Κινηματογράφος: Από επιτομή των τεχνών... φορολογικό «καταφύγιο»

σινεμά"Για σας ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα. Για μένα είναι σχεδόν μία αντίληψη του κόσμου» Β. Μαγιακόφσκι
 «Κάθε ταινία είναι μια μικρή ή μεγάλη επιχείρηση...
, με θέσεις εργασίας, έσοδα και έξοδα, κέρδη και ζημιές, είναι μέρος μιας ολόκληρης βιομηχανίας» Γ. Παπανδρέου
 Αν και η παράθεση, στον ίδιο χώρο, του ορισμού του Μαγιακόφσκι για τον κινηματογράφο, με την άποψη ενός αστού πολιτικού – ειδικά των γνωστών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου – για το ίδιο θέμα συνιστά ακόμη και προσβολή προς τον ποιητή, ωστόσο, οριοθετεί με ανάγλυφο τρόπο τις δύο εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις που συγκρούονται και στην τέχνη: Εκείνης που θέλει τον πολιτισμό εμπόρευμα και μέσο ιδεολογικής χειραγώγησης και εκείνης που θεωρεί ότι η καλλιτεχνική δημιουργία και η πρόσβαση σε αυτήν είναι αναπαλλοτρίωτο κοινωνικό δικαίωμα, με τα αποτελέσματά της να αποτελούν συλλογική περιουσία, χωρίς καμία αγοραία διαμεσολάβηση στη δημιουργική διαδικασία και τη διανομή του καλλιτεχνικού έργου.
Όσο δεν αναδεικνύεται η παραπάνω βασική αντίθεση, τόσο δυσκολότερο γίνεται αντιληπτό το μέγεθος και το είδος των κινδύνων που απειλούν την καλλιτεχνική δημιουργία από προτάσεις όπως αυτή που κατέθεσε στις10 Νοεμβρίου η κυβέρνηση προς την «τρόικα» για φορολογικά κίνητρα στην κινηματογραφική παραγωγή.  Στο τυπικό μέρος η πρόταση δόθηκε από την υφυπουργό Πολιτισμού, Άντζελα Γκερέκου στον υφυπουργό Οικονομικών, Γιώργο Μαυραγάνη και  σύμφωνα με το ΥΠΠΟ, «τέθηκε υπόψη και ειδικευμένου σε φορολογικά θέματα κλιμακίου της τρόικας». Ουσιαστικά όμως απορρέει από τον στρατηγικό στόχο τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης για την πλήρη «απελευθέρωση», δηλαδή την αποχαλίνωση του κεφαλαίου στον οπτικοακουστικό τομέα και τον πολιτισμό γενικότερα, όπως αυτός «κωδικοποιήθηκε» στη Στρατηγική της Λισαβόνας τον Μάρτιο του 2000 όπου «υιοθετήθηκε» από τη σύνοδο των ηγετών των κρατών – μελών το σύνολο των μέτρων – «πογκρόμ» κατά των εργασιακών δικαιωμάτων στο όνομα της αύξησης της ανταγωνιστικότητας του ενωσιακού κεφαλαίου, κυρίως σε σχέση με τις ΗΠΑ.
Η πρόταση προβλέπει «έκπτωση 100% στο φόρο που αναλογεί στο ποσό που επενδύεται στην παράγωγη μιας κινηματογραφικής ταινίας από φυσικά και νομικά πρόσωπα με φορολογική υποχρέωση στην Ελλάδα».«Με τον τρόπο αυτό» εκτιμά το υπουργείο, «οι επενδυτές θα έχουν διπλό φορολογικό όφελος: αφ’ ενός θα μειώνεται η φορολογική τους βάση, καθώς το μέρος των προ φόρων κερδών που επενδύεται δε θα συνυπολογίζεται στο φορολογητέο εισόδημα και αφ’ ετέρου θα έχουν οικονομικό όφελος ίσο με το ποσό του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στο ποσό που επένδυσαν. Χρήση του φορολογικού κινήτρου μπορεί να γίνει από ελληνικές κινηματογραφικές παραγωγές, από διεθνείς συμπαραγωγές με συμμετοχή Έλληνα παραγωγού καθώς και από ελληνικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών στον οπτικοακουστικό τομέα. Η τελευταία περίπτωση αφορά συνήθως έναν αλλοδαπό παραγωγό ο οποίος αναζητεί χώρα με φορολογικά κίνητρα προκειμένου να εκτελέσει σε αυτήν ένα μέρος της παραγωγής μέσω εταιρείας παροχής οπτικοακουστικών υπηρεσιών με φορολογική υποχρέωση στην Ελλάδα».
