2084 : Εκατό χρόνια μετά…

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης

[Εισαγωγικό σημείωμα : Το άρθρο αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της νατοϊκής επίθεσης στη Σερβία το 1999, και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, στις 13/4/1999, με τον τίτλο «2084 : Εκατό χρόνια μετά την επαλήθευση του Όργουελ». Πριν 14 χρόνια δηλαδή. Στόχος μου ήταν να υπογραμμίσω την ιστορική νομοτέλεια της ανέφευκτης εναλλαγής των μεγάλων παικτών στο παγκόσμιο.......
παιχνίδι (και της μετέπειτα τύχης τους), αλλά όχι και του ίδιου του παιχνιδιού. Το παιχνίδι επιβιώνει, αλλά, οι παίκτες αλλάζουν. Επίσης, με βάση τα τότε δεδομένα, μου ήταν εντελώς αδύνατο να «σκηνοθετήσω» ένα μέλλον ειδυλλιακό. Αν μάλιστα ήταν δυνατό να φανταστώ το σημερινό χάλι και τα όσα επισυνέβησαν εν τω μεταξύ διεθνώς, με νέους πολέμους και νέες πλην αθλιότερες προοπτικές για τον κόσμο της καθημερινότητας, ίσως το «σκηνικό» που περιγράφω να ήταν να ήταν ακόμα πιο «βαρύ», πιο «μαύρο», με λίγα λόγια πιο «ρεαλιστικό»… Μ’ αυτές τις διευκρινήσεις, ξαναδημοσιεύω αυτούσιο το παραπάνω άρθρο μου, τούτη τη φορά, εν όψει της επικείμενης, όπως δείχνουν όλα τα πράγματα, επίθεσης στη Συρία από τις ΗΠΑ και ίσως με τη συνδρομή μερικών ακόμα «προθύμων» χωρών…]

[*]

Πόσο επαληθεύτηκε το «1984» του Όργουελ; Μα ολοκληρωτικά… Αν κανείς κρατήσει τη φιλοσοφία του έργου του και δεν εστιάσει στα ιδιαίτερα γεγονότα, το μήνυμα της ολοκληρωτικής κοινωνίας, του Μεγάλου Αδελφού, της καταλυτικής επίδρασης των ΜΜΕ στην ατομική σκέψη κι ακόμα στον ιδιωτικό βίο, είναι πανταχού παρόν, ακόμα και όταν περιβάλλεται τις πιο «ευρύτερες συναινέσεις» ή τις πιο «αγαθές προθέσεις». Ο πειρασμός να μιμηθώ έστω και επιγραμματικά τον Όργουελ είναι ακατανίκητος. Επιστρατεύω λοιπόν όλα τα αποθέματα της πιο «νοσηρής φαντασίας» μου -που λίγο ως πολύ όλοι μας διαθέτουμε- και προσπαθώ να δω πώς θα είναι ο κόσμος μετά από 100 χρόνια από το «1984».

[*]

