Η ανάπτυξη προϋποθέτει δημόσιο που να λειτουργεί

Η αναγκαιότητα της ανάπτυξης έγινε καραμέλα στα χείλη πολιτικών και οικονομολόγων, μόνο που κανείς δεν κάνει τον κόπο να εξηγήσει πώς την εννοεί. Και τούτο διότι θυμάμαι τον πρώην «τσάρο» της Οικονομίας κ. Γιάννο Παπαντωνίου να δηλώνει περιχαρής, ότι οι αυξητικές τάσεις του Χρηματιστηρίου αποτελούν απόδειξη της ισχυρής οικονομίας μας...
Θυμάμαι επίσης υπουργούς -επί μακρά σειρά ετών- να επαίρονται για τις επιδοτήσεις που έδιναν στους αγρότες, προκειμένου να… εγκαταλείψουν την γεωργία. Να σταματήσουν δηλαδή την ανάπτυξη, την οποία συσχέτιζαν με τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Ίδιος ενθουσιασμός επικρατούσε και κάθε φορά που δανειζόταν η χώρα με χαμηλό επιτόκιο, κι αυτό μας έλεγαν πως αποδείκνυε την ισχύ της ελληνικής οικονομίας.

Όλα τα παραπάνω θεωρούνταν «ανάπτυξη». Ποιο απ’ όλα ευαγγελίζονται όσοι την επικαλούνται σήμερα; Ποιος είναι ο σχεδιασμός για την επίτευξή της. Θεωρητικά υπάρχουν δύο σχολές στην Ελλάδα που αντιπαρατίθενται. Η νεοφιλελεύθερη, που θεωρεί ότι η ανάπτυξη μπορεί να προέλθει με την πλήρη ιδιωτικοποίηση (όπως με τα catering στον στρατό) και η σοβιετικού τύπου, που επιμένει στις κρατικοποιήσεις.

Όμως, η Ευρώπη πορεύθηκε με επιτυχία καθ’ όλα τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και το 1974 -όταν ενέσκηψε η Σχολή του Σικάγου- για να αντικαταστήσει τον επιτυχόντα μέχρι τότε κεϋνσιανισμό. Η δόλια αντικατάσταση φαίνεται πλέον σήμερα, όπου σιώπησαν οι συντηρητικές φωνές του φιλελευθερισμού, δίνοντας τη θέση τους σε άκρατες καταστάσεις του νεοφιλελευθερισμού.

Όποια τάση όμως και αν επιλεγεί, όση καλή θέληση και αν υπάρχει, εκεί που όλοι συμφωνούν είναι ότι με την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα ο δημόσιος τομέας, η ανάπτυξη θα αποτελεί όνειρο. Οι κομματικές προσλήψεις δημιούργησαν μια κατάσταση που διακρίνεται για την τραγικότητά της. Και τούτο διότι, κάθε νεοπροσλαμβανόμενος έπρεπε να έχει κάποιο έργο προς διεκπεραίωση.

Όπου δεν υπήρχε τούτο προστέθηκε και ένα επί πλέον στα αιτούμενα πιστοποιητικά για να δικαιολογηθεί η πρόσληψη, αλλά και για να αποτελεί μέσο πίεσης προς τον αιτούντα, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει τις χρονοβόρες διαδικασίες υποχρεώνεται να καταφεύγει στο «γρηγορόσημο», στο οποίο αναφέρθηκε όχι μόνον ανερυθρίαστα αλλά και μειδιώντας ο π. πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης.

Δυο περιστατικά μόνον να αναφέρω, ενδεικτικά της κατάστασης. Όταν έφυγε ο Ωνάσης από την Ολυμπιακή, αυτή αριθμούσε 2.000 υπαλλήλους. Την ανέλαβε το δημόσιο και λόγω του ότι άτυπα οι διορισμοί στην Ολυμπιακή ήσαν της αρμοδιότητας των προέδρων της Βουλής -έτσι μοίρασαν τα ρουσφέτια- σύμφωνα με τότε καταγγελία της κ. Τσουδερού, ο Κορίνθιος πρόεδρος διόρισε 2.000 ψηφοφόρους του, ο δε επόμενος άλλους 2.000 Λειβαδιώτες. Όταν διαλύθηκε η Ολυμπιακή αριθμούσε 12.000 υπαλλήλους. Επί Ωνάση, άπλωνε τα φτερά της σε όλη την υφήλιο με 2.000 προσωπικό. Με τις 12.000 είχε συρρικνωθεί.

Άλλο περιστατικό. Γενικός διευθυντής Νομαρχίας της Κεντρικής Μακεδονίας (το όνομά του στη διάθεση κάθε ειλικρινώς ενδιαφερομένου) αποκάλυψε ότι ζήτησε από προϊστάμενο Τμήματος να του εξηγήσει βάσει ποίων εγκυκλίων ζητούσαν από τους πολίτες επτά πιστοποιητικά, για έγκριση της αίτησής τους. Μετά πάροδο ημερών, δόθηκε απάντηση για τα τέσσερα εκ των επτά πιστοποιητικών. Για τα άλλα τρία, που ίσως υπήρχαν κάποτε εγκύκλιοι αλλά είχαν καταργηθεί ή εφευρέθηκαν από πονηρούς υπαλλήλους, εξηγήθηκε ότι «έτσι το βρήκαμε».

Με αυτό το δημόσιο θα υπάρξει ανάπτυξη; Για να μη εμπαίζεται ο λαός, όποιος πολιτικός αναφερθεί πάλι σε ανάπτυξη, θα πρέπει να εξηγήσει και αν είναι διατεθειμένος να προβεί σε ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης. Όχι σε βελτίωση. Δέντρο που σάπισαν οι ρίζες του, δεν βελτιώνεται. Το ξεριζώνεις και φυτεύεις άλλο υγιές στη θέση του. Ποιος θα έχει την τόλμη να το πράξει, όταν οι μεν φοβούνται την απώλεια ψήφων, οι δε στηρίζονται στην άγρα τους;

Ο Μακεδών