Για την κα Γκερέκου, η υιοθέτηση της πρότασης «σε συνδυασμό με την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης μπορούν να βάλουν δυναμικά τη χώρα μας στο χάρτη των ελκυστικών κινηματογραφικών προορισμών».
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καινούργιο, εκτός από το ποσοστό, που με τη σημερινή πρόταση φοροαπαλλάσσει εντελώς το κεφάλαιο του οπτικοακουστικού. Το «όνειρο» των εγχώριων αστικών κυβερνήσεων για μετατροπή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό «Χόλιγουντ», όπου θα συρρέουν ξένοι «αστέρες» της μεγάλης οθόνης για να γυρίζουν ταινίες οι οποίες θα «διαφημίζουν» την Ελλάδα, το είχε θέσει «ποιητικότερα» ο Πέτρος Τατούλης, ως υφυπουργός Πολιτισμού, όταν από το Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 2005 και απευθυνόμενος στους μεγαλο-παραγωγούς, σημείωνε με «οίστρο»: «Τώρα είναι ευκαιρία το ελληνικό φως να φωτίσει το κάδρο σας, οι ελληνικές θάλασσες να αποτελέσουν το σκηνικό σας, τα ελληνικά ορεινά τοπία να γίνουν ο χώρος δράσης της αφήγησής σας, το ελληνικό άστυ να φιλοξενήσει τους χαρακτήρες της πλοκής σας»!
Τότε, η ελληνική κυβέρνηση υποσχόταν φοροαπαλλαγή ύψους 30% επί του συνολικού προϋπολογισμού μιας παραγωγής που θα γινόταν στη χώρα. Ήταν η εποχή που «μεσορανούσε» το ιδεολόγημα περί «κρατικοδίαιτου πολιτισμού» σε μια χώρα που ο κρατικός προϋπολογισμός για τον πολιτισμό ουδέποτε ξεπέρασε τη μισή ποσοστιαία μονάδα.
 Στόχος ο έλεγχος των ιδεολογικών μηχανισμών
Όσοι «βλέπουν» στα παραπάνω την «επέλαση» των «κλώνων» του «Μάμμα Μία» και του «Μαντολίνου του Λοχαγού Κορέλλι» – ούτε καν του «Ζορμπά» δηλαδή – έχουν δίκιο. Άλλωστε, από το 2003 ακόμη, ο Ευ. Βενιζέλος, ως υπουργός Πολιτισμού, και από το βήμα της συνόδου για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και τον οπτικοακουστικό τομέα που είχε πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, είχε καταστήσει σαφές το πλαίσιο των ιδεολογικών στόχων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων του χώρου: «Όποιος ελέγχει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς εν τέλει αποκτά και το πλεονέκτημα αυτού που ονομάζεται πολιτική ηγεμονία. Δεν μπορεί η Ευρώπη να έχει πολιτική υπόσταση, να έχει πολιτική αυτοπεποίθηση, αν δεν έχει και πολιτιστική αυτοπεποίθηση, αν δεν έχει υπό τον στοιχειώδη έλεγχό της τους δικούς της ιδεολογικούς μηχανισμούς».