Το 2084, είναι μια χρονιά αποφράδα. Οι μεγάλες παγκόσμιες ανακατατάξεις που έγιναν τα προηγούμενα 100 χρόνια, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής : οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης [ΗΠΕ] είναι μια πραγματικότητα και η Ένωση στηρίζεται σε κριτήρια μακροοικονομικών δεικτών, ο ΟΗΕ έπαψε να έχει τις αρμοδιότητες και τις πρωτοβουλίες του παρελθόντος, το ΝΑΤΟ κατέστη μια παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική οργάνωση με αρμοδιότητα παρέμβασης σ’ όλο το πλανήτη. Όμως, ταυτόχρονα, στα 100 αυτά χρόνια, τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι ΗΠΕ, έχοντας αναλωθεί σε δραστηριότητες έξω και πέρα από τις πραγματικές τους δυνατότητες, ήδη αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που αντανακλούν και στην εσωτερική τους κοινωνική ισορροπία. Τα έθνη των Ενώσεων αυτών, αρχίζουν να διεκδικούν έντονα το δικαίωμα να αποσχισθούν από τις Ενώσεις στις οποίες ανήκουν, ενώ ταυτόχρονα, σχεδόν όλες οι εθνικές μειονότητες έχουν ξεσηκωθεί και ζητούν την επαναχάραξη των συνόρων εν όψει της επικείμενης διάλυσης των δύο αυτών Ενώσεων. Στις ΗΠΑ, οι Νότιες Πολιτείες, επιθυμούν να ανεξαρτοποιηθούν, η Πολιτεία του Τέξας επιθυμεί να ενωθεί με το Μεξικό, η Χαβάη θέλει την ανεξαρτησία της. Εν τω μεταξύ, οι Μαύροι των ΗΠΑ, στα 100 αυτά χρόνια έφτασαν να είναι η πλειοψηφία στο Μισούρι και επιθυμούν την αυτονομία τους. (Με την ευκαιρία, στον Καναδά το Κεμπέκ διεκδικεί κι αυτό την ανεξαρτησία του). Στις ΗΠΕ, η κατάσταση είναι πιο τραγική. Βάσκοι, Βαλόνοι, Σκότοι, Ιρλανδοί, οι Ουγγρικές μειονότητες σ’ όλες τις Ανατολικές Πολιτείες, οι Αλβανικές μειονότητες, οι μουσουλμάνοι, κ.λπ., όλοι τους ζητούν μια δική τους πατρίδα που ν’ ανήκει στους ίδιους. Και φυσικά, όλες αυτές οι αναταράξεις, συμβαίνουν και σ’ όλη τη Μέση Ανατολή και σ’ όλη την Αφρική. Παντού, εκτός από την Κεντρική και την Άπω Ανατολή, διότι εκεί, τα τελευταία αυτά 100 χρόνια, οι διεργασίες που εν τω μεταξύ έλαβαν χώρα διεθνώς, μετατόπισαν το κέντρο της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής ισχύος στο χώρο αυτό, όπου και δεσπόζει το Σινοασιατικό Σύμφωνο Στρατιωτικής και Οικονομικής Συνεργασίας (ΣΣΣΟΣ) που σταδιακά υποκατέστησε τη παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ (οι ΗΠΕ ποτέ δεν κατέστη υπερδύναμη) σε όλα τα επίπεδα.

[*]

Στις ΗΠΑ και ΗΠΕ, εν τω μεταξύ, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο χαώδης. Οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις για να την ελέγξουν, άρχισαν πλέον να χρησιμοποιούν και τον ομοσπονδιακό στρατό, για να επιβάλει τη τάξη. Οι αναφορές για βίαιες συγκρούσεις, οι αναφορές για επιλεκτικές εκκαθαρίσεις μειονοτήτων, είναι όλο και πιο συχνές. Το ΣΣΣΟΣ εν τω μεταξύ προειδοποίησε τις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και των ΗΠΕ, ότι δεν μπορεί πλέον να παραμένει απλός θεατής της βάρβαρης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις Ενώσεις αυτές, και τις υπέβαλε σχέδιο ειρήνευσης, που βασικά προβλέπει την ανεξαρτοποίηση των Πολιτειών, την επαναχάραξη των συνόρων των Πολιτειών με βάση τα αιτήματα των μειονοτήτων, και έδωσε προθεσμία ενός μηνός για την αποδοχή του σχεδίου, διαφορετικά θα αναλάμβανε στρατιωτική δράση. Ταυτόχρονα, κήρυξε τους Προέδρους των ΗΠΑ και ΗΠΕ εγκληματίες πολέμου και τους κάλεσε να παραδοθούν για να δικαστούν από το Διεθνές Δικαστήριο που αποτελεί τμήμα του ΣΣΣΟΣ. Οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και ΗΠΕ δεν δέχτηκαν το σχέδιο και πράγματι, το ΣΣΣΟΣ άρχισε το βομβαρδισμό των Βρυξελών, της Νέας Υόρκης και όλων των μεγάλων πόλεων των Ενώσεων. Μάλιστα, αποβίβασε και δυνάμεις του ΣΣΣΟΣ στις ακτές της Φλώριδας, της Καλιφόρνια, της Ιταλίας της Γαλλίας και της Βρετανίας που αποτελούνταν από Κινέζους, Ιρακινούς και Αφγανούς στρατιώτες, ώστε να προετοιμαστεί και η χερσαία επέμβαση. Πράγματι, μετά από λίγο καιρό, στρατεύματα του ΣΣΣΟΣ διεσπάρησαν σε όλη την επικράτεια των δύο Ενώσεων, για να επιβλέψουν την εφαρμογή του ειρηνευτικού σχεδίου.

