Να τι χάνουμε, οι ηλίθιοι!



Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

 
Μεγάλωσα ως μαρξιστής, για την αξιοπρέπεια, ρε γαμώ το!
Εξέφρασα ενστάσεις για τον μαρξισμό, εκεί όπου αυτός έδειξε να αδιαφορεί για την καλλιέργεια της αξιοπρέπειας στην πράξη. 
Ονειρεύτηκα ως ευρωπαίος σοσιαλδημοκράτης, του παλιού καλού καιρού του Σουηδικού Μοντέλου Ευημερίας… για την αξιοπρέπεια , ρε γαμώ το! 
Γύρισα την πλάτη στην σοσιαλδημοκρατία, όταν και........
όπου αυτή έστρεψε την πλάτη στην αξιοπρέπεια.
Λειτούργησα, τραγούδησα και έκλαψα ως κομμουνιστής… για την αξιοπρέπεια!
Φασκέλωσα τον εαυτό μου, όταν διαπίστωσα πως η αξιοπρέπεια δεν είναι ζήτημα μεγάλων αληθειών και τελικών λύσεων, αλλά μικρών καθημερινών αληθειών, που δεν βρίσκουν απάντηση σε γραφειοκρατικά, συγκεντρωτικά, πατριαρχικά μοντέλα λαϊκής χειραφέτησης. Μετά την επανάσταση έρχεται η κατάθλιψη ως υποσυνείδητη αντίδραση στην αναξιοπρέπεια,  που γεννά η αίσθηση υποταγής σε μια ανώτερη από την δική σου ισχύ, την οποία καλείσαι να νομιμοποιήσεις δια της συμμόρφωσης στον κανόνα και όχι από την εσωτερική ανάγκη σεβασμού στον εαυτό σου μέσω του σεβασμού στον Άλλον.  Όταν δεν είσαι μέλος είσαι ο αουτσάιντερ (outsider). Αν είσαι μέλος είσαι μεν ινσάιντερ (insider), αλλά με την συνείδηση αουτσάιντερ ως προς την αξιοπρέπεια. Δεν υπάρχει αξιοπρέπεια, υπάρχει μόνον ισχύς που δεν αποκλείει τον εξευτελισμό και την τιμωρία του αντιφρονούντα. Το ζήτημα δήθεν λύθηκε με την επανάσταση, ενώ στην πραγματικότητα μόλις τότε εγείρεται! Το ζήτημα επιλύεται αν η δράση σου ως ινσάιντερ, κρίνεται με την ματιά του αουτσάιντερ. Αυτό θα μπορούσε να υπηρετήσει την αξιοπρέπεια, αλλά τότε θα μεταβαλλόσουν αυτόματα σε αουτσάιντερ, δηλαδή σε αντικαθεστωτικό και εχθρό της ηγεμονίας που διαμόρφωσε η επανάσταση.
Μελέτησα την βιογραφία και την φιλοσοφία μεγάλων αναρχικών για να τουμπάρω ξανά στην σκέψη του Νίτσε και να προσγειωθώ στον Ludwig Josef Johann Wittgenstein, κατά την πολιτική αναζήτηση  μιας κοινωνικής διαδρομής αξιοπρέπειας. Μόνον αν εμφορείσαι από την λογική του αουτσάιντερ, μπορείς να υπάρξεις αξιοπρεπώς ως ινσάιντερ, μέχρι ασφαλώς το καθεστώς να σε εξοβελίσει ως παράταιρο, προβληματικό, υπονομευτή της σταθερότητάς του, οπορτουνιστή, ανώμαλο, τυχοδιώκτη, παλαβωμένο ή σχιζοφρενή. Και όμως η «σχιζοφρένια» που οδηγεί τον insider, να κρίνει και να λειτουργεί ως outsider, είναι η μοναδική ηθική οδός που μπορεί να αντιμετωπίσει το δημοκρατικό παράδοξο: την αντίθεση στην διάσταση της σχέσης ελευθερία-ισότητα. Όχι μια κι έξω! Όχι, ως μείζονα θεωρία! Όχι, για την παραγωγή μιας υπέρτατης αλήθειας, αλλά απλώς για την διατύπωση μικρών καθημερινών αληθειών, που υπηρετούν όχι κάποιο οικονομικό δόγμα, ούτε κάποια εθνικιστικού χαρακτήρα φαντασίωση, αλλά την τάση ενότητας του κατακερματισμένου εαυτού. Η τάση αυτή κατά παράδοξο τρόπο εξυπηρετείται πρακτικά δια της υποστήριξης της αξιοπρέπειας του Άλλου και όχι του εαυτού σου. Υποστηρίζοντας την αξιοπρέπεια του Άλλου θεμελιώνεις την δική σου, καταπολεμώντας την βαρβαρότητα που προκύπτει από την επικράτηση των φορέων της μονοδιάστατης πατριαρχικού τύπου αλήθειας. 