Αλλά η αισθητική και το περιεχόμενο του κινηματογράφου που χρειάζονται οι αστοί είναι μόνο… τα «καλά» νέα. Διότι η «εξίσωση» «ξένες παραγωγές = ανάπτυξη των εθνικών κινηματογραφιών» όχι μόνο είναιαυθαίρετη και ατεκμηρίωτη – γεγονός που δεν πτοεί πάντως τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού να την μηρυκάζουν σαν τις καλοζωισμένες αγελάδες των διαφημίσεων -  αλλά, αντίθετα, έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τις εθνικές κινηματογραφίες. Ως προς αυτό αξίζει να θυμίσουμε τι έλεγαν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στην κινηματογραφική παραγωγή από το 2003 ακόμα στο πλαίσιο της παραπάνω συνόδου. Κυρίως οι εκπρόσωποι των πρώην σοσιαλιστικών χωρών οι οποίοι, αν και ήταν «υπεράνω πάσης υποψίας» σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο, ωστόσο «σκιαγράφησαν» τη λεηλασία της πλούσιας κινηματογραφικής υποδομής των χωρών τους από την «επέλαση» της «αγοράς».
Ο  Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Ζουλάφσκι, για παράδειγμα, είχε πει χαρακτηριστικά:: «Πουλήσαμε στους Αμερικανούς τα δικαιώματα της διανομής για ένα κομμάτι ψωμί. Έτσι λοιπόν πρέπει να δούμε πώς έγιναν τόσο δυνατοί». Ο Σλοβένος Ιγκόρ Κόρσιτς, πανεπιστημιακός καθηγητής, με αρκετή δόση σαρκασμού είχε πει ότι όλα είναι θέμα πολιτικής βούλησης, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Σλοβενία, «υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση …εξαφάνισης του κινηματογράφου μας»! Προσθέτοντας ότι μόνο με την πίεση των «πανικοβλημένων» κινηματογραφιστών πέρασε ένας νόμος σχετικής προστασίας. Στη Σλοβενία, σύμφωνα με τον Κόρσιτς, μόλις το 3%-5% της διανομής καλυπτόταν από ευρωπαϊκές εγχώριες ταινίες και το υπόλοιπο ήταν αμερικανικές (σσ. παρακάτω θα δούμε ότι τίποτε δεν άλλαξε μέχρι σήμερα).
Ο τότε εκπρόσωπος του Κέντρου Κινηματογράφου της Λετονίας, Μπρούνο Ακτσουκς, είχε κατακεραυνώσει την ΕΣΣΔ λέγοντας ότι τότε όλες οι ταινίες στη Λετονία έρχονταν από τη Μόσχα. Ωστόσο δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς σε περίοδο αγοραίας «ελευθερίας» οι λετονικές ταινίες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αντίθετα, ο Λιθουανός Τόμας Ντονέλα που εκπροσωπούσε την Ένωση Λιθουανών Σκηνοθετών είχε πει  ότι αυτή τη στιγμή (σσ. το 2003) στη Λιθουανία «γυρίζεται μόνο μία ταινία το χρόνο» κι όμως «το ’60 και το ’70 ήμασταν περήφανοι για την κινηματογραφία μας». Περιέγραψε μάλιστα ότι οι Λιθουανοί τεχνικοί κατάντησαν φτηνό εργατικό δυναμικό για παραγωγούς-μεγαθήρια, όπως η αμερικανική «Warner», η οποία γύριζε τις τηλεοπτικές της σειρές στα λιθουανικά στούντιο. Ακόμη και Ταινιοθήκη έπαψε να έχει η Λιθουανία. «Δεν μπορούμε να μπλοκάρουμε τους δρόμους ούτε να πάρουμε τα όπλα γιατί οι κινηματογραφιστές είμαστε λίγοι», κατέληξε ο Ντονέλα.
Η Βέρα Γκιούρεϊ, τότε διευθύντρια των ουγγρικών κινηματογραφικών αρχείων, είχε πει ότι τα πνευματικά δικαιώματα των ουγγρικών ταινιών από το 1945 ανήκουν πλέον σε ιδιωτική εταιρία.