[*]

Η ανθρωπότητα γι’ ακόμα μια φορά, βρέθηκε το 2084 με το ένα βήμα μετέωρο, χωρίς να ξέρει προς τα πού να κατευθύνει τον επόμενο βηματισμό της. Το ΣΣΣΟΣ, κατηγορήθηκε ακόμη και από τη κοινή γνώμη των χωρών-μελών του, ότι υποκριτικά επιτέθηκε εναντίον των ΗΠΑ και ΗΠΕ, διότι μέσα στις ίδιες τις χώρες του ΣΣΣΟΣ υπάρχουν μειονότητες στις οποίες αρνούνται παρόμοια αιτήματα, αλλά και διότι το ΣΣΟΣ δεν αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο παρόμοιες καταστάσεις που συμβαίνουν εν τω μεταξύ σ’ άλλες χώρες -εκτός ΗΠΑ και ΗΠΕ-, όπου δείχνει μια ύποπτη ανοχή. Γι’ ακόμα μια φορά η ανθρωπότητα το 2084, βλέπει να παίζεται ξανά ένα παιχνίδι που το έχει ξαναδεί. Ξέρουμε την ύπαρξη του παιχνιδιού αλλά μάλλον ποτέ δεν καταλάβαμε τους κανόνες του, κι όταν αυτό συμβεί, ίσως να μιλήσουμε για τη τρίτη μεγαλύτερη ανακάλυψη του Ανθρώπου μετά τη χρήση της φωτιάς και του τροχού. Οι μεγάλοι στοχασμοί ξεσκονίζονται γι’ ακόμα μια φορά. Ο Χάϊντεγκερ ανακαλείται στη μνήμη μας : «Τα ερωτήματα με το γιατί και οι απαντήσεις με το διότι είναι ξεπερασμένα μέσα και από το παιχνίδι, θεμελιωμένα και καταστραμμένα μέσα σ’ αυτό. Το «διότι» πνίγεται μέσα στο παιχνίδι. Το παιχνίδι είναι χωρίς «γιατί». Παίζει όσο παίζει. Μόνο το παιχνίδι παραμένει… Το «Παιχνίδι» δεν είναι σλόγκαν. Αφού το έχετε ανακαλύψει δεν είναι κατόρθωμα να το βρείτε, στο εξής η δυσκολία συνίσταται στο να το χάσετε. Σ’ αυτό χτίζονται και γκρεμίζονται τα πάντα…» (Κώστας Αξελός : Προς την Πλανητική Σκέψη, 2η έκδοση, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, σελ. 27, 28).

[*]

Γι’ ακόμα μια φορά η ανθρωπότητα αναρωτιέται πώς βρέθηκε εγκλωβισμένη στα αδιέξοδα των ιδεολογηματικών ευρημάτων του παγκόσμιου παιχνιδιού των «συστημάτων» και των αδιάλειπτων παμπάλαιων «νέων τάξεων» πραγμάτων, για να ξαναθυμηθούμε τον Arthur Bloch που με τη σειρά του μας θυμίζει το Θεώρημα του Ginsberg σύμφωνα με το οποίο «1. Δεν μπορείς να νικήσεις. 2. Δεν μπορείς να φέρεις ισοπαλία. 3. Δεν μπορείς να βγεις από το παιχνίδι», αλλά και το σχόλιο του Freeman για το Θεώρημα του Ginsberg : «Κάθε φιλοσοφική αρχή που προσπαθεί να δώσει νόημα στη ζωή, βασίζεται στην άρνηση κάποιου από τους κανόνες του θεωρήματος του Ginsberg. Ήτοι : 1. Ο Καπιταλισμός βασίζεται στην ψευδαίσθηση ότι μπορείς να κερδίσεις. 2. Ο Σοσιαλισμός βασίζεται στη ψευδαίσθηση ότι μπορείς να φέρεις ισοπαλία. 3. Ο Μυστικισμός βασίζεται στη ψευδαίσθηση ότι μπορείς να βγεις από το παιχνίδι» (Arthur Bloch : Ο Νόμος του Μέρφυ, εκδ. Γράμματα, Αθήνα, 1992, σελ. 18, 19). Δεν είναι συνεπώς διόλου τυχαίο το ιεραποστολικό περίβλημα της δύναμης, ιδίως της πολιτικής δύναμης.

