Το κύρος ποτέ δεν κτίσθηκε μέσα σε άδεια πουκάμισα!

Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Η κυβέρνηση εμφανίζεται για πρώτη φορά σαν «καλός» μπίζνεσμαν, παίζοντας με τις τηλεοπτικές άδειες. Έπαιξα αέρα και έβγαλα λεφτά, σου λέει! Άρα, έμαθα το παιχνίδι της αεριτζίδικης επιχειρηματικότητας που καταπίνει σήμερα αμάσητα τα φιλέτα του δημοσίου, ενώ μέχρι χθες παρήγαγε μόνον «φούσκες»!  
Είμαι ο καλύτερος μπίζνεσμαν και αυτός είναι ο βασικός λόγος που πρέπει να με εμπιστευτείς ελληνίδα και έλληνα στις εκλογές που έρχονται, υπαινίσσεται θριαμβευτικώς η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα! Ουάου, 246 εκατομμύρια ευρώ έβγαλα μέσα σε ένα τριήμερο για τους μετόχους-πολίτες της επιχείρησης-Ελλάς και θα τα μοιράσω στους φτωχούς, ακολουθώντας την τακτική εκείνων που με έχουν εξαναγκάσει να ξεπουλώ δημόσια περιούσια. Ρεβάνς, ή απλώς μια κίνηση που εκθέτει αφάνταστα την......
πολιτική ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης;
Μα, η κυβέρνηση δεν έχει πολιτική για τις ιδιωτικοποιήσεις, η τρόικα κάνει πολιτική στο ζήτημα, ενώ οι τηλεοπτικές άδειες ήταν το μοναδικό πεδίο που παρέμεινε υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Άρα και το μοναδικό πεδίο για να κριθεί η ικανότητά της στο επιχειρείν. Σωστά;
Όλα λάθος! Τίποτε δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Ένα αεριτζίδικο - σε μεγάλο βαθμό σικέ - παιχνίδι από όλους (κυβέρνηση-τράπεζες-καναλάρχες) διαδραματίστηκε με αντικείμενο τις άδειες των τηλεοπτικών καναλιών και με πολιτικές συνέπειες που θα είναι αυτές που θα διαμορφώσουν τελικά τη νέα μεγάλη απορρύθμιση της τηλεόρασης και παράλληλα ολόκληρης σχεδόν της εσωτερικής αγοράς.
Όταν ακούς τον Μανώλη Χαιρετάκη να θέτει το ερώτημα ενός «κανονικού ανθρώπου»: «γιατί τόσα παλικάρια σφάζονται για ένα πουκάμισο αδειανό [κανάλια] στις μέρες μας», ενώ βλέπεις κάποια από αυτά τα παλικάρια να δεσμεύονται να καταβάλουν ένα τόσο υψηλό τίμημα για άδεια λειτουργίας καναλιού, θα πρέπει να αντιλαμβάνεσαι πως κάτι πολύ παράδοξο, ίσως απολύτως ανώμαλο συμβαίνει εδώ.
Εγώ ξέρω τη τηλεόραση από μια διαφορετική πολιτική και λειτουργική όψη, σε σχέση με τον Μανώλη Χαιρετάκη - ο οποίος σημείωσε πως είναι ο καλύτερος στην εξειδίκευσή του στα ΜΜΕ, στην Ελλάδα. Και όταν η δική μου «οπτική γωνία» συγκλίνει στο ίδιο ερώτημα με εκείνη του Χαιρετάκη, «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας», αναγνώστη μου. Και «Δανιμαρκία» είναι η «χώρα των συνόρων» που από τη μία της πλευρά έχει την πραγματικότητα της αγοράς και της ηγεμονίας και από την άλλη την πραγματικότητα της συμβολοποίησης - συμβολικής αναπαράστασης - ολόκληρης της κοινωνίας και του κόσμου, κυρίως μέσω της τηλεοπτικής εικόνας.
Υπάρχει μεγάλη αντίφαση εδώ! Πώς και γιατί τόσο χρήμα για ένα «άδειο πουκάμισο» με όρους αγοράς; Ή το χρήμα δεν είναι πραγματικό, ή η επένδυση στο «άδειο πουκάμισο» είναι μια φιλόδοξη επένδυση αυτό (το πουκάμισο) να γεμίσει από μια αγορά που θα κτιστεί σχεδόν από την αρχή με συγγενή της επένδυσης για την αδειοδότηση κεφάλαια. Τότε, ναι, το παιχνίδι άξιζε τον κόπο και το χρήμα του! Αν το νέο τηλεοπτικό καρτέλ, πετύχει να καρτελοποιήσει, στη γραμμή του ίδιου συμφέροντός του, πλήρως την αναδιοργανωνόμενη ελληνική αγορά, τότε …και λίγα δώσανε οι «όμηροι» του τριημέρου! Το θέμα, ωστόσο, παραμένει ανοιχτό…
Ένα ανοιχτό ζήτημα με όρους οικονομίας και ένα στρεβλό ζήτημα με όρους πολιτικής και επικοινωνίας: Δίχως κύρος τηλεόραση δεν γίνεται. Και το κύρος, το άτιμο, εκτός από διαπλοκή έχει ανάγκη και από ποιότητα και από ένα ύφος εντελώς διαφορετικό από αυτό που κυριαρχεί σήμερα στα κανάλια. Ξέρεις, ίσως, πως το κύρος ποτέ δεν κτίσθηκε μέσα σε άδεια πουκάμισα και αυτό μπορεί να μην προβληματίζει την κυβέρνηση, θα προβληματίσει, ωστόσο, σε πολύ λίγο τους καναλάρχες.
Καλό το πορτοφόλι και η παράστασή του, αλλά δεν είναι αυτό που κτίζει γνήσιο κύρος. Αν η ελληνική τηλεόραση δεν επανακτήσει, με ποιοτικό ασφαλώς τρόπο, το κύρος της, οι νέοι και παλαιοί Κύριοι του χώρου θα λάβουν οι ίδιοι προσωπικώς την μορφή του «άδειου πουκαμίσου» με αποτέλεσμα η αγορά να βρει άλλα «κανάλια» για να αναπτυχτεί. Όσο για την κοινωνία… αυτή παρέμεινε στο περιθώριο με ευθύνη αριστερών κυβερνητών αυτή τη φορά και θα είναι αυτοί που θα επωμιστούν το πολιτικό κόστος από την παραδοξότητα και χυδαιότητα της διαδικασίας αδειοδοτήσεων των καναλαρχών.