Η Ιδεολογική νεύρωση του ΣΥΡΙΖΑ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης


Ο ΣΥΡΙΖΑ (ως κόμμα) και τα στελέχη του και ασφαλώς και η ηγεσία του, στην δική μου αντίληψη των πραγμάτων, φαίνεται να προσβλήθηκαν από ένα είδος ιδεολογικής νεύρωσης, (χρησιμοποιώ τον όρο κατ' αναλογία με τον ίδιο όρο, που ο Vincent de Gaulejac τον χρησιμοποιεί στο βιβλίο του «Η ταξική νεύρωση», εκδ. Παπαζήση για να περιγράψει τις νευρώσεις που δημιουργούνται σε άτομα και ομάδες στη περίπτωση της μετατόπισης της κοινωνικής ή/και οικονομικής ή/και ιδεολογικής τους θέσης), συνεπεία της πασιφανούς μετάλλαξης του κόμματος και της ηγεσίας του, μετά την άνοδό τους στην κυβερνητική εξουσία, στο επίπεδο των έργων μα και των λόγων επίσης, (η τελευταία συνέντευξη Τύπου του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ είναι αποκαλυπτική αυτής της μετάλλαξης), ως μια προσπάθεια να τα έχουν καλά και με τον «χωροφύλακα» και με τον «αστυφύλακα», όσο κι αν προσπαθούν να διασώσουν, εις μάτην, το «Αριστερό» τους προφίλ, το οποίο κυριολεκτικά έχει απορροφηθεί από την ακαταμάχητη διαλυτική επίδραση της κυβερνητικής Εξουσίας, μοιραίο ......
αποτέλεσμα, όταν αντί να την κατακτήσεις, σε κατακτά.

Αυτή η διαρκής, αδυσώπητη και ψυχοφθόρα ανάγκη, να υποκρίνονται προς κάθε κατεύθυνση, τόσο προς την πλευρά της Κοινωνίας, όσο και προς την πλευρά των δυνάμεων εκείνων, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, χωρίς την αποδοχή και έγκριση των οποίων, η Εξουσία τους μπορεί να χαθεί από τη στιγμή στην άλλη, επιτείνει την παραπάνω νεύρωση, τουλάχιστον έως ότου, πάψει να υπάρχει αυτή σύγκρουση των αντιθέτων προϋποθέσεων που η κάθε «τάξη πραγμάτων» θέτει, ως προϋπόθεση συμμετοχής σ’ αυτή : Η Κοινωνία απ' τη μια και οι άνω Δυνάμεις Εξουσίας απ' την άλλη. Βέβαια, αν η Ελληνική Δημοκρατία λειτουργούσε κανονικά, τότε, ίσως το πρόβλημα που εδώ επισημαίνουμε (της ιδεολογικής νεύρωσης), να μην υπήρχε τουλάχιστον σ΄ αυτό το βαθμό. Όμως, σ΄ ενα Κράτος, με ποδοπατημένη τη Συνταγματική του νομιμότητα, και με μια Κοινωνία στη συντριπτική της πλειοψηφία αποστασιοποιημένη με ό,τι αποκαλείται «πολιτικό σύστημα» και κυρίως, «Σύστημα Εξουσίας», το οποίο υπηρετεί αυτού του είδους την ακρωτηριασμένη «Δημοκρατία» («εν ονόματι του γενικότερου συμφέροντος» όπως ισχυρίζεται τόσο πιο έντονα όσο περισσότερο δεν γίνεται πιστευτό το επιχείρημα), είναι φανερό, πως η οποιαδήποτε μνημονιακή κυβέρνηση, είναι «καταδικασμένη» να επιλέξει ανάμεσα σε δύο απολύτως διακριτές και μη συγκοινωνούσες όχθες, όχι διότι δεν μπορεί να κατασκευαστεί μια «γέφυρα», μα διότι η Κοινωνία, που βρίσκεται στη μια όχθη, γνωρίζει πολύ καλά, ότι οι «απέναντι», ορέγονται την υποτέλειά της, την λεηλασία της -είναι μια «φυλή» κατακτητών και βαρβάρων. Έτσι, το τέλος αυτής της νεύρωσης δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο όταν ο «ενδιαφερόμενος» απαλλαγεί απ’ τον διπλό του ρόλο, παρά μόνο όταν επιλέξει είτε τούτη την όχθη είτε την άλλη. Πάντως, ένα είναι βέβαιο : δεν μπορεί να ανήκει ταυτόχρονα και για πολύ, σε διαφορετικές καταστάσεις πραγμάτων στις οποίες ισχύουν διαφορετικές προϋποθέσεις συμμετοχής και κυρίως αμοιβαία ασύμβατες. Δεν μπορείς να είσαι και με τους δανειστές και με τους δανειζόμενους, με τον τοκογλύφο και το θύμα του. Αυτό μπορεί να ισχύει σε μια κανονική και έντιμη συναλλαγή. Δεν μπορεί όμως να ισχύει όταν ο δανειστής είναι π.χ., ο τοκογλύφος της γειτονιάς σου, και όταν ο δανεισθείς, εκπροσωπούνταν μέσω πληρεξούσιου, ο οποίος όμως λειτούργησε σε βάρος του εντολέα του -μια δε εκ των εντολών του ήταν να αποφύγει τον τοκογλύφο-, ο δε δανειστής-τοκογλυφος το γνώριζε τούτο πολύ καλά.

