χρήση αυτού του «δημόσιου αγαθού» (όταν θάπρεπε να είναι εντελώς ή σχεδόν εντελώς δωρεάν η παροχή της και σε καμία περίπτωση απαγορευτική εκ του λόγου αυτού) και εισάγει ομοίως εμμέσως πλην σαφώς το κριτήριο του αποκλεισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας του Λαού από αυτήν. Και τούτο διότι, εν προκειμένω, οι σχετικές αποφάσεις που κρίνουν αντισυνταγματικούς συγκεκριμένους μνημονιακούς νόμους, αδιάφορα αν εκδόθηκαν στα πλαίσια ατομικών αγωγών, εν τούτοις, το ίδιο το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου και κρινόμενου ως αντισυνταγματικού νόμου, έχει ισχύ καθολική έναντι πάντων και πασών, ακριβώς διότι δεν αφορά νόμο που βλάπτει προσωπικά κάποιον ή κατά τρόπο που η απόφαση μπορεί να διαφοροποιηθεί ανάλογα με ειδικότερα χαρακτηριστικά και δεδομένα του προσφεύγοντος, αλλά, δοθέντος ότι βλάπτει τους πάντες που υπάγονται σ΄ αυτόν, αρκεί για να εφαρμοστεί και έναντι πάντων.
Ένα Κράτος, που θέλει να λέγεται «Κράτος Δικαίου», τι οφείλει συνεπώς να πράξει όταν τελεσίδικα νόμοι που το ίδιο εξέδωσε και εφάρμοσε, κρίθηκαν αντισυνταγματικοί, αδιάφορα στα πλαίσια ποιας εναντίον τους προσφυγής;
Οφείλει αμελλητί να αποκαταστήσει τις όποιες ζημίες υπέστησαν οι πολίτες του εκ της εφαρμογής του κηρυχθέντος αντισυνταγματικού νόμου.
Οφείλει αμελλητί να παύσει να τους εφαρμόζει στη συνέχεια.
Η προβαλλόμενη επιχειρηματολογία, το Κράτος να μην εφαρμόζει νόμους ήδη κηρυχθέντες αντισυνταγματικοί, παρά μόνο στη περίπτωση που αυτό αιτηθεί δικαστικώς με ad hoc αγωγή από τον κάθε πληττόμενο εκ της αντισυνταγματικότητας του νόμου πολίτη αυτής της Χώρας, αυτό καταργεί και το τελευταίο φύλο συκής ενός Κράτους που πασχίζει να πείσει ότι δεν έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά η Συνταγματική Νομιμότητα στη Χώρα, είναι ένα επιχείρημα, που δύσκολα μπορεί να βρεθεί ακόμα και στα πιο ανελεύθερα ολοκληρωτικά καθεστώτα, διότι εκεί, τουλάχιστον, λαμβάνουν τα μέτρα ώστε, ελέγχοντας πλήρως τη Δικαιοσύνη, να μην αντιμετωπίζουν τέτοιες εκ μέρους της «τρικλοποδιές».
Το Δίκαιο πλέον, περισσότερο και από τη Δικαιοσύνη, «πωλείται» στη κυριολεξία, και πανάκριβα, ως εμπορεύσιμο είδος. Όποιος πληρώνει, αποκτά τόση μερίδα Δικαίου, όση η αναγραφόμενη τιμή στο σχετικό παγκάρι...