Αριστερό κόμμα κυβερνά χωρίς να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο;

Γράφει ο Γιώργος Παππάς

Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το αν η ηγεσία παραμένει πιστή στο πρόγραμμα και τις διακηρύξεις του κόμματος έχει ξαφνιάσει πολλούς.  Ωστόσο, δεν συνιστά έκπληξη. Τέτοιου τύπου αντιπαραθέσεις συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συμβαίνουν στα κόμματα που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα βλέπουν την επιρροή τους να απογειώνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από ένα περιθωριακό κόμμα  με...........
έμφαση στον ακτιβισμό, μετατράπηκε σε λίγους μήνες σε κόμμα εξουσίας.
Το ακροατήριό του διευρύνθηκε θεαματικά και ήταν απολύτως φυσιολογικό η ηγεσία του να προχωρήσει σε ορισμένες προσαρμογές. Αλλιώς απευθύνεσαι στην κοινωνία όταν έχεις 4,5%, αλλιώς όταν διεκδικείς την εξουσία. Η σύγκρουση στο εσωτερικό του θα μπορούσε σχηματικά να ορισθεί ως μια αναμέτρηση ανάμεσα στους «συνεπείς» και τους «ρεαλιστές». Ανάμεσα σ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει, για κανένα λόγο, να γίνουν εκπτώσεις και υποχωρήσεις για να μην αλλοιωθεί η φυσιογνωμία του κόμματος, και σ’ αυτούς που προτάσσουν την ανάγκη της ιδεολογικής «τακτοποίησης» προκειμένου να καταστεί εφικτή η επικοινωνία και η οικοδόμηση σταθερών δεσμών με πολίτες που προέρχονται από άλλα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα και στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Όχι γιατί συμφωνούν κατ’ ανάγκην με τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του, αλλά επειδή θέλουν να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους στο μοντέλο του συναινετικού δικομματισμού που κυριάρχησε την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Είναι  στρώματα που ριζοσπαστικοποιούνται λόγω της κρίσης, ωστόσο δεν είναι ακόμη έτοιμα να ταυτιστούν πλήρως με το εναλλακτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ιστορία αυτή είναι τόσο παλιά, όσο και η Αριστερά. Δίχασε τα προοδευτικά κόμματα και απασχόλησε τους θεωρητικούς και τους ηγέτες των κινημάτων, ακόμη και κείνους που αγωνίζονταν να ανατρέψουν τον Καπιταλισμό με επαναστατικές μεθόδους. Οι αδιάλλακτοι φαντάζονται ότι υπάρχει ένα ιδανικό σημείο εκκίνησης. Τη φαντασίωση αυτή ο Λένιν την περιέγραφε ως ‘νηπιακή διαταραχή’ στη μπροσούρα του «Ο αριστερισμός: παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» και έδωσε μάχες για να ηττηθεί στις τάξεις των μπολσεβίκων.
Ο επαναστατικός ζήλος των «συνεπών» αρνείται κάθε δοσοληψία με τα συμβιβαστικά εργαλεία του παρόντος για να μην μολυνθεί το σώμα των επαναστατικών ιδεών από το μικρόβιο του ρεφορμισμού. Όπως σημειώνει ο Τέρι Ίγκλετον στο βιβλίο του  «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο» [Πατάκης] «ο ακραίος αριστερισμός καταφέρνει, από την έγνοια του να μείνει άσπιλος, να καταλήξει ανίκανος».
Είναι, όμως, το αντίθετο του «άσπιλου», ο «υποταγμένος»; Ή το ένα θα υπάρχει ή το άλλο; Είναι αδύνατο για ένα αριστερό κόμμα να πάρει την κυβέρνηση χωρίς να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο; Από την άλλη μεριά μπορεί να αγνοήσει τους συσχετισμούς, να αδιαφορήσει για τους καταναγκασμούς που έχει επιβάλει το σύστημα και οι οποίοι είναι για πολλούς πολίτες κάτι σαν δεύτερη φύση; [Όπως παρατηρεί ο αμερικανός στοχαστής Φρέντρικ Τζέιμσον έχει γίνει για τους ανθρώπους πιο εύκολο να φανταστούν το τέλος της Γης παρά το τέλος του Καπιταλισμού].
Μπορεί ένα αριστερό κόμμα στην κυβέρνηση να επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση με έναν ισχυρό αντίπαλο χωρίς να έχουν διαμορφωθεί οι προυποθέσεις για την επικράτησή του;
Στο σχέδιο διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ, γίνεται μια απόπειρα να απαντηθεί το επίμαχο ζήτημα: «μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να αγνοήσει βολονταριστικά τους υπάρχοντες συσχετισμούς και τις δυνάμεις που θα προσπαθήσουν να την υπονομεύσουν ώστε να την ανατρέψουν ούτε, βέβαια, μπορεί να παραδοθεί αμαχητί και καιροσκοπικά σε τέτοιους συσχετισμούς».
Αυτό, βεβαίως, δεν είναι απάντηση, είναι ευχή, είναι ρητορική υπεκφυγή ή στην καλύτερη περίπτωση δήλωση προθέσεων. Ενδεχομένως να μην υπάρχει προκαταβολική απάντηση με εγγυήσεις εφαρμογής. Αυτά τα θέματα τα λύνει η ζωή. Κι αυτή, πολλές φορές, αποδεικνύεται πιο πλούσια και από την πιο ζωηρή φαντασία των ανθρώπων.