Ο Κάρολ Γιακούμποβιτς, τότε μέλος του Συμβουλίου Δημόσιας Τηλεόρασης της Πολωνίας και εμπειρογνώμονας στα οπτικοακουστικά, αναφέρθηκε σε μια μελέτη της ΕΕ, από την οποία προέκυπτε, ότι η δημόσια τηλεόραση της Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθούσε να «αιμοδοτεί» την κινηματογραφική παραγωγή με το 37% του κόστους της. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, λοιπόν, για τον Γιακούμποβιτς «αν οι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς θα χαθούν», με κίνδυνο «να μετατραπούν οι άνθρωποι από πολιτιστικοί παραγωγοί σε πολιτιστικούς καταναλωτές». «Αν θέλετε να προστατέψετε τη δημόσια τηλεόραση και τα κινηματογραφικά αρχεία, πρέπει να το κάνετε μέσω της προβολής των έργων και όχι με τα έργα στα ράφια», είπε, και πρόσθεσε καταγγελτικά: «Οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων σταθμών δε βρίσκουν αντίθετη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται για τη δημόσια τηλεόραση και έτσι η ιδιωτικοποίηση θα συνεχιστεί. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλείδες για τις δημόσιες μεταδόσεις και μέσω του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Θα το κάνει η ΕΕ ή θα υποκύψει στην πίεση της αγοράς; Δεν το ξέρω, αλλά το δεύτερο είναι το πιθανότερο».
Ποιος μπορεί να πει ότι όσα είπε ο κ. Γιακούμποβιτς δεν ήταν «προφητικά»;
Φορολογικό «καταφύγιο»
Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να τεκμηριώνει «άνθηση» εθνικών κινηματογραφιών από ξένες παραγωγές, μεγάλο μέρος των εγχώριων κινηματογραφιστών βλέπουν με «δέος» αυτή την προοπτική, όπως και τα φορολογικά κίνητρα. Ίσως να ξέρουν κάτι που δεν ξέρει κανείς άλλος, αλλά αυτό που μπορεί ο καθένας να μάθει είναι ότι παρά τους φορολογικούς «παραδείσους» που δημιούργησαν τα ευρωπαϊκά κράτη για τα δικά τους οπτικοακουστικά μονοπώλια, το ευρωπαϊκό σινεμά εξακολουθεί να… περνάει δύσκολες στιγμές για να το θέσουμε «κομψά». Και αυτό συμβαίνει ακόμη και με αύξηση της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής παραγωγής, ακόμη και σε σχέση με τις ΗΠΑ. Το Νοέμβριο του 2013, η ΕΕαποφάσισε τη διεύρυνση των κρατικών και ενωσιακών επιδοτήσεων προς το κεφάλαιο του οπτικοακουστικού τομέα  διότι διαπίστωνε ότι «έχει καταστεί ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς ταινιών στον κόσμο». Σύμφωνα με τα στοιχεία τους, «η κινηματογραφική βιομηχανία της ΕΕ παρήγαγε 1.299 κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους το 2012 έναντι 817 στις ΗΠΑ (το 2011) και 1.255 στην Ινδία. Το 2012 πουλήθηκαν 933,3 εκατομμύρια εισιτήρια κινηματογράφου στην Ευρώπη. Το 2008 η ευρωπαϊκή οπτικοακουστική αγορά κινηματογραφικής ψυχαγωγίας αποτιμήθηκε σε 17 δισεκατομμύρια ευρώ. Πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα απασχολούνται στον οπτικοακουστικό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Όμως, το 75% των εσόδων των ευρωπαϊκών κινηματογράφων προέρχεται από αμερικανικές ταινίες, ενώ οι ΗΠΑ κυριάρχησαν και το 2011 καλύπτοντας το 71% της «πίτας» της διανομής.
