Είμαστε πρώτο τραπέζι πίστα, αλλά για πόσο;

 Γράφει ο Γιάννης Αντύπας

Είμαι σε ελληνικό νησί. Είναι γεμάτο σκουπίδια. Δεν έχει βιολογικό καθαρισμό και η θάλασσα είναι βρώμικη. Για διασκέδαση δε μπορώ να πάω, γιατί τα αυτοκίνητα που είναι παρκαρισμένα όπου να ‘ναι, κάνουν τις μετακινήσεις και το παρκάρισμα περιπέτεια. Προχθές που βγήκα έχασα έναν καθρέφτη και κέρδισα μία κλήση. Οπότε, καλό είναι και το ξενοδοχείο.
Την περασμένη Κυριακή είχα και καλή δικαιολογία.
Κάθομαι, λοιπόν, στο δωμάτιο και βλέπω την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Ενώ είμαι απορροφημένος από το.......

υπερθέαμα ακούω έναν γνώριμο σκοπό. Μου παίρνει μερικά δέκατα του δευτερολέπτου μέχρι να συγχρονίσω στο μυαλό μου ήχο και εικόνα. Ακούω τον ελληνικό εθνικό ύμνο και βλέπω την ελληνική σημαία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δάκρυσα. Λίγα δάκρυα μου έφυγαν και την ώρα που έγραφα το άρθρο. Δε ξέρω αν είναι ένδειξη αγανάκτησης ή λύπης. Μάλλον και τα δύο μαζί.
Η Ελλάδα της κρίσης είναι πρώτο τραπέζι πίστα. Η σημαία της μπαίνει σε δισεκατομμύρια σπίτια σε όλο τον κόσμο. Η αφρόκρεμα της διεθνούς νεολαίας είναι προσοχή. Περίπου. Οι τηλεθεατές όλο και κάτι μαθαίνουν για τη χώρα μας από τους δημοσιογράφους των δικτύων που παρακολουθούν. Είμαστε πρώτο τραπέζι πίστα για κάτι που έκαναν οι πρόγονοί μας πριν από χιλιάδες χρόνια και είχαν την ευγενή καλοσύνη να το αναγνωρίσουν οι Φράγκοι και οι Σάξωνες πριν από περίπου 115 χρόνια.
Αλλά, το ότι είμαστε σήμερα δε σημαίνει ότι θα είμαστε και αύριο. Η κληρονομιά, αν δεν την υπερασπίζεσαι, τελειώνει. Ή έρχονται κάποιοι πιο έτοιμοι να αγωνιστούν και την καταπατούν.
Έτσι είναι η ζωή. Εμείς τι κάνουμε για να υπερασπιστούμε την κληρονομιά μας; Έχουμε φθάσει στο σημείο να θεωρούμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ως την πηγή του κακού. Επειδή χτίστηκαν πέντε στάδια, που θα μπορούσαν να γίνουν λυόμενα.  Επειδή μερικά στελέχη είχαν αποδοχές όσο ένα διευθυντικό στέλεχος της ΔΕΗ, όπως αποδείχθηκε προσφάτως. Και της ΔΕΠΑ. Και της Βουλής.
Και του ΤΤ. Και του ΟΠΑΠ.
Κάποιοι έχουν βάλει σκοπό να διαλύσουν τη σχέση των Ελλήνων με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Θέλουν να βάλουν φυλακή όσους έκαναν εκείνους τους υπέροχους αγώνες. Γιατί οι ίδιοι δε μπόρεσαν να αξιοποιήσουν την κληρονομιά τους. Αναζητούν εξιλαστήρια θύματα εκτός πολιτικού συστήματος. Θέλουν να αποπροσανατολίσουν τους πολίτες. Από τις ευθύνες των πολιτικών και από τις ευθύνες τις δικές τους. Των πολιτών.

Γιατί, μετά το τέλος της τελετής βγήκα μία βόλτα με τα πόδια. Περπάτησα μέχρι τη χώρα. Πόλη ολόκληρη. Τα μαγαζάκια είχαν κλείσει. Σκέφτηκα να περπατήσω στα σοκάκια. Γυναίκες έβγαιναν από τα σπίτια και άφηναν σκουπίδια στο πεζοδρόμιο λίγο πιο κάτω από το σπίτι της η καθεμία. Ουσιαστικά η μία άφηνε τα σκουπίδια της στην πόρτα της άλλης, ενώ 200 μέτρα πιο κάτω υπήρχαν κάδοι.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας ήταν μια τεράστια επένδυση για την Ελλάδα. Ανανέωσαν τη σχέση της με την κληρονομιά της. Και άνοιξαν ευκαιρίες για το μέλλον της. Απέκτησε δρόμους, αεροδρόμια. Και, πράγματι, και πέντε στάδια που θα μπορούσαν να έχουν γίνει λυόμενα. Αλλά δεν ήταν οι Αγώνες η πηγή του κακού. Το κακό είναι το πελατειακό πολιτικό σύστημα, η διεφθαρμένη δημόσια διοίκηση και οι συνένοχοι πολίτες με τις μαϊμού συντάξεις. Οι δήθεν τυφλοί και ανάπηροι, οι πολίτες που δεν κόβουν αποδείξεις, που κρύβουν εισοδήματα από την εφορία. Οι κυρίες που βγάζουν τα σκουπίδια τους νύχτα. Με ντροπή.
ΥΓ. Γράφω Δευτέρα μεσημέρι. Τελειώνοντας το άρθρο η συγκέντρωσή μου διεκόπη από συνεχή κορναρίσματα. Αμέσως σκέφτηκα ότι κάποιος αγενής Έλληνας κορνάρει μεσημεριάτικα. Βγήκα στο μπαλκόνι και είδα ένα… γερμανάκι, να έχει καθίσει ολόκληρο στο τιμόνι ενός τροχόσπιτου. Και ο μπαμπάς του από κάτω έπινε μπύρες. Συμπέρασμα: δεν είμαστε κακοί, δεν είμαστε χειρότεροι. Απλά πρέπει να βελτιωθούμε. Να διορθώσουμε τα λάθη και τις αδυναμίες. Για να κλαίμε από χαρά και όχι από λύπη.