Για μια ακόμα φορά το 2084, οι άνθρωποι αναρωτιούνται «πού πήγαν όλοι οι ηγέτες», όπως τον προηγούμενο αιώνα διερωτάτο ο Warren G. Bennis και όλοι άρχισαν να ξανακοιτάν τα κοιμητήρια («…όλοι εκείνοι [οι ηγέτες] τους οποίους σέβεται ο νέος είναι νεκροί»), (Warren G. Bennis : “Πού βρίσκονται όλοι οι ηγέτες;”,  εις Alan J. Rowe, Richard O. Mason, Karl E. Dickel : Strategic Management, A Methodological Approach, Addison-Wesley Publishing Company, 1985, σελ. 254) άρχισαν να ξαναψάχνουν σ’ αυτά τις χαμένες περηφάνειες των εθνών τους, όπως ένας παμπάλαιος αφρικανικός ύμνος θυμίζει («Η  περηφάνεια του έθνους μας βρίσκεται στα νεκροταφεία»). (Dudley Lynch and Paul L. Kordis : Η στρατηγική του δελφινιού, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1988, σελ. 16) Για μια ακόμη φορά η ανθρωπότητα αναρωτιέται πώς η δύναμη τελικά γίνεται ανέλεγκτη και γιατί, η πλειοψηφία που πράγματι ενδιαφέρεται για μια παγκόσμια ειρήνη και πρόοδο φαίνεται να μένει ιστορικά εκτός διεργασιών. Γι’ ακόμα μια φορά διερωτάται ποιος δίνει το μαστίγιο στα χέρια αφρόνων, για να ξαναδιερωτηθουμε με εκείνο το απόσπασμα του La Boetie : «Αυτός που κυριαρχεί επάνω σας, δεν έχει παρά δύο μάτια, δεν έχει παρά δύο χέρια, δεν έχει παρά ένα σώμα, και δεν έχει τίποτε περισσότερο από ό,τι έχει και ο πιο τελευταίος άνθρωπος από το μεγάλο, άπειρο, πλήθος των πόλεών μας. Έχει όμως περισσότερο από όλους σας το πλεονέκτημα, που εσείς του δίνετε, να σας ξεκάνει. Από πού πήρε τόσα μάτια, με τα οποία σας κατασκοπεύει, αν δεν του τα δίνετε εσείς; Πώς έχει τόσα χέρια και σας κτυπά, αν δεν τα παίρνει από σας; Τα πόδια με τα οποία καταπατά τις πόλεις σας, από πού τα έχει, αν δεν είναι από τα δικά σας; Πώς έχει εξουσία επάνω σας, παρά από σας τους ίδιους;… Πάρτε την απόφαση να μη σκύβετε πια το κεφάλι, και να σας ελεύθεροι. Δεν θέλω να τους δώσετε σπρωξιές, ούτε να κοιτάξετε να τους ρίξετε. Μόνο να πάψετε να τον στηρίζετε. Και θα τον δείτε, σαν ένα ψηλό κολοσσό από τον οποίον τραβήξανε ξαφνικά τη βάση του, να παρασύρεται από το ίδιο του το βάρος, και να τσακίζεται». (Maurice Marsal : Επιβολή και Ηγεσία, εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, σελ. 42)

[*]