Είναι φανερό, ότι το πρόβλημα της ιδεολογικής νεύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του, υπερβαίνει τα ίδια τα άτομα, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση αυτής της νεύρωσης, όσο πρέπει να «πάση θυσία» να υποστηρίξουν το αριστερό τους προφίλ. Η υπέρβαση θα απαιτούσε μια νέα Αριστερή Κοσμοθεωρία, μια Κοσμοθεωρία σύγχρονη και διακριτή ως προς τα προτάγματά της από τα προτάγματα άλλων ιδεολογιών, τόσο ως προς το Τι και Γιατί, όσο και ως προς το Πώς, και μια Αριστερά που ο λόγος και τα έργα της δεν θα αφίστανται. Τούτη δω η κυβερνώσα «Αριστερά», το πιο φιλόδοξο όραμά της, που και σ' αυτό απέτυχε οικτρά, είναι να αναδειχθεί σ' ένα καλύτερο διαχειριστή του ίδιου Πολιτικού και Κοινωνικοοικονομικού Συστήματος, που εξ ορισμού βρίσκεται εκτός κάθε Αριστερής λογικής, μιας λογικής που με τη σειρά της αδυνατεί να παρουσιάσει μια αξιόπιστη εναλλακτική. Στα πλαίσια της επιλογής της αυτής, δηλαδή της φιλοδοξίας της να αναδειχθεί ως κυβέρνηση σε ένα πιο «κοινωνικά ωφέλιμο» διαχειριστή του πλέον αντικοινωνικού συστήματος, του νεοφιλελευθερισμού, η φανερή, τουλάχιστον σε μένα επιλογή που προέκρινε, είναι να μετατοπιστεί ιδεολογικά προς τον χώρο της αποδεκτής στην ευρωπαϊκή -και όχι μόνο- Κυρίαρχη Τάξη Πραγμάτων, σοσιαλδημοκρατία «ευρωπαϊκού τύπου», όπως λ.χ., η γαλλική ή η γερμανική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όμως, αυτός ο χώρος, εδώ, στην Ελλάδα, διεκδικείται και από τους «γνήσιους» σοσιαλδημοκράτες, αυτό δηλαδή που αποκαλούμε «κεντροαριστερά», ένας «τίτλος τιμής» προκειμένου κάποιος να γίνει αποδεκτός «στην Ευρώπη», αφού η ταμπέλα με σκέτη τη λέξη «Αριστερά», είναι τουλάχιστον (και ταυτόχρονα επιεικώς) απαράδεκτη και μη αποδεκτή, ακόμα και ως τέτοια, δηλαδή ως μια σκέτη λέξη. Το «Αριστερά», παραπέμπει στον «κομμουνισμό», και σε κάθε περίπτωση, νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν να τους προσάψουν : δηλαδή τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή», όσο κι αν δημοσίως στελέχη του, ακόμα και κυβερνητικά, δηλώνουν δημόσια την ιδιότητά τους αυτή. Το ζήτημα όμως είναι, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, πως ο κόσμος, ακούγοντάς τους, απλά, δεν τους πιστεύει, για να το πω όσο πιο ευγενικά γίνεται, και να μη χρησιμοποιήσω χαρακτηρισμούς που ακούω, στο δικό μου επίπεδο, του απλού πολίτη.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο που τούτη δω τη κυβερνώσα Αριστερά, ο κόσμος, πολύ δύσκολα την κατατάσσει πλέον, και πάντως μετά το Δημοψήφισμα, στην «Αριστερά». (Βεβαίως δεν αναφέρομαι στα στελέχη και τους ιδεολογικούς της οπαδούς που με βάση τα δικά τους επιχειρήματα αυτοπροσδιορίζονται όπως προσδιορίζονται). Πάντως, ο μη Αριστερός, που επιθυμεί στα πλαίσια των πολιτικών του επιλογών να γνωρίζει έστω στο περίπου τι ιδεολογία πρεσβεύει ένας πολιτικός φορέας που του ζητά τη ψήφο του, έχω την άποψη πως τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, κρίνοντάς τον και από τα λόγια και από τα έργα του, θα μπορούσε να επικαλεσθεί επιχειρήματα με βάση τα οποία θα μπορούσε ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ να τον πει και να μην τον πει «κομμουνιστικό», να τον πει και να μην τον πει «Αριστερό», να τον πει και να μην τον πει «Κεντροαριστερό», να τον πει και να μην τον πει «Σοσιαλδημοκρατικό», να τον πει και να μην τον πει «Κεντροδεξιό», να τον πει και να μην τον πει «Δεξιό» ακόμα δε και «Νεοφιλελεύθερο». Όμως, πολιτικά, ένα τέτοιο ξεχείλωμα μαθηματικά οδηγεί στην πλήρη αποσύνθεση, και ασφαλώς μπορεί να κατηγορηθεί βάσιμα και ως ένα δείγμα πολιτικού και ιδεολογικού αμοραλισμού και καιροσκοπισμού.