Πολιτικά η τάση υπεράσπισης της αξιοπρέπειας εκφράζεται ως πλουραλισμός. Οι κριτικοί ως προς αυτόν ισχυρίζονται πως αποτελεί μια φιλοσοφική αναζήτηση, δίχως να μπορεί συγκεκριμένα να αντιμετωπίσει το ζήτημα της κατανομής πολιτικής ισχύος στα διάφορα κοινωνικά στρώματα και ομάδες και τον οικονομικό χαρακτήρα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Είναι δυνατόν να υπάρξει πλουραλισμός στον καπιταλισμό ή στον σοσιαλισμό, ή μήπως πρόκειται για κάτι άσχετο ή και διασκεδαστικό ως προς την οικονομία και τις οικονομικές σχέσεις εντός των κεφαλαιοκρατικών δομών ή της σοσιαλιστικής οικονομικής δομής ζήτημα; Δεν έχουν άδικο όσοι εκφράζουν αυτά τα ερωτήματα, στο βαθμό που αποκόπτει κανείς τις πλουραλιστικές πολιτικές θεωρίες από την λεγόμενη μεταμαρξιστική ανάλυση, η οποία στην πραγματικότητα έρχεται να αντιμετωπίσει το ζήτημα της αξιοπρέπειας έξω από το γενικό πλαίσιο της «μεγάλης παραδοσιακής αλήθειας» του μαρξισμού. Με άλλα λόγια, μόνον στον βαθμό που ο μαρξισμός αντιμετωπιστεί ως μία σαφώς μη πατριαρχική προσέγγιση είναι δυνατόν να απαντήσει πλουραλιστικά με ταυτόχρονα οικονομικούς και ηθικούς όρους στο ζήτημα της αξιοπρέπειας και επ’ αυτού θαυμάσια δείγματα έχουμε από ερευνητές και διανοητές οι οποίοι κινούνται στο πλαίσιο του Μαρξιστικού Φεμινισμού – και ιδιαίτερα από εκείνους που αναδεικνύουν τα πατριαρχικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και δεν παραμένουν στο επίπεδο της κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου.