Να σημειωθεί ότι στην πλειοψηφία των συμπαραγωγών του ευρωπαϊκού κινηματογράφου συμμετέχουν εταιρείες των ΗΠΑ, άρα η «πίτα» του Χόλιγουντ μεγαλώνει ακόμη περισσότερο.  Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η ΕΕ εκτιμά ότι τα κράτη – μέλη της διαθέτουν περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως για την παραγωγή, προς εταιρείες φυσικά, με τη μορφή επιχορηγήσεων και χαμηλότοκων δανείων και 1 δισ. ευρώ με τη μορφή φορολογικών κινήτρων!
Το παραπάνω στοιχείο μπορεί να «διαβαστεί» από κάποιον, ακόμη και καλών προθέσεων άνθρωπο και από την «ανάποδη». Δηλαδή, το ότι «ρίχνονται» 4 δισ. ευρώ δημοσίου χρήματος στην ευρωπαϊκή κινηματογραφική παραγωγή με τους αμερικανούς να εξακολουθούν να κυριαρχούν με ιδιωτικά κεφάλαια, δεν αποδεικνύει την αποτυχία της δημόσιας στήριξης του κινηματογράφου;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Το γεγονός αυτό αποδεικνύει περίτρανα ότι, αντίθετα, η «γενναία» δημόσια χρηματοδότηση των ιδιωτών, δηλαδή η στήριξη, με τον πλούτο των λαών, της καπιταλιστικής αγοράς είναι αυτή που μετατρέπει σε «βαρέλι δίχως πάτο» τη διαδικασία των κρατικών χρηματοδοτήσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περίφημο «Tax shelter», το οποίο αποτελεί «σημαία» μεγάλου τμήματος των εγχώριων κιηματογραφιστών. Τόσο η σημερινή πρόταση της κυβέρνησης για πλήρη φοροαπαλλαγή της παραγωγής, όσο και ανάλογη κίνηση τον Απρίλιο του 2010 παραπέμπουν στον στόχο ενίσχυσης του κεφαλαίου και όχι των δημιουργών. Ο όρος «Tax shelter» σημαίνει, κυριολεκτικά, «φορολογικό καταφύγιο», αφού, σύμφωνα με το οικονομικό λεξικό: «Χαρακτηρίζονται έτσι διάφορες επενδύσεις και επενδυτικά προγράμματα που επιτρέπουν τη νόμιμη αποφυγή καταβολής φόρου για τα ποσά που επενδύονται σε αυτά, ή γενικά, βοηθούν στη μείωση της φορολογικής οφειλής».
Το 2010 η κυβέρνηση προωθούσε σχέδιο σύμφωνα με το οποίο, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επενδύει στην παραγωγή κινηματογραφικού έργου μεγάλου μήκους απαλλάσσεται από τον φόρο που του αναλογεί ως εξής: Για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν δραστηριοποιούνται στον οπτικοακουστικό τομέα κατά 40% του ποσού που επένδυσαν, ενώ για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στα οπτικοακουστικά, κατά 20%. Και στις δύο περιπτώσεις, το συνολικό ποσό της επένδυσης δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το 20% του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος. Τα ποσά θα καταβάλλονταν στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, «σε ειδικό λογιστικό κωδικό επ” ονόματι της ταινίας που επιθυμεί να ενισχύσει».
Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί σοβαρά ότι τα φορολογικά «καταφύγια» των μεγάλων επιχειρήσεων ή των πολυεθνικών, ακόμη περισσότερο, αφορούν στην «ανάπτυξη» της εθνικής κινηματογραφίας και όχι σε συσσώρευση νέων, έμμεσων, μέσω της φοροαπαλλαγής, κερδών; Αν το κράτος ήθελε πραγματικά ανάπτυξη του κινηματογράφου προς όφελος των δημιουργών και του λαού δεν θα προχωρούσε σε έμμεσες ή άμεσες χρηματοδοτήσεις ιδιωτών, αλλά στη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών (εκπαίδευση, υλικοτεχνική υποδομή κλπ) που θα επέτρεπαν την απρόσκοπτη και ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία και, βέβαια, τη δημιουργία αποκλειστικά δημόσιων δικτύων διανομής και προβολής. Έτσι ώστε το καλλιτεχνικό έργο να προσπαθήσει, τουλάχιστον, να βρει το κοινό του. Μπορεί έναν τέτοιο στόχο να τον υπηρετήσει οποιαδήποτε ενέργεια έχει σαν βασικό κριτήριο το κέρδος του ιδιώτη; Σε καμία περίπτωση.
