Εργατική πρωτομαγιά

Γράφει ο Σχολιαστής
Παιδί του δημοτικού, το πάλαι ποτέ, είχαμε επισκεφθεί με τον πατέρα μου ένα συγγενή μας που είχε  τυπογραφείο.
Μαγεμένο, εγώ, γύριζα και θαύμαζα τα λογής ασάλευτα μηχανήματα που απάρτιζαν την μικρή βιοτεχνική μονάδα παραγωγής.
Μετά το πέρας της εθιμοτυπικής επίσκεψης, και αφού είχαμε πάρει το δρόμο της επιστροφής, με ρώτησε ο πατέρας μου συλλογισμένος.
-Σου άρεσε το τυπογραφείο ;
-Πολύ, του απάντησα εγώ, μαγεμένος......
ακόμα.
-Μόνο που, τυπογραφείο που δεν δουλεύουν οι μηχανές του, δεν μπορεί παιδί μου να κάνει προκοπή. Το ίδιο και με τα εργοστάσια και με την παραγωγή γενικά.
Ο πατέρας μου, για χρόνια πολλά, δούλευε σε επιχειρήσεις με αφεντικά Εβραίους.
Αστειευόμενος μας μιμείτο το ηλικιωμένο αφεντικό του, που έλεγε κάθε τόσο στον υπεύθυνο οικονομικό διευθυντή.
-Παραωή Παναώτη, παραωή.
Έτσι πάνε μπροστά οι κάθε λογής επιχειρήσεις, με την αδιάκοπη  εργασία μηχανών και ανθρώπων.
Χωρίς  εργασία  είναι αδύνατο να υπάρξουν κέρδη και επομένως μισθοί και μεροκάματα και κάλυψη υποχρεώσεων.
Πριν οι τράπεζες ανοίξουν τα τεζάκια για να μοιράσουν χρήμα με τη σέσουλα, ο κάθε επιχειρηματίας αντλούσε τα απαραίτητα κεφάλαια από την κερδοφόρα εργασία του.
Και οι εργασίες έπρεπε, απαραιτήτως, να είναι κερδοφόρες για να μπορέσουν να σταθούν στην αγορά.
Με την επέλαση των τραπεζικών δανείων στραβοί - κουτσοί διατηρούσαν επιχειρήσεις με δανεικά αδιαφορώντας για τα κέρδη.  
Εμείς μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία που η εργασία λογιζόταν ως υπέρτατο αγαθό.
Ως τον μόνο δρόμο για να μπορείς να ζεις και να υπάρχεις στην κοινωνία.
Γι αυτό και η εβδομάδα είχε έξι εργάσιμες ημέρες για μικρούς και μεγάλους.
Με τον καιρό  άρχισαν οι εκπτώσεις.
Εκπτώσεις στην εργασία, εκπτώσεις στα ίδια κεφάλαια, εκπτώσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών και των προϊόντων
Οι συνδικαλιστές, προερχόμενοι από τον δημόσιο τομέα, πίεζαν για περισσότερες αργίες, απεργίες και ξεχαρβαλωματικά δικαιώματα.
Δεν είμαι κατά των αργιών, των εορτών και των απολαύσεων.
Όλα χρειάζονται στη ζωή αλλά με μέτρο.
Καλές είναι και οι γιορτές και οι χοροί και τα γλέντια και τα πανηγύρια.
Άμα για να τα χαρείς πρέπει να έχεις και παράδες.
Και οι παράδες έρχονται μόνο με την εργασία.
Τα λεφτά από τα δανεικά των τραπεζών είναι σαν το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας.
Μόλις ξυπνήσεις,  με το πρώτο φως της μέρας,  εξαφανίζονται και οι νεράιδες και τα ξωτικά και  μένουν μόνο τα χρέη και οι απλήρωτες δόσεις.
Στα παιδικά μου χρόνια οι επιχειρηματίες έτρεχαν πρωί - πρωί στα μαγαζιά τους φρεσκοξυπνημένοι, φρεσκοξυρισμένοι, γελαστοί και ευδιάθετοι.
Στα ύστερα χρόνια έβλεπες κάτι αγουροξυπνημένους με τα χνώτα να βρωμάνε αλκοόλ από το ξενύχτι σε πίστες και μπαράκια.
Στο ίδιο μοτίβο και οι εργαζόμενοι.
Και όσοι δεν ξενυχτούσαν από καψούρα, ξενυχτούσαν στην τουβούλα με Μυλωνάδες, Ερωτοδικεία και Πέπη.
Εμ, δεν γίνεται προκοπή έτσι πατριώτες.
Αυτοί που διεκδικήσαν και πέτυχαν το δικαίωμα της μιας και αδιαίρετης αργίας της  πρωτομαγιάς, εκτός από το αίμα τους,  έδωσαν και ιδρώτα δεκαοκτώ ωρών την ημέρα.
Οι δε συνδικαλιστές έλιωναν μαζί τους, στα καζάνια, και όχι στα γραφεία και στις συνελεύσεις με ούζα και μεζέδες.
Για να βρούμε το δρόμο μας ίσως πρέπει να ξανά - ανακαλύψουμε τον τροχό, που κι αυτός κατασκευάστηκε με μόχθο και σκληρή δουλειά και δεν μας τον χάρισε κανένας σπόνσορας με γελοίες τηλεοπτικές καμπάνιες.
Αλλιώς θα γιορτάζουμε σε λίγο εργατικές πρωτομαγιές χωρίς εργάτες αλλά μόνο με δημοσυντήρητους συνδικαλιστές.
Αυτά… και καλή εργατική πρωτομαγιά χωρίς Καρακίτσο αλλά με μπόλικους Αρκάδες, γιαλαντζί,  εργατοπατέρες στο πόδι του.