Κάπως λοιπόν έτσι μια «νοσηρή φαντασία» θα μπορούσε να δει το μέλλον. Βέβαια, μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα άλλο παραμύθι. Μια κοινωνία όπου τα «στρουμφάκια» πλέον θα ζουν ανέμελα και δημιουργικά χωρίς το φόβο εμφάνισης του Δρακουμέλ, διότι ο τελευταίος με κάποιο μαγικό τρόπο βγήκε από την υπόθεση. Ή τα άλλα παιδικά παραμύθια, όπου ο «κλασικός» κακός βασιλιάς -μήπως ήρθε η ώρα να μιλάμε και για κακούς προέδρους;- κι αυτός αποτελεί πλέον παρελθόν στο σενάριο. Μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα παραμύθι με μία παγκόσμια κοινότητα που ζει ειρηνικά, που συναλλάσσεται με δίκαιους όρους, όπου οι παλιοί φτωχοί είναι πλέον πλουσιότεροι από τους παλιούς πλούσιους, αφού στις χώρες που κατοικούν οι Παλιοί φτωχοί βρίσκεται η πλειοψηφία των παγκόσμιων αποθεμάτων των πρώτων υλών και της ενέργειας και που τώρα, στα πλαίσια αυτού του νέου παραμυθιού, αυτά τα θεμέλια της Δυτικής ευημερίας, δεν λεηλατούνται αλλά ανταλλάσσονται «δίκαια», δηλαδή, οι πρώην πλούσιοι υποχρεώνονται τώρα να πληρώνουν «δίκαια» ό,τι καταναλώνουν, δηλαδή, στο νέο αυτό παραμύθι, εισέρχεται το «δίκαιο» ως ο νέος εφιάλτης που ακούει στο όνομα «αυξημένο κόστος» -για τους μέχρι χθες σχεδόν δωρεάν καταναλώνοντες-, ο νέος Δρακουμέλ κάθε συνεπούς τεχνοκράτη και συμβούλου του χειριστή της δύναμης.

[*]

Έξω όμως και πέρα από «φαντασίες» -νοσηρές ή μη αδιάφορο-, υπάρχουν δύο τρία πράγματα που οι τρέχουσες εξελίξεις -με τελευταία την νατοϊκή επίθεση στη Σερβία, όμως καλό είναι να θυμηθούμε και την υπόθεση Οτσαλάν, ακόμα και το Ιράκ- θέτουν και σήμερα επιτακτικά ό,τι αναμένεται και αύριο -και το 2084 ίσως!- να μας ξαναπασχολήσει. Π.χ., θα κρατήσω ως στοιχείο προβληματισμού ότι η Ευρώπη, γι’ ακόμα μια φορά δείχνει την μικροψυχία της και την απελπιστική έλλειψη ηγεσίας. Όμως τι είναι αυτή η «ηγεσία»; Είναι απαραίτητο να θέτει κάποιος ένα πλαίσιο ορισμού αν δεν θέλει να απεραντολογεί. Εμείς, π.χ., ορίσαμε σε παλιότερο κείμενό μας, την «ηγεσία» σαν την «θέληση και την έμφυτη ή/και επίκτητη ικανότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων να επηρεάζει(ουν) ουσιαστικά και κατευθύνει(ουν) αποτελεσματικά τη στρατηγική αντίληψη, συμπεριφορά και στάση των μελών ενός συγκροτημένου ανοικτού οργανισμού ή μέρους αυτού μ’ έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, για την επίτευξη της αποστολής του». Στην τρέχουσα υπόθεση των νατοϊκών βομβαρδισμών της Σερβίας, -ή του Οτσαλάν, κ.λπ.-, φαίνεται ότι λείπουν οι βασικές προσδιοριστικές παράμετροι του ορισμού. Πού βρίσκεται λοιπόν η «θέληση ΚΑΙ ικανότητα» ή η δυνατότητα επηρεασμού των εξελίξεων από την πλευρά των Δυτικών ηγεσιών; Αναζητώντας συνεπώς μέσα σ’ αυτό πλαίσιο την απάντηση του ερωτήματος του Bennis -«πού βρίσκονται όλοι οι ηγέτες;»- κάποιος μπορεί να φτάσει στα δικά του συμπεράσματα, που είτε μπορούν να αφίστανται είτε να συγκλίνουν στην διαπίστωση του ιδίου, ότι οι σημερινοί ηγέτες «Είναι όλοι τρομαγμένοι -και ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει; Αυτή είναι η ύστατη ειρωνεία. Ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόμαστε άτομα που μπορούν να καθοδηγήσουν, η αξιοπιστία των ηγετών μας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο όλων των εποχών και όταν επιζούν στην ηγεσία αισθάνονται να έχουν περισσότερες αναστολές στην άσκηση της δυνατότητας της δύναμης. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που μπορούν να διαμορφώσουν το μέλλον. Φαίνεται, ότι αυτοί μετά βίας μπορούν να διαχειριστούν το σήμερα». (Warren G. Bennis, ό.π., σελ. 259)

[*]