Σινεμά – «εργαλείο» του τουριστικού «μάρκετινγκ»!
Η κατηφόρα της κρατικής υποχρηματοδότησης του πολιτισμού με αφορμή την κρίση συνοδεύεται από σαφές «σπρώξιμο» των κρατικών πολιτιστικών υποδομών στην ιδιωτικοοικονομική διαχείριση, πιθανά και στην πλήρη ιδιωτικοποίησή τους. Το αποτέλεσμα είναι, ακόμη και φορείς όπως το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, της μοναδικής, δηλαδή, δημόσιας χρηματοδοτικής «πηγής» για το ελληνικό σινεμά μετά και το «λουκέτο» στην ΕΡΤ, να μετατρέπεται σε «διαμεσολαβητή» για ξένες παραγωγές.
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2013, το ΕΚΚ ανακοίνωσε νέο κανονισμό χρηματοδοτήσεων, «με σκοπό να ανταποκριθεί στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες της χώρας», δηλαδή τη δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης που οδηγεί στην πλήρη εμπορευματοποίηση της κινηματογραφικής τέχνης και στη μετατροπή των δημιουργών σε εν δυνάμει εξαθλιωμένους βοηθούς και κομπάρσους των ξένων «επενδυτών».
Ακόμη όμως και για την εφαρμογή αυτού, το ΕΚΚ ομολογούσε ότι «πρέπει και η Πολιτεία να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να αποδοθεί στο ΕΚΚ το χρέος από την επιστροφή του ΦΠΑ από το 2006 έως σήμερα, ποσό που ανέρχεται στα 4.500.000 ευρώ, καθώς και από τη μηδενική επιστροφή του ειδικού φόρου εισιτηρίων, η οποία για το 2012 ανέρχεται στο ποσό των 3.000.000 ευρώ περίπου (…)».
Όπως προκύπτει  από τον κανονισμό, τα εννέα χρηματοδοτικά του προγράμματα επαφίενται… στις «διαθέσεις» των εν δυνάμει «χορηγών», των επιχειρήσεων… και του Χόλιγουντ, αν εξαιρεθούν δύο που θα συμμετείχε η ΕΡΤ κατά 50%. Η ΕΡΤ πλέον δεν υπάρχει, άρα αυτομάτως τα προγράμματα έγιναν ουσιαστικά επτά.
Ανάμεσά τους είναι και το Πρόγραμμα Κινήτρων για Προσέλκυση Ξένων Παραγωγών στην Ελλάδα με μειοψηφική συμμετοχή Έλληνα συμπαραγωγού. Μάλιστα, το ΕΚΚ δεν παρουσιάζει αυτό το πρόγραμμα μόνο με όρους «ενίσχυσης» του κινηματογράφου, αλλά και «ενίσχυσης» του τουρισμού! Σημειώνει συγκεκριμένα ότι «έχει στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή προσέλκυση ξένων ταινιών, ως αναπτυξιακό εργαλείο της κινηματογραφικής αγοράς για την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου τουριστικού μάρκετινγκ – τον «κινηματογραφικό τουρισμό», προβάλλοντας στο εξωτερικό τη χώρα μας, που ειδικά αυτή την περίοδο έχει τεράστια σημασία για την εικόνα της. Το ΕΚΚ βρίσκεται ήδη σε συνεργασία με τον ΕΟΤ για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή του»…