Και η χειρότερη ίσως αντίληψη που μπορεί να δημιουργηθεί στη Κοινή Γνώμη είναι η δημιουργία εκείνης της αντίληψης, ότι η απομάκρυνση της κυβέρνησης από την Κοινωνία, και το χειρότερο, το στρίψιμο της πλάτης της σ’ αυτή, δεν πρέπει να γίνεται χωρίς να επιχειρείται μια άλλου είδους «σύνδεση», αυτή με εγκαθιδρυμένα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία υποτίθεται ότι ήρθε για να τα υποχρεώσει να πληρώσουν το μερίδιο που τους αναλογεί στη Κρίση μα και να πληρώσουν αναδρομικά παλαιότερες εκκρεμείς οφειλές τους στο δημόσιο ταμείο και να πάψει το φαινόμενο η Κρίση να αφορά -στο σκέλος της εξόφλησης- μονάχα τα Συνήθη Υποζύγια. Η επίκληση σοβαρής έκτακτης ανάγκης, όπως η σοβούσα μεγάλη κρίση και το Μνημονιακό Καθεστώς, ως δικαιολογητικό λόγο της χωρίς προηγούμενο επίθεσης εναντίον των λαϊκών συμφερόντων, στην ουσία πρέπει να ερμηνευτεί τελείως αντίστροφα από μια κυβέρνηση που διακηρύσσει ότι είναι Αριστερή. Υποτίθεται πως μια Αριστερή κυβέρνηση, εξ ορισμού, βρίσκει στη παρουσία μιας μεγάλης Κρίσης την ευκαιρία να αποδείξει πως υπάρχουν εναλλακτικές που δεν στέλνουν τον λογαριασμό της Κρίσης κατά προτεραιότητα στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα που είναι και αμέτοχα στη δημιουργία της Κρίσης.

Ασφαλώς το ζήτημα -και το φαινόμενο- της «ιδεολογικής νεύρωσης», δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του, αλλά σχεδόν όλες τις ιδεολογίες που θεωρούν ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση αδυναμίας να αντιτάξουν πειστικά επιχειρήματα, και κυρίως, στο επίπεδο της εξουσίας, πειστικές πολιτικές που να αντιδιαστέλλονται με σχετική τουλάχιστον σαφήνεια, της ιδεολογίας και των πολιτικών που ιδεολογικά καταγγέλλουν, αλλά που όμως, εκεί όπου οι πολιτικοί φορείς αυτών των ιδεολογιών ασκούν κυβερνητική εξουσία, στη πράξη υπηρετούν ό,τι καταγγέλλουν στα λόγια. Ούτε, ιστορικά, η τούτη-δω κυβερνώσα Αριστερά (εξετάζοντάς την από τις απαρχές της συγκρότησής της, από την εποχή του ΚΚΕεσ της δεκαετίας του 1960), είναι δίκαιο να χρεωθεί ένα ζήτημα, αυτό δηλαδή της διατύπωσης και αποσαφήνισης της ιδεολογικής ταυτότητας και της πολιτικής και κοινωνικής της στρατηγικής και καθημερινής δράσης, αλλά και την στρατηγική ένταξής της στο κοινωνικό αλλά και πολιτικό γίγνεσθαι, (η διαχρονικά μικρή επιρροή της σε τούτο το γίγνεσθαι οπωσδήποτε κάτι λέει), το οποίο ως άλυτο ζήτημα έρχεται από τα παλιά για το κόμμα αυτό στη διαχρονική του παρουσία (ΚΚΕεσ, Συνασπισμός και ΣΥΡΙΖΑ [με «κορμό» τον Συνασπισμό]). Αφορά αυτή η συζήτηση, και για λόγους οικονομίας, ας παραμείνουμε στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ασφαλώς το σύνολο της Αριστεράς (με εξαίρεση ίσως τα «δογματικά» Αριστερά κόμματα) και της Σοσιαλδημοκρατίας, μα και της Λαϊκής Δεξιάς, οι ιδεολογίες των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες, ολοένα και περισσότερο διαφοροποιούνται κυρίως στο ζήτημα της «καλύτερης διαχείρισης» του υπάρχοντος (νεοφιλελεύθερου) συστήματος, παρά για την ανατροπή του, ή μάλλον, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διασώσουν το Αριστερό τους «προφίλ», μεταθέτοντας το ζήτημα της ανατροπής ή του εκδημοκρατισμού και κοινωνικού του εκσυγχρονισμού, σ΄ ένα απροσδιόριστο μέλλον και με θολή περιγραφή του ποια ακριβώς «νέα» Τάξη Πραγμάτων επαγγέλλονται.