Υπάρχουν πολλοί λόγοι να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι σήμερα δεν παίζεται μόνο το παιχνίδι των Βαλκανίων ή του Ιράκ. Σήμερα, δεν επαναχαράσσονται απλά κάποια σύνορα. Σήμερα, οι ΗΠΑ παίζουν ένα πολύ πιο σημαντικό γι’ αυτές παιχνίδι, που είναι ο επανακαθορισμός της παγκόσμιας κυριαρχίας τους εκεί όπου πριν οι περιοχές αυτές ανήκαν στον άλλον μεγάλο συμπαίκτη τους του παρελθόντος, την ΕΣΣΔ -αλλά και την Κίνα-. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι όσα σήμερα συμβαίνουν εξελίσσονται σε χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ και που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να παραμείνουν εκτός ζωνών επιρροής. Το γεγονός αυτό επισημαίνει με τη μεγαλύτερη δυνατή διορατικότητα ο Zbigniew Brzezinski ο οποίος σημειώνει ότι το κύριο γεωπολιτικό λάφυρο για την Αμερική είναι η Ευρασία που αντιπροσωπεύει το 60% περίπου του παγκόσμιου ΑΕΠ και τα τρία τέταρτα περίπου των παγκόσμιων γνωστών ενεργειακών πόρων. (Zbigniew Brzezinski : Η Μεγάλη Σκακιέρα, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1998, σελ. 63) Αναφερόμενος ο Brzezinski στη πολιτική των ΗΠΑ στο χώρο αυτό, σημειώνει ακόμα παραπέρα : «…Για να το εκφράσουμε με μια ορολογία που θυμίζει την πολύ βίαιη εποχή των παλιών αυτοκρατοριών, οι τρεις μεγάλες επιταγές της αυτοκρατορικής γεωστρατηγικής είναι να εμποδίσει τη συνεργασία των υποτελών και να διατηρήσει τη κατάσταση εξάρτησής τους σε θέματα ασφαλείας, να παραμείνουν φόρου υποτελείς, υποχωρητικοί και προστατευμένοι και να εμποδίσει τους βαρβάρους να ενωθούν μεταξύ τους». (Zbigniew Brzezinski, ό.π., σελ. 78)

Μπροστά σ’ αυτά τα δεδομένα και με το πρόσθετο στοιχείο ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη κάποια στιγμή «μοιραία» θα «συγκρουστούν» στο ζήτημα των ζωτικών χωρών και των ευρύτερων συμφερόντων, τίθεται θέμα όχι απλά στρατηγικών, αλλά κάτω από ποιες ηγεσίες θα επιδιωχθεί τι και γιατί.

[*]

Όπως σημείωνε εύστοχα εδώ και πάνω από 30 χρόνια ο Ronald Steel «…η Αμερική και η Ευρώπη δεν είναι κατ’ ανάγκην πολιτικοί εταίροι. Αυτές οι δύο μεγάλες κοινωνίες μάλλον ακολουθούν παράλληλα παρά όμοια μονοπάτια σε μια διαδικασία παγιώσεως ενός αποκλειστικά δικού τους πολιτιστικού συστήματος για τους Αμερικανούς και διατηρήσεως των προσφιλών παραδοσιακών τους αξιών ή αναζητήσεως ενός «νέου μέλλοντος», με την μορφή της ενοποιήσεως στον οικονομικό ή τον πολιτικό τομέα, για τους Ευρωπαίους». (Ronald Steel : Pax Americana, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, σελ. 125) Στην παρούσα φάση, τη φάση όπου στις μεν ΗΠΑ υπάρχει μια πιο συμπαγής ηγεσία και πιο θαρραλέα στόχευση, φαίνεται να έχει το πάνω χέρι. Δεν διστάζει να σηκώσει τα αεροπλάνα της και να βομβαρδίσει «εστίες τρομοκρατίας» σε διάφορες χώρες, και φυσικά, είναι επίσης γνωστό το πόσο ελαστικά είναι τα κριτήρια της «τρομοκρατίας». Και λέγοντας ότι η Ευρώπη θα πρέπει να θέσει τους στόχους της, εννοούμε ότι θα πρέπει να διερωτηθούμε αν ήρθε ο καιρός να συζητηθεί η πολιτική της ενοποίηση, υπό ποίους όρους και πώς. Εννοούμε να καθορίσει τους στόχους της μέσα στη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, για να δούμε πώς αντιλαμβάνονται οι «ιθύνοντες νόες» αυτή την «παγκόσμια στόχευση». Ποια Ευρώπη θέλουμε; Μια Ευρώπη παγκόσμια δύναμη που να προωθεί την παγκόσμια κατά το δυνατόν δίκαιη συνεργασία και να λειτουργεί ως ανάχωμα στις αλαζονικές εκδηλώσεις άλλων παγκόσμιων δυνάμεων, ή μια Ευρώπη-υποτελή στην «ιστορική» της σύμμαχο τις ΗΠΑ, μια Ευρώπη που να υποστηρίζει απλά το παιχνίδι της ανελέγκτως γι’ αυτό και επικινδύνως δραστηριοποιούμενης μοναδικής σήμερα υπερδύναμης;