Προφανώς στο ΕΚΚ σκέφτηκαν ότι αφού δεν  έχουν χρήματα για την ενίσχυση των δημιουργών… ας προσπαθήσουν να ενισχύσουν το κεφάλαιο στον ελληνικό τουρισμό. Τα πράγματα θα είχαν μόνο πλάκα, αν δεν ήταν και τραγικά. Διότι σύμφωνα με στοιχεία του «MEDIA DESK HELLAS» (σ.σ.: το ελληνικό γραφείο του προγράμματος της ΕΕ «MEDIA» για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής οπτικοακουστικής βιομηχανίας), από τις 25μεγάλου μήκους ταινίες που παρήχθησαν στην Ελλάδα το 2011, οι 17 υποστηρίχθηκαν οικονομικά κατά ένα μεγάλο μέρος τους από το Κέντρο Κινηματογράφου. Σύμφωνα πάντα με τα παραπάνω στοιχεία, το 2011, η κυριαρχία του κινηματογράφου των ΗΠΑ στην ελληνική αγορά,  ανερχόταν στο 71% της διανομής. Μάλιστα, τα πράγματα σε ό,τι αφορά στην πρόσβαση στην κινηματογραφική αίθουσα είναι χειρότερα από τη 10ετία του ’80. Το 2011 στην Ελλάδα υπήρχαν 297 κινηματογράφοι και 493 οθόνες. Τη «μερίδα» του λέοντος των αιθουσών έχουν η Αθήνα και ο Πειραιάς (194 και 50 αντίστοιχα), ενώ 199 «μοιράζονται» σε όλη την υπόλοιπη χώρα, βασικά στα υπόλοιπα αστικά κέντρα.
Για ποια διανομή ελληνικής ταινίας μπορεί να γίνει λόγος; Και τι είδους σινεμά θα αναπτυχθεί με τέτοιους προσανατολισμούς στο περιεχόμενο; Μια εύστοχη και περιεκτική απάντηση έδωσε ο σκηνοθέτης, Τάσος Ψαρράς, σε συνέντευξή του στο «Ριζοσπάστη», τον Μάρτιο του 2012  και στην ερώτηση, γιατί το κράτος υποχωρεί από τη στήριξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας:
«Ένας λόγος είναι ότι αφήνοντας σε μια «ελεύθερη αγορά» τον κινηματογραφιστή μόνο του, ξέρει (σ.σ. το κράτος) ότι θα αναγκαστεί, εκ των πραγμάτων, να παίξει με τους όρους αυτής της αγοράς. Ποιοι είναι αυτοί όροι; Εύκολο θέαμα, εύπεπτο θέαμα, θέαμα το οποίο διεγείρει τα κατώτερα ένστικτα του θεατή ή κολακεύει τον θεατή. Οπότε, χωρίς να έχει την ασφάλεια μιας χρηματοδότησης, ο κινηματογραφιστής να μην μπορεί να κάνει σοβαρά θέματα. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου γυριζόταν χωρίς καμία κρατική χρηματοδότηση. Κάποιοι σκέφτηκαν «γιατί να ενισχύουμε κάποιους δημιουργούς που μπορεί να στραφούν και ενάντιά μας»; Υπάρχουν κι άλλοι που πιστεύουν ότι η τέχνη δεν έχει σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης όφελος για τα οικονομικά δεδομένα, για τη δημιουργία πλουτισμού. Έτσι, λοιπόν, έσπρωξαν τους δημιουργούς στο ανύπαρκτο σχήμα που λέγεται «αγορά» και είπαν «άσε να αυτορυθμιστούν». Τι σημαίνει «να αυτορυθμιστούν»; Σημαίνει να κάνουν ταινίες με ξεβράκωτες!».
Το πρόβλημα, τελικά, με τα φορολογικά κίνητρα στην κινηματογραφική παραγωγή είναι ότι η, έτσι κι αλλιώς μάλλον απίθανη, επιτυχία τους είναι πιο επικίνδυνη για τον κινηματογράφο ως τέχνη από την αποτυχία τους…
Γράφει ο Γρηγόρης Τραγγανίδας
Αναδημοσίευση από toperiodiko.gr