Στην σημερινή Ελλάδα της κρίσης αυτό που προσβάλλεται δομικά είναι η αξιοπρέπεια. Να τι χάνουμε, οι ηλίθιοι ολοένα και περισσότερο! Και αυτό, όχι επειδή στην χώρα είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως στέρεοι και βαθείς θεσμοί αξιοπρέπειας, αλλά επειδή πλέον καταρρέει το καταναλωτικό μοντέλο το οποίο διαμόρφωνε την επίπλαστη αξιοπρέπεια του σύγχρονου Έλληνα. Με την παράλληλη κατάρρευση κοινωνικού και καταναλωτικού μοντέλου στην Ελλάδα καταρρέει αυτόματα και η αξιοπρέπεια. Στις κοινωνίες όπου δεν υπάρχει αξιοπρέπεια δυναμιτίζεται ο κοινωνικός ιστός και έρχονται στην επιφάνεια όλες εκείνες οι κοινωνικές παθογένειες και ατομικές διαστροφές που διασκεδάζονται μέσω της καταναλωτικής συμπεριφοράς. Ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία, η μισανθρωπία, η αντεκδίκηση, η γενικευμένη απειθαρχία, η έλλειψη αυτοσεβασμού, η ζηλοφθονία, η καταστροφική και αυτοκαταστροφική διάθεση, ο πρόστυχος αποκλεισμός, όπως και η άρνηση της κοινοβουλευτικής πολιτικής ως ηθικής και οικονομικής οργάνωσης των κοινωνιών, βασιλεύουν. Πολλοί Έλληνες μοιάζει μέσα από την κρίση να … απελευθερώνονται!! Σκέπτονται και κινούνται σαν να σου λένε:  «Απελευθερώθηκα από την αξιοπρέπεια! Τώρα είμαι ελεύθερος!». Όλοι ετούτοι φανερώνουν σήμερα πώς αντιλαμβάνονταν την αξιοπρέπεια.  Ως πολιτικοκαταναλωτικώς ορθή συμπεριφορά. Ως το ύφος του νικητή στην κοινωνία. Ως αρχοντοχωριατιά. Ως επίδειξη κοινωνικής ισχύος. Ως συμμόρφωση σε μια φονταμενταλιστικού χαρακτήρα κοινότητα. Ως αποθέωση του πατριαρχικού μοντέλου και της πατρωνίας.
Άρα, αυτό που προσβάλλεται σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης, δεν είναι η αξιοπρέπεια, αλλά η αναπαράσταση μιας αναξιοπρέπειας στο όνομα του πολιτικώς ορθού καταναλωτισμού και ατομισμού. Σωστά, αν το δει κανείς συστηματικά. Η αναξιοπρέπεια που οριζόταν ως αξιοπρέπεια με θεσμικούς, κοινωνικοποιητικούς όρους είναι αυτό που προσβάλλεται στην σημερινή Ελλάδα. Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ότι από την βαριά αυτή προσβολή γεννάται αντανακλαστικά η αξιοπρέπεια. Το αντίθετο μάλλον συμβαίνει, καθώς ο εαυτός κατακερματίζεται ακόμη περισσότερο και η όποια αίσθηση του κοινωνικού συμφέροντος με την έννοια του καλού για την κοινωνία, μεταβάλλεται σε  προσωπικό αγώνα ή σε αγώνα ομάδων συμφερόντων για να περισωθούν εισοδηματικά, βιοτικά, εις βάρος ασφαλώς όλων των άλλων. Αυτή είναι η ηθική που παράγεται από το «πάση θυσία στο ευρώ».
«Πάση θυσία στο ευρώ» σημαίνει παραίτηση από το αίτημα της αξιοπρέπειας. Η μορφή του μνημονίου που υπέγραψε η Συγκυβέρνηση και ιδιαίτερα η Δανειακή Σύμβαση που αυτή συνομολόγησε με τους εταίρους μας, δεν θίγουν απλώς την εθνική αξιοπρέπεια, αλλά τον πολιτικό πυρήνα της έννοιας της αξιοπρέπειας αυτής καθ’ εαυτής. Με την κατάρρευση ενός κρατικοδίαιτου μοντέλου ελεύθερης οικονομίας, που ο υπουργός οικονομικών, δίχως ίχνος προφανώς κατάρτισης, αποκαλεί «το τελευταίο σοσιαλιστικού τύπου καθεστώς στην Ευρώπη», καταρρέει ουσιαστικά και η έννοια της αξιοπρέπειας, όχι απλώς με την επίπλαστη διάσταση που το κοινωνικό μοντέλο στην