Η Αριστερά του 20ου και 21ου αιώνα, με κάποιες εξαιρέσεις ασφαλώς ιδίως στην Ευρώπη κατά το τρίτο τέταρτο του περασμένου αιώνα και μετά, φαίνεται να έχει καταργήσει τον ιστορικό χρόνο στο γίγνεσθαι του οποίου θάπρεπε να μετέχει. Θάλεγε κανείς πως φοβάται μη και το ιστορικό γίγνεσθαι αλλοιώσει τις αρχές της, τις οποίες επιχειρεί να διαφυλάξει από τις «έξωθεν» επιρροές με το να τις αποστερήσει την ιστορική τους κίνηση, να τις πακτώσει χρονικά στην εποχή που γεννήθηκαν, κάποιους αιώνες πίσω. Και όσο περισσότερο δεν μπορούσε να προσφέρει Αριστερές εναλλακτικές στη πράξη, τόσο οχυρώνονταν πίσω από τον Αριστερό βερμπαλισμό. Αυτό συχνά καταλήγει σε μια ποικιλία Αριστερών αμφισημιών, όπου κανείς μπορεί να βρει ανακατωμένα όπως στη χωριάτικη σαλάτα, ακραίες Αριστερές ρητορικές, ρητορικές στήριξης της πιο ακραίας μορφής παγκοσμιοποίησης, ρητορικές διεθνιστικές μα και υπέρ της παγκοσμιοποίησης, και υιοθέτηση πολιτικών που συναποφασίζονται και επιβάλλονται με ό,τι καταγγέλλουν ως ιδεολογικούς τους αντιπάλους, με τους οποίος ενίοτε και συγκυβερνούν.

Όμως, το μοντέλο διακυβέρνησης που επιδιώκει να εξισορροπήσει την Ολοκληρωτική Αθλιότητα (εννοώ εδώ τον Νεοφιλελευθερισμό) με τη Δημοκρατία, μονάχα σα δικαιολογία για την παραμονή στην Εξουσία μπορεί να προβληθεί και ερμηνευτεί. Συνομιλίες και διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αθλιότητας και της Δημοκρατίας δεν είναι νοητές. Όταν αυτό συμβαίνει, είναι κατά κανόνα η Δημοκρατία ο μεγάλος χαμένος. Εξ ου και οι Σύμμαχοι στη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, απαίτησαν την άνευ όρων παράδοση του Ναζιστικού και Φασιστικού καθεστώτος στη Γερμανία και Ιταλία αντίστοιχα χωρίς ΚΑΜΙΑ συζήτηση και ΚΑΜΙΑ διαπραγμάτευση.

Η ιδεολογική νεύρωση της τούτης-δω κυβερνώσας «Αριστεράς», αποτελεί το τυπικό δείγμα των απαιτήσεων που τίθενται από μια κυρίαρχη Τάξη Πραγμάτων, προκειμένου να σε αποδεχτεί ως μέλος της και του αναπόφευκτου διαζυγίου από τη Τάξη Πραγμάτων στην οποία ήταν ίσαμε τώρα ενταγμένη, και η οποία αποτελούσε τον ορκισμένο εχθρό της πρώτης, της οποίας δεν ήθελε απλά την ήττα αλλά τον αφανισμό της. Συνέβη όμως ακριβώς το αντίθετο. Τέλος, κι αυτό το καταθέτω ως απλό συλλογισμό, πάντα θα τίθεται το ερώτημα : Άλλαξαν όντως, ή πάντα αυτοί ήταν; Μήπως απέρριπταν την (μη) Αριστερή Τάξη Πραγμάτων, η οποία έχει στη κατοχή της και την Εξουσία και ό,τι αυτή συνεπάγεται από άποψη ωφελημάτων σε όσους μετέχουν σ αυτή, μόνο και μόνο διότι ήταν αποκλεισμένοι απ' αυτή την Τάξη Πραγμάτων (και την Εξουσία); Ασφαλώς κάποια στιγμή θα το μάθουμε κι αυτό...