[*]

Δεν γνωρίζω αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι πράγματι ηγέτες και όχι απλά ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι, κάτι σαν σύγχρονοι Γκρουσύ, τον στρατάρχη εκείνο του Ναπολέοντα, τον «γενναίο, έντιμο και έμπιστο» εκείνο στρατάρχη, που παρόλα αυτά, από χαρακτήρα ήταν «υποταγμένος», «πειθήνιος» και ενεργώντας μόνο κατόπιν εντολών, ένας «τέλειος» δηλαδή «διοικητής» (υπάλληλος), αλλά όχι ηγέτης, και που όταν -για μια φορά στη ζωή του- του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει μόνος του πρωτοβουλίες, δεν μπόρεσε να το κάνει, μια αδυναμία που τελικά στοίχισε την ήττα του Ναπολέοντα και της Γαλλίας στο Βατερλό. (Για μια περιγραφή του γεγονότος αυτού, βλ. Στέφαν Τσβάιχ : Οι Μεγάλες Στιγμές της Ανθρωπότητας, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 1996, σελ. 110-120) Νομίζω ότι έχουμε ν’ ακούσουμε πολύ καιρό φωνές με πράγματι ηγετικό περιεχόμενο. Εννοώ φωνές ηγετών, ικανών πράγματι να κινητοποιήσουν προς μια καθολική σύγκλιση. Έχω την αίσθηση ότι οι φωνές που ακούμε είναι πολύ ασθενείς. Έχω την αίσθηση ότι λίγοι τις παίρνουν στα σοβαρά. Σε ό,τι δε αφορά τα της ημετέρας «Ανωνύμου Εταιρίας» -της Ευρωπαϊκής Ένωσης- έχω την αίσθηση ότι δεν κινούμαστε προς ένα στόχο καθολικής ολοκλήρωσης, αλλά, μάλλον βαδίζουμε προς κάτι που δεν γνωρίζουμε ούτε τελικά τι σημαίνει αυτό, ούτε πολύ περισσότερο αν αυτό το «κάτι» μπορεί να λειτουργήσει ως μια ιδέα, ένα ιδανικό, που θα μπορούσε να προκαλέσει τον ενθουσιασμό. Επί του παρόντος μας δείχνουν ένα χαρτονόμισμα. Αλλ’ είναι οικτρά ανιστόρητοι όσοι πιστεύουν ότι η εποποιία του ανθρώπου, από της εμφανίσεώς του στη Γη, είναι προϊόν των νομισματικών εξελίξεων! Υπ’ αυτή την έννοια, τροποποιώντας ελαφρά το ερώτημα που διατύπωσε ο Carlo De Benedetti, ρωτούμε : Αξίζει να πεθάνουμε γι’ αυτή την Ευρώπη; (Carlo De Benedetti : Αξίζει να πεθάνουμε για το Μάαστριχτ; Οικονομικός Ταχυδρόμος, 3/4/97 (αναδημοσίευση από την εφημερίδα Le Monde)) Μια Ευρώπη που μάλλον φαίνεται να διαφημίζει τις μετοχές μιας ανώνυμης εταιρίας ως ελκυστικές, παρά οτιδήποτε άλλο; Όμως κανένας παίχτης δεν ερωτεύθηκε ποτέ καμία μετοχή στο Χρηματιστήριο, ούτε δίστασε να τη «σκοτώσει» όταν δεν του απέδιδε. Ερωτευμένος μπορεί να είναι μόνο ο δημιουργός μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού, διότι αυτός, δεν παίζει με τη μετοχή, αυτός είναι δεμένος μ’ ένα όραμα που τον οδήγησε στη δημιουργία της επιχείρησης, του οργανισμού.