Ελλάδα όριζε, αλλά ως βάση νομιμοποίησης οποιασδήποτε πολιτικής. Το απολύτως αυταρχικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με την μορφή της υποτελούς πολιτείας υπό υπερεθνική επιτροπεία, θέτει την έννοια της αξιοπρέπειας υπό αίρεση μέχρι οι πολίτες αυτής της χώρας να φτάσουν, όχι απλώς να καταναλώνουν λιγότερα απ’ όσα παράγουν, αλλά να εξοφλήσουν και τα δάνεια που έλαβαν είτε για να καταστρέψουν την παραγωγή τους, είτε για να καλλιεργήσουν ένα μοντέλο υπηρεσιών που διψούσε για κεφάλαια καιροσκοπικού χαρακτήρα. Μέχρι τότε ο κόσμος μπορεί να βιώσει μια πρωτοφανή ανεργία και μια μοναδική ανασφάλεια, η οποία τον μεταβάλλει είτε σε θηρίο ανήμερο, είτε σε απαθή αποδέκτη. Η έννοια και οι αρετές του πολιτικού πλουραλισμού σε συνδυασμό με την μαρξιστική θεώρηση των οικονομικών σχέσεων εξαφανίζεται από την συνείδησή του μαζί με τα όποια ίχνη γνήσιας αξιοπρέπειας. Αυτό οδηγεί στο κοινωνικό χάος, όπου μόνον απίθανοι σαλτιμπάγκοι με την πολιτική έννοια και πολιτικάντηδες του χειρίστου είδους θα μπορούσαν να έχουν τύχη και όχι συγκροτημένοι άνθρωποι, υψηλής ηθικής και κουλτούρας, που θα συνέβαλλαν στον ορισμό της αξιοπρέπειας για την χώρα και στην χώρα.
Το τελευταίο, αγαπητοί φίλοι, προϋποθέτει ένα μακροχρόνιο εθνικό σχέδιο παραγωγικής και πολιτικής ανασυγκρότησης, που θα επαναφέρει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την πολιτεία και όχι των επενδυτών προς την κυβέρνηση και προς την στρατηγική της τρόικας για την Ελλάδα. Δυστυχώς, εδώ που φτάσαμε, αυτά τα δύο πράγματα είναι ασύνδετα. Για να συνδεθεί η επένδυση με το δημόσιο συμφέρον και τον πολίτη θα πρέπει να αναπτυχθεί μία στρατηγική αξιοπρέπειας για την Ελλάδα. Αυτή η στρατηγική είναι αντίθετη στο «σοκ και δέος» και στις πρόνοιες του χρεοστασίου που συνομολόγησαν οι πάτρωνες της αναξιοπρέπειας. Αν ο επενδυτής δεν είναι τυχοδιώκτης ιμπεριαλιστής που αντιμετωπίζει την χώρα ως προτεκτοράτο για ευκαιριακές μπίζνες, κατανοεί ασφαλώς τις παραπάνω συναρτήσεις. Είναι προς το συμφέρον, όχι μόνον του λαού, αλλά και του επενδυτή η αποκρυστάλλωση της αξιοπρέπειας του πολίτη στην Ελλάδα, μέσω μιας πολιτικής αφήγησης που δεν θα πελαγοδρομεί στις «μεγάλες αλήθειες», αλλά θα εστιάζει στην καθημερινότητα του κόσμου της εργασίας και στην προστασία του ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος, αντί της νεκρής ύλης. 
Μόνον αξιοπρεπείς πολίτες μπορούν να διαμορφώσουν ένα στέρεο περιβάλλον ανάπτυξης της οικονομίας μεσο-μακροπρόθεσμα. Και αυτό δεν μπορεί ποτέ να επισυμβεί υπό τους όρους της τρόικας, τους οποίους υπηρετεί ένας πολιτικός συνασπισμός απολύτως αναξιοπρεπών υποκειμένων. Οι τελευταίοι μέσα στον διαπλεκόμενο πυρετό τους και την ανασφάλειά τους, για να σωθούν προσβάλλουν το βασικό εκείνο συστατικό που δομεί τις σύγχρονες δημοκρατίες: την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση της αξιοπρέπειας στον πολίτη. Όσοι καιροσκόποι το έπραξαν κατά το παρελθόν, εκτός του ότι υπονόμευσαν σε σημείο διάλυσης τις κοινωνίες στις οποίες αναφερόταν η πολιτική τους, κατέληξαν και οι ίδιοι στις μαύρες σελίδες